Το «Λενάκι», δοκίμιο «με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά», είναι ταυτόχρονα προσωπικό ταξίδι και ολιγοσέλιδη αλλά πλήρης έρευνα σε ό,τι μπορεί να αφορά το -βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα- παραδοσιακό «μοτίβο» για τον καταδικασμένο έρωτα μιας Χριστιανής κι ενός Οθωμανού, επί Τουρκοκρατίας.
Το ντοκιμαντέρ «Μνήμη με ουρά» στρέφεται, πάλι, σε όσα ανακαλεί η μνήμη ενός 90χρονου ζωγράφου, στη μικροϊστορία του και, μέσα από αυτήν, στην ιστορία μιας γενιάς που επιβίωσε από πολέμους και κακουχίες.
Και τα δυο είναι δημιουργίες του Δημήτρη Ινδαρέ, δημοσιοποιημένες μετά τον εφιάλτη που έζησε μαζί με την οικογένειά του, τον Δεκέμβριο του 2019, και που σε μία αλληλουχία καφκικών περιστατικών, τους έφερε όχι μόνο να μην είναι δικαιωμένοι έναντι της άγριας αστυνομικής εισβολής στο σπίτι τους και του ξυλοδαρμού τους, αλλά να δικάζονται τώρα, κατηγορούμενοι.
Παραδόξως, τα δυο τελευταία έργα του Δημήτρη Ινδαρέ είναι πιο… Ινδαρές και από πριν: Ηρεμος στοχασμός, ουσιαστική έρευνα, ένα προσωπικό συναισθηματικό κίνητρο που ποτέ δεν αφήνεται να πλεονάσει, χιούμορ, ψυχραιμία, τρυφερότητα, το «βελούδο» της αφήγησης (πεζογραφικής και κινηματογραφικής) και, κυρίως, η απόλυτη πίστη στον άνθρωπο. Μάλλον η ίδια που τον συντηρεί πεισματικά αφοσιωμένο στην ιδέα της Δημοκρατίας.
Δεν μπορώ καν να διανοηθώ την ψυχική διαδρομή του από τις κρύες πλάκες της ταράτσας του στην ψυχρή αίθουσα του δικαστηρίου. Δεν ξέρω πώς τιθάσευσε μέσα του το αποτύπωμα του εφιάλτη στα παιδιά του, στη σύντροφό του και στον ίδιο. Δεν ξέρω πώς άντεξε να διαβάζει να τον δικαιώνει τόσο το πόρισμα της Επιτροπής Αλιβιζάτου όσο και ο ίδιος ο Συνταγματολόγος δημοσίως, αλλά ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως να επιμένει ότι «η ψύχραιμη διερεύνηση έδειξε το αντίθετο».
Δεν ξέρω πώς άντεξε το δίκαιό του να γίνεται «γαργάρα» από την πλειονότητα των ΜΜΕ. Οταν σήμερα, όμως, μιλά για Δημοκρατία, ξέρω ότι αυτό έχει το κόστος μιας πορείας που νικά προσωπικούς δαίμονες.
Ναταλί Χατζηαντωνίου
Εφημερίδα των Συντακτών