Τις τελευταίες μέρες, το αίτημα να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα των 213 που εμπλέκονται στη φρικτή ιστορία των βιασμών της 12χρονης στον Κολωνό ακούστηκε και ακούγεται πολύ.
Δεν το υποστηρίζουν μόνο οι «συνήθεις ύποπτοι» που κανιβαλίζουν συστηματικά ανθρώπους και δικαιώματα, αλλά ένα ευρύτερο κοινό, ανάμεσά τους στελέχη και κόσμος της Αριστεράς. Ακόμα και αν καταλαβαίνει κανείς ότι δεν εκκινούν όλοι και όλες από την «ανθρωποφαγία», αλλά από κίνητρα όπως η μη συγκάλυψη, θεωρώ το αίτημα ότι είναι νομικά απαράδεκτο και πολιτικά απολύτως λανθασμένο.
Θα εξηγήσω γιατί.
Είναι νομικά απαράδεκτο
Τι υπηρετεί να δημοσιοποιηθούν διακόσια δεκατρία ονόματα ανθρώπων που πιθανώς να αποτελούσαν το “πελατολόγιο” του σωματέμπορα που συνελήφθη χωρίς καν να έχουν ασκηθεί κατηγορίες εναντίον τους; Ο νόμος προβλέπει την κατ’ εξαίρεση δημοσιοποίηση φωτογραφιών κατηγορουμένων με μια συγκεκριμένη στόχευση: είτε να βρεθούν εφόσον κρύβονται, είτε να τους εντοπιστούν άλλα πιθανά θύματά τους από τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών. Κατά τα λοιπά, περιττό να θυμίσουμε ότι το τεκμήριο αθωότητας αφορά τους πάντες στον κόσμο αυτόν, ανεξάρτητα από την απέχθεια του εγκλήματος για το οποίο διώκονται. Είναι άλλο η δικαιοσύνη να τιμωρεί τους ενόχους βαριών εγκλημάτων και άλλο να τους διαπομπεύει.
Η παρέκκλιση από την προστασία προσωπικών δεδομένων και η δημόσια ανακοίνωση ότι ένα πρόσωπο διερευνάται για τόσο βαριά αδικήματα θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη βεβαίωση ενός εγκλήματος. Πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι το επαχθέστατο αυτό μέτρο που στιγματίζει κάποιον στο εσαεί δεν συνιστά ένα άλλο είδος ”τιμωρίας”. Δεν είναι μια οιονεί προ-ποινή που επιβάλλεται σε πρώιμο χρόνο της ποινικής διαδικασίας. Και βεβαίως, η δημοσιοποίηση φωτογραφιών δεν μπορεί να γίνεται ούτε για να διαπιστωθούν λόγοι αναθέσεων δημοσίων συμβάσεων ούτε για να εντοπιστούν πολιτικές σχέσεις με κόμματα…
Είναι πολιτικά λανθασμένο
Φυσικά, σε μια συγκυρία διαρκούς συγκάλυψης εγκληματικών συμπεριφορών, οφείλουμε να έχουμε τις αντένες μας σε επαγρύπνηση. Δεν είναι όμως όλες οι υποθέσεις ίδιες. Η αξίωση ώστε να μη συγκαλυφθεί αυτή η φοβερή ιστορία παιδεραστίας που ξετυλίγεται εσχάτως είναι εύλογη. Όμως συνειρμοί με άλλες υποθέσεις, δεν πρέπει να γίνονται διότι τα πολιτικά συμφραζόμενα τους διαφέρουν απολύτως.
Ο 53χρονος σωματέμπορας είναι δεξιός, όπως θα μπορούσε να είναι και κάτι άλλο. Δεν διεκδικεί η Δεξιά παράταξη μονοπώλιο στους παιδεραστές και τους σωματέμπορους. Βεβαίως, θα αντιτάξει κανείς πως το προφίλ του εγκληματία που τη στιγμή που εκκλησιάζεται και πολιτεύεται με τη Νέα Δημοκρατία, ασχολείται με τη σωματεμπορία και την παιδεραστία δεν είναι κοινωνικά ανέφελο. Αναρχικός δύσκολα θα ήταν… Τραμπικός δεξιός ευκολότερα. Επί του προκείμενου, αυτό σημειολογικά ισχύει. Αλλά ακόμα κι έτσι, μια κοινωνιολογική και πολιτική παρατήρηση δεν μπορεί να οδηγεί σε συμπεράσματα ποινικού εκτοπίσματος.
Λάθος συνειρμοί: Δεν πρόκειται για την υπόθεση Λιγνάδη
Τέλος και κρισιμότερο: Οι συνειρμοί μεταξύ της υπόθεσης Λιγνάδη και αυτής που ξετυλίγεται σήμερα είναι άστοχοι. Στον Λιγνάδη που δικάστηκε και καταδικάστηκε για κατ’εξακολούθηση βιασμό ανηλίκων και μάλιστα αποφυλακίστηκε παρά την βαρύτατη απαξία των πράξεών του, ο πρωθυπουργός είχε κάνει μια μεγάλη ιδεολογική επένδυση. Διά του κάποτε λαμπερού ηθοποιού, η Δεξιά παράταξη επιχείρησε να επανακτήσει έναν χαμένο για εκείνην χώρο, εκείνον του πολιτισμού. Έναν χώρο τον οποίο μεταπολιτευτικά προνομιακά τον νέμεται η Αριστερά, αδίκως για τους κυβερνώντες.
Για το λόγο αυτόν, η Νέα Δημοκρατία – ο πρωθυπουργός ή η Υπουργός Πολιτισμού – δεν είχαν το στοιχειώδες αντανακλαστικό να πάρουν τις αποστάσεις τους από τον καταδικασμένο ηθοποιό. Ακόμη και σήμερα, δικό τους τον θεωρούν: σάρξ εξ σαρκός τους. Σε αυτό πρωταγωνίστησαν σκανδαλωδώς τα φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα. Δεν μπορώ να ξεχάσω το STAR όταν βγήκε η απόφαση για το Λιγνάδη να πανηγυρίζει: «μόνο για τρεις βιασμούς καταδικάστηκε»! Τα ίδια ντροπιαστικά μέσα που σήμερα ως και το πρόσωπο της 12χρονης αποκαλύπτουν …
Στο θέμα αυτό λοιπόν, η ανελέητη κριτική ήταν όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Η κυβερνητική παράταξη είναι πολλαπλώς εκτεθειμένη για την ανοχή με την οποία περιέβαλλε έναν κατ’εξακολούθηση βιαστή που κάτι σημαίνει για εκείνην. Το ίδιο ισχύει για την σκανδαλώδη απόφαση με την οποία ο ηθοποιός είναι πλέον ελεύθερος. Ο Μίχος πιθανότατα θα θεωρηθεί αναλώσιμος. Ο Λιγνάδης με τίποτε.
Ο 53χρονος σωματέμπορος με αισθητική λαϊκής δεξιάς και φωτογραφίες δίπλα στον Παυλόπουλο, τον Πατούλη και άλλους αστέρες της παράταξης δεν είναι πρόσωπο στο οποίο έγινε κάποια επένδυση από την κυβέρνηση. Ένας προνομιακός προμηθευτής δεξιών δήμων και της περιφέρειας ήταν, κι ως εκεί. Ένα ανώνυμο γρανάζι του συστήματος της δεξιάς εξουσίαςα που βγήκε ηθικά εντελώς σκάρτο κι εγκληματικό. Ο δράστης δεν ήταν κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Μόνο οι γνωστοί του τον γνώριζαν κι απ’ότι φαίνεται μάλλον, ούτε αυτοί καλά-καλά.
Μπορεί λοιπόν ποινικά να μοιάζουν, αλλά πολιτικά είναι εντελώς άλλο πράγμα η υπόθεση Λιγνάδη με αυτή του 53χρονου στον Κολωνό. Όταν τσουβαλιάζουμε τις δύο υποθέσεις, ξεπλένουμε την μείζονα πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης στην πρώτη. Ο κόσμος ακούει μια διαρκή βοή διαμαρτυρίας χωρίς να διακρίνει διαβαθμίσεις. Αυτό είναι πολιτικά ολέθριο και κατεξοχήν συμφέρει τους κρατούντες.
Εν κατακλείδι:
Επειδή είναι φαύλη, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει αναπτύξει μια δεύτερη φύση που είναι η συγκάλυψη των σκανδάλων για τα οποία είναι η ίδια υπεύθυνη. Στην περίπτωση των υποκλοπών μάλιστα, η συγκάλυψη έχει καταντήσει βαρύτερης απαξίας από την ίδια την πράξη που την προκαλεί.
Έτσι, μετά το καλοκαίρι, η υπόθεση του κράτους δικαίου και της δικαιοσύνης έχει – δια των υποκλοπών κυρίως αλλά όχι μόνο – καταστεί ζήτημα πρώτης αιχμής. Ο αγώνας, όμως για δημοκρατία και κράτος δικαίου σε αυτή την ολέθρια συγκυρία για τους θεσμούς είναι ολική στρατηγική. Όχι βολική.
Πηγή: News247.gr 15/10/2022