Σχεδόν καθημερινά βγαίνουν στη δημοσιότητα, μέσα από ανεπίσημες διαρροές της αστυνομίας, στοιχεία ανθρώπων που συνομίλησαν με το προφίλ του 12χρονου κοριτσιού στο chat χωρίς οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές να επιβεβαιώνουν είτε ότι είχαν συναντηθεί με το παιδί είτε ότι επιδίωκαν να κλείσουν συνάντηση την οποία όμως ματαίωσαν όταν κατάλαβαν την πραγματική ηλικία του κοριτσιού.
Βλέπουμε επίσης ότι οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές κάνουν διαρροές σε διάφορα έντυπα και ενημερωτικούς ιστότοπους αλλά και σε κόμματα(!) ή εκπροσώπους και τομεάρχες κομμάτων, ονόματα ανθρώπων από τη λίστα των 212 για τους οποίους ούτε έχει ασκηθεί δίωξη και πιθανόν ούτε πρόκειται και να ασκηθεί. Με άλλα λόγια, κρεμιούνται στα μανταλάκια άνθρωποι που μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί ότι έχουν τελέσει κάποιο αδίκημα και δεν είχαν καν πρόθεση να τελέσουν, και ήταν απλά χρήστες μιας νόμιμης πλατφόρμας γνωριμιών (του blindchat) που απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες. Κι αυτό ενώ γνωρίζουμε ότι ο φερόμενος ως παιδοβιαστής Η. Μίχος είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο προφίλ όπου παρουσιαζόταν ως νεαρή γυναίκα.
Τα στοιχεία αυτά γίνονται στη συνέχεια αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης καθώς για κάποιες περιπτώσεις αναφέρεται και η κομματική ένταξη των «υπόπτων». Κι εκεί αρχίζει το πανηγύρι των troll στο διαδίκτυο με τα απεχθής #ΝΔ_παιδοβιαστές, #ΣΥΡΙΖΑ_Παιδοβιαστές κ.ο.κ. σε ένα ατελείωτο λασπόλουτρο.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, προχθές, όσο και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ σπεύδουν να διαγράψουν από μέλη τους δύο φερόμενους ως συνομιλητές της ανήλικης (χωρίς, είπαμε, να έχει αποδειχθεί ότι ήξεραν πως μιλάνε με ανήλικη) αποδεχόμενοι εξ υπαρχής την εγκυρότητα των διαρροών.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα: Έπραξαν σωστά τα κόμματα που έσπευσαν να δικάσουν και να καταδικάσουν σε διαγραφή τα μέλη τους;
Η απάντηση είναι πως ναι, καλά έκαναν! Κι αυτό διότι προηγουμένως είχαν σπεύσει με επίσημες ανακοινώσεις τους, όταν «έσκασε» η υπόθεση να ζητήσουν να βγουν στη δημοσιότητα όλα τα ονόματα από τη λίστα των 212 χρηστών που είχαν συνομιλήσει με το προφίλ της 12χρονης (δηλαδή του Η. Μίχου).
Η επόμενη ερώτηση είναι: έκαναν καλά τα κόμματα που ζήτησαν να βγουν στη δημοσιότητα όλα τα ονόματα από τη λίστα των 212 χρηστών;
Εμπεριστατωμένη απάντηση δίνει ο καθηγητής του Παντείου, Δημήτρης Χριστόπουλος: «Ακόμα και αν καταλαβαίνει κανείς ότι δεν εκκινούν όλοι και όλες από την «ανθρωποφαγία», αλλά από κίνητρα όπως η μη συγκάλυψη, θεωρώ το αίτημα ότι είναι νομικά απαράδεκτο και πολιτικά απολύτως λανθασμένο» και εξηγεί πως αυτό είναι ΚΑΙ νομικά ΚΑΙ πολιτικά απαράδεκτο.
Νομικά διότι «ο νόμος προβλέπει την κατ’ εξαίρεση δημοσιοποίηση φωτογραφιών κατηγορουμένων με μια συγκεκριμένη στόχευση: είτε να βρεθούν εφόσον κρύβονται, είτε να τους εντοπιστούν άλλα πιθανά θύματά τους από τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών. Κατά τα λοιπά, περιττό να θυμίσουμε ότι το τεκμήριο αθωότητας αφορά τους πάντες στον κόσμο αυτόν, ανεξάρτητα από την απέχθεια του εγκλήματος για το οποίο διώκονται. Είναι άλλο η δικαιοσύνη να τιμωρεί τους ενόχους βαριών εγκλημάτων και άλλο να τους διαπομπεύει».
Πολιτικά διότι «δεν διεκδικεί η Δεξιά παράταξη μονοπώλιο στους παιδεραστές και τους σωματέμπορους». Ούτε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα.
Ακόμη και ο Ηλίας Μίχος του οποίου το προφίλ στο Facebook ήταν γεμάτο με φωτογραφίες του αγκαλιά με μεγαλοστελέχη της ΝΔ δεν μπορεί να βαρύνει τη συντηρητική παράταξη, στο σύνολό της αλλά ούτε και εκείνους με τους οποίους φωτογραφίζεται και πιθανότατα χρησιμοποιεί ως «φερετζέ» των αθλιοτήτων του.
Όπως πολύ ορθά γράφει ο Αντώνης Γαλανόπουλος, διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε μόνο «αν κριθεί και αποδειχθεί ότι αυτή η ιδιότητα αξιοποιήθηκε για τη διάπραξη, τη διευκόλυνση, την προώθηση αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας, τη συγκάλυψη και αποφυγή της τιμωρίας ή την κραυγαλέα ευνοϊκή μεταχείριση. Οτιδήποτε άλλο διαχέει απλώς ένα κοινωνικό δηλητήριο που ακουμπά εν τέλει ενόχους και αθώους, προφανώς ευτελίζει εντελώς τον πολιτικό λόγο και συνήθως υπονομεύει τον νομικό πολιτισμό».
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ έπραξαν μέγα πολιτικό (και νομικό) ατόπημα ζητώντας τη δημοσίευση ονομάτων ταυτιζόμενοι με τις κραυγές του πλήθους στα κοινωνικά δίκτυα. Στο κάτω-κάτω τα πλήθη αλλά και οι μεμονωμένοι πολίτες δικαιούνται να οργίζονται, ενίοτε να χάνουν την ψυχραιμία τους, να κραυγάζουν όταν βλέπουν το απεχθές. Τα κόμματα όχι.
Οφείλουν να επεξεργάζονται τις πληροφορίες και να σταθμίζουν τα δεδομένα, να επιδιώκουν την αποτροπή της συγκάλυψης και την απόδοση ευθυνών. Να είναι ψύχραιμα στις αντιδράσεις τους.
Οφείλουν επίσης να μην πέφτουν στην παγίδα που στήνουν οι πολιτικές ηγεσίες της αστυνομίας και οι εκδότες των λαθρόβιων φυλλάδων.
Οφείλουν, τέλος, έστω και τώρα να αποσύρουν το αίτημα για δημοσιοποίηση όλων των ονομάτων πέραν εκείνων για τα οποία ο νόμος προβλέπει την κατ’ εξαίρεση δημοσιοποίηση φωτογραφιών κατηγορουμένων με μια συγκεκριμένη στόχευση: είτε να βρεθούν εφόσον κρύβονται, είτε να τους εντοπιστούν άλλα πιθανά θύματά τους,
Αν τα κόμματα επιμείνουν στην τακτική του «με αυτά που είπαμε στην αρχή δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω τώρα» σε βάρος της τιμής και της υπόληψης ανθρώπων που δεν έχουν κατηγορηθεί για κάτι που έκαναν, αυτό θα είναι πολιτικά χυδαίο και ανήθικο. Το ίδιο χυδαίο και ανήθικο με το να έκρυβαν και να συγκάλυπταν την αποδεδειγμένη ενοχή μελών τους.