«Οι όροι για τη δημιουργία ‘‘αυτοδύναμων’’ ή συνεργατικών κυβερνήσεων είναι ιστορικοί. Μεταβάλλονται από τον συσχετισμό πολιτικής δύναμης και τις επιδιώξεις των πολιτικών δυνάμεων», σύμφωνα με τον Γιάννη Καραγιάννη.
- «Την επιχειρηματολογία υπέρ των μονοκομματικών κυβερνήσεων αποδυναμώνει και το υψηλό τίμημα που καταβάλλεται για τη δημιουργία τους».
Ο ίδιος θέτει και το ζήτημα της πολιτικής κουλτούρας συνεργασίας, κάτι που θα κρίνει και την επιτυχία ή αποτυχία μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Παρά την ευρεία διάδοσή της, η αντίληψη ότι οι αυτοδύναμες, μονοκομματικής υποστήριξης, κυβερνήσεις είναι παράγοντας πολιτικής σταθερότητας και αποτελεσματικότητας, σε αντίθεση με αυτές της συνεργασίας, ελέγχεται ως προς την εμπειρική της επιβεβαίωση.
Κατά μείζονα λόγο, τον ισχυρισμό αυτό διαψεύδουν αρκετές περιπτώσεις χωρών με σταθερή όσο και αποτελεσματική κυβέρνηση συνεργασίας, παρά τα αντίθετα παραδείγματα που ασφαλώς συντρέχουν. Η επιλεκτική μνεία των τελευταίων, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν τεκμηριώνει τη μονομερή σύνδεση της κυβερνητικής σταθερότητας με τη μονοκομματική της υποστήριξη.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως το αίτημα για μονοκομματικής υποστήριξης κυβερνήσεις συνδέεται ως επί το πλείστον με μια ιστορική περίοδο στη διάρκεια της οποίας τα κράτη είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών, γεγονός το οποίο αναμφίβολα ενίσχυε την επιχειρηματολογία για την ανάγκη ύπαρξης ισχυρών κυβερνητικών πλειοψηφιών. Στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιότητας, όμως, όπου η συνθετότητα των ζητημάτων απαιτεί ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, το περιεχόμενο της κυβερνητικής λειτουργίας έχει μεταβληθεί σημαντικά.
Την επιχειρηματολογία υπέρ των μονοκομματικών κυβερνήσεων αποδυναμώνει και το υψηλό τίμημα που καταβάλλεται για τη δημιουργία τους.
Από την εγχώρια εμπειρία στη διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας μπορεί ευχερώς να διαπιστωθεί πως, με εξαίρεση την κυβέρνηση που προέκυψε στις ειδικές συνθήκες των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974, όλες οι μετέπειτα «αυτοδύναμες» κυβερνήσεις οφείλουν την ύπαρξή τους στη σημαντικά στρεβλωτική λειτουργία ενός κατάλληλα διαμορφωμένου για τον σκοπό αυτό εκλογικού συστήματος. Συνδυαστικά με την εκλογική μηχανική, στη δημιουργία μονοκομματικών κυβερνήσεων λειτουργούν η πολεμική ρητορική πόλωσης, η διόγκωση των προσωπικών πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες, καθώς και μηχανισμοί εκβίασης της πειθάρχησης στο εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων.
Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες λειτουργούν ως αυτο-εκπληρούμενη προφητεία, έχουν σημαντικές συνέπειες. Η αποδυνάμωση του Κοινοβουλίου, η αδιαφάνεια, η διαφθορά και η έλλειψη λογοδοσίας στην κυβερνητική λειτουργία, καθώς και η πλειοδοσία και οξεία πολιτική ρητορική των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, καθότι χωρίς ουσιαστική επίπτωση στην κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την αποστασιοποίηση των πολιτών, τη δυσπιστία έναντι των θεσμών, τη διάχυση της καχυποψίας, τη συνωμοτική πρόσληψη των πολιτικών διαδικασιών και την ισοπεδωτική κριτική.
- Στις συνθήκες αυτές, δεν κλονίζεται μόνο η -συζητήσιμη σε κάθε περίπτωση- κυβερνητική αποτελεσματικότητα, αλλά η ίδια η δημοκρατία. Παρά τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα και την αποτελεσματικότητά τους, οι «αυτοδύναμες» κυβερνήσεις της περιόδου 1974-2009 συνδέονται άρρηκτα με την πολύμορφη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση την οποία διέρχεται έκτοτε η χώρα.
Οι όροι για τη δημιουργία «αυτοδύναμων» ή συνεργατικών κυβερνήσεων είναι ιστορικοί. Μεταβάλλονται από τον συσχετισμό πολιτικής δύναμης και τις επιδιώξεις των πολιτικών δυνάμεων. Όπως και άλλες χώρες, η ελληνική κοινωνία και πολιτεία καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει τάχιστα τα κρίσιμα προβλήματα που καταγράφονται στο πολιτικό σύστημα.
- Το περιορισμένο εύρος των πολιτικών επιλογών της χώρας και οι εξωτερικοί καταναγκασμοί που συντρέχουν διαμορφώνουν επίσης πεδίο για πιθανές συγκλίσεις και συνεργασίες, χωρίς να θυσιάζονται οι ευδιάκριτες πολιτικές θέσεις. Απαιτείται ασφαλώς να συνειδητοποιηθεί πως η εκλογική διαδικασία στοχεύει πρωτίστως στο να αποτυπωθεί ο εκάστοτε συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων και να «απεικονισθεί» στο Κοινοβούλιο. Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται να είναι ακριβής.
Στις συνθήκες αυτές, οι πολιτικές δυνάμεις δεν αξιολογούνται μόνο με γνώμονα το πολιτικό τους σχέδιο, τη συνοχή και την αξιοπιστία του, αλλά και από το πως προσαρμόζονται και πολιτεύονται σε συνθήκες πραγματικών συσχετισμών πολιτικής και εκλογικής ισχύος. Πρωτίστως, από το εάν και κατά πόσο συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας συνεργασίας η οποία ευνοεί τη συμμετοχή των πολιτών και αποτρέπει την ιδιώτευσή τους.
Απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή, για να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος για του που και πως θα κατευθυνθεί η χώρα. Διαφορετικά, οι τεχνητές πλειοψηφίες δημιουργούν επίπλαστες ευημερίες και αντιστρόφως.