Η συνέντευξη του Αργεντινού ιστορικού Φεντερίκο Φίνκελσταϊν δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα «Il Manifesto» στις 26/09/22.
● Καθηγητή Φίνκελσταϊν, τι Δεξιά είναι αυτή που, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, πρόκειται να νικήσει στις ιταλικές εκλογές;
-Στη συμμαχία συγκλίνουν διάφορες κουλτούρες του δεξιού λαϊκισμού, αλλά προφανώς το κεντρικό σημείο αυτής της υπόθεσης αντιπροσωπεύεται από το πολιτικό προφίλ της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία καθοδηγεί αυτή τη συμπαράταξη και που, από ιστορική σκοπιά, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί κληρονόμος του νεοφασισμού.
● Το τελευταίο βιβλίο σας αναλύει τη σημασία του μύθου στις κουλτούρες των ιστορικών φασισμών. Από αυτή τη σκοπιά, πώς κρίνετε τη ρητορική της Μελόνι, η οποία επικαλείται διαρκώς μια ιδέα του έθνους που φαίνεται να παίρνει τη μορφή του μύθου;
Γι’ αυτές τις Δεξιές που βασίζονται πολύ, αν όχι εντελώς, στην πολιτική των συναισθημάτων, του ανορθολογισμού, καθώς και σε μια προσέγγιση στηριζόμενη στον ναρκισσισμό, στη μεσσιανική μορφή του ηγέτη, ο μύθος συνεχίζει να παραμένει κεντρικός, έστω και με διαφοροποιημένες μορφές. Σε πολλούς μπορεί να φαίνεται μια ακίνδυνη γλώσσα, αλλά το ότι μιλούν για το έθνος και όχι για τη χώρα έχει πολύ συγκεκριμένο νόημα και αξία. Και πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτή η λέξη για όποιον με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προέρχεται από την κουλτούρα του φασισμού ή του λεγόμενου μεταφασισμού.
Φτάνουμε έτσι να σκεφτούμε ότι η ιδέα του έθνους, στην οποία αναφέρεται η Μελόνι, μπορεί να βασίζεται σε κάτι που σχετίζεται με τη φυλή ή με τη θρησκεία, σε στοιχεία που μπορούν να αποκλείουν μάλλον παρά να ενσωματώνουν και που σίγουρα ελάχιστη σχέση έχουν με αυτό που ορίζεται από το Σύνταγμά σας. Νομίζω ότι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην ιταλική ιστορία η λέξη «έθνος» παραπέμπει και σε ένα αρνητικό παρελθόν, καταστροφικό για τα δικαιώματα των πολλών. Γι’ αυτό θεωρώ ανησυχητικό το ότι μια ηγέτιδα της Ακροδεξιάς αναφέρεται τόσο επίμονα σε αυτήν, εκτός αν είναι ένας έμμεσος τρόπος για να μιμηθεί αυτό το παρελθόν.
● Εσείς έχετε αναλύσει διεξοδικά τη σχέση ανάμεσα στον φασισμό και στον λαϊκισμό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μετάβαση από το ένα στο άλλο φαινόμενο. Πώς μπορούμε να συνοψίσουμε αυτή την ανάλυση στο φως της πολιτικής επικαιρότητας;
Φασισμός και λαϊκισμός, παρόλο που έχουν σε χοντρές γραμμές μια κοινή ιστορία, ακολούθησαν δυο διαφορετικές διαδρομές. Ο φασισμός ήταν μια μορφή πολιτικής δικτατορίας, που αναδύθηκε συχνά από το εσωτερικό της δημοκρατίας με πρόθεση να την καταργήσει. Ο λαϊκισμός αντίθετα πήγασε από άλλες αυταρχικές εμπειρίες και στις περισσότερες περιπτώσεις αλλοίωσε τα δημοκρατικά συστήματα, χωρίς ποτέ να φτάσει να τα καταστρέψει. Στη χώρα σας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Λατινική Αμερική, ο σύγχρονος λαϊκισμός μπορεί να οριστεί ως μια αυταρχική μορφή δημοκρατίας, η οποία ευδοκιμεί σε συνθήκες πραγματικής ή υποτιθέμενης πολιτικής κρίσης. Θέτει ένα ζήτημα ελλιπούς πολιτικής αντιπροσώπευσης, που οδηγεί τους ανθρώπους να θεωρούν ότι οι κυβερνήσεις παραγνωρίζουν τα προβλήματά τους, και ταυτόχρονα ένα ζήτημα οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, που υποδαυλίζει ριζοσπαστικές και εθνικιστικές πολιτικές θέσεις. Μετά το 1945, με την ήττα των ιστορικών φασισμών και της συνακόλουθης στρατιωτικοποίησης της πολιτικής, του θεσμοποιημένου ρατσισμού, της ανορθολογικής πολιτικής και της δικτατορίας, στην Ακροδεξιά αναρωτήθηκαν για το πώς μπορούν να συνεχίσουν να τροφοδοτούν ένα ανελεύθερο και αντιπροοδευτικό σχέδιο στις μεταβληθείσες ιστορικές συνθήκες.
Με αυτή την έννοια, αναπτύσσεται ένα φαινόμενο το οποίο εγώ αποκαλώ «μεταφασισμό» και που είναι από πολλές απόψεις η προαναγγελία των μεταγενέστερων φαινομένων δεξιού λαϊκισμού. Σκέφτομαι για παράδειγμα παρόμοια φαινόμενα, που είχαν διαφορετική κατάληξη, όπως εκείνα του «απλού ανθρώπου» του Γκουλιέλμο Τζιανίνι στην Ιταλία του δεύτερου μισού της δεκαετίας 1940, της δικτατορίας του Ζετούλιο Βάργκας στη Βραζιλία των ετών 1937-1946 και του Χουάν Ντομίνγκο Περόν, που κυβέρνησε την Αργεντινή από το 1946 ώς το 1955. Τόσο ο Βάργκας όσο και ο Περόν ξεκίνησαν ως δικτάτορες, για να μεταστραφούν έπειτα σε δημοκρατικά εκλεγμένους προέδρους. Σαφώς η έκβαση αυτής της διαδικασίας ήταν και στις δυο χώρες μια αυταρχική και ανελεύθερη δημοκρατία, που απέρριπτε τον πλουραλισμό.
● Στο φως αυτών των στοιχείων, πώς να ερμηνεύσουμε τις πολιτικές κουλτούρες που εκφράζει η πληθυντική ιταλική Δεξιά, όπου από καιρό μεταφασισμός και εθνολαϊκισμός φαίνεται να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο;
Μπορούμε να συλλογιστούμε για την ιταλική περίπτωση στο πλαίσιο των σύγχρονων λαϊκισμών. Σκέφτομαι τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιχείρησε ακόμα και να υποστηρίξει ένα είδος πραξικοπήματος, με την επίθεση των πιστών οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Μια εξέλιξη που, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει ένα είδος ρήξης, όχι μόνο συμβολικής, στο εσωτερικό της ιστορίας του λαϊκισμού, έτσι όπως τον γνωρίσαμε στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, τουλάχιστον μετά το 1945. Πράγμα που σημαίνει ότι, ενώ προηγουμένως παρακολουθούσαμε μια βαθμιαία αποστασιοποίηση από τον ιστορικό φασισμό, έστω και αν η αναζητούμενη έκβαση ήταν μια αυταρχική δημοκρατία, σήμερα φαίνεται να εμφανίζονται στο πλήρες φως οι όψεις που παραπέμπουν σε εκείνη την πολιτική παράδοση.
Ετσι, στο ιταλικό πλαίσιο, σε σχέση με την πρώτη συμμαχία του Μπερλουσκόνι, εκείνη που νίκησε στις εκλογές του 1994 –ανοίγοντας τον δρόμο προς μια μακρά αντιδραστική ηγεμονία στην κοινωνία– και στην οποία η «Εθνική Συμμαχία» προσπαθούσε να επιβεβαιώσει τη νομιμοποίηση του μεταφασισμού παίρνοντας αποστάσεις από εκείνο το ενοχλητικό παρελθόν, σήμερα με την ηγεσία της Μελόνι έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε την αντίστροφη διαδικασία, καθώς πριμοδοτούνται τα πολιτικά στοιχεία που φαίνεται να έχουν τη μικρότερη σχέση με τη συνταγματική δημοκρατία. Αναφερόμενοι στην κουλτούρα αυτής της Ακροδεξιάς, νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για μια ριζική απόρριψη της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού ακόμα και στις κανονιστικές ή συνταγματικές όψεις τους, ιδίως όταν επικαλούνται την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας ή των εξουσιών του προέδρου. Στο βάθος υπάρχει έπειτα η προσπάθεια να παρουσιάζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους σαν «εχθρούς του έθνους». Ολα αυτά είναι στοιχεία που φαίνεται να παραπέμπουν σε αυτό που ο Ισραηλινός ιστορικός Ζέεβ Στέρνχελ όριζε ως «Αντιδιαφωτισμό» και που συνεχίζουν να κατατείνουν σε μια απόρριψη των εξισωτικών και πλουραλιστικών όψεων της νεωτερικότητας.
Γεννημένος στο Μπουένος Αϊρες το 1975, ο Φεντερίκο Φίνκελσταϊν διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης. Σε έργα του, όπως το «From Fascism to Populism in History» (University of California Press 2018), έχει αναλύσει τους δεσμούς που συνδέουν τους ιστορικούς φασισμούς με τους σύγχρονους δεξιούς λαϊκισμούς.
Πηγή: Efsyn.gr