Η ανάλυση της ψήφου στις αμερικανικές εκλογές αποκαλύπτει, εδώ και αρκετές δεκαετίες πλέον, μια διχασμένη κοινωνία. Οι γυναίκες, οι νέοι κάτω των 30 ετών και οι Αφροαμερικάνοι προτιμούν σε συντριπτικά ποσοστά τους υποψηφίους των Δημοκρατικών, ενώ οι άνω των 55 ετών, οι λευκοί και οι κάτοικοι μικρών πόλεων και αγροτικών περιοχών προτιμούν σε εξίσου συντριπτικά ποσοστά τους Ρεπουμπλικάνους.
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, δηλαδή οι εκλογές που διενεργούνται στο μέσο της προεδρικής θητείας με αντικείμενο την εκλογή του συνόλου των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, του ½ της Γερουσίας και περίπου των δύο τρίτων των κυβερνητών στις πολιτείες, επιβεβαίωσαν αυτήν την εικόνα, παρότι το εύρος της υπεροχής των Δημοκρατικών στα ευνοϊκά για αυτούς στρώματα μειώθηκε, σε σύγκριση με τις ενδιάμεσες του 2018, ως συνέπεια της γενικότερα «χαμηλής πτήσης» της τρέχουσας προεδρικής πλειοψηφίας. Παρόλα αυτά, ήταν η ψήφος αυτών των στρωμάτων που έφερε την ιδιότυπη ισοπαλία για τους Δημοκρατικούς σε μια αναμέτρηση που θεωρούνταν εξ αρχής χαμένη για αυτούς.
Ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο τα πιεσμένα από την ακρίβεια ευάλωτα στρώματα γυναικών, νέων και Αφροαμερικανών προσπέρασαν την απόδοση ευθύνης για την οικονομία στη διακυβέρνηση Μπάιντεν και στήριξαν τους Δημοκρατικούς;
Η απάντηση βρίσκεται σε ένα πρόσωπο: στον πρώην Πρόεδρο Τραμπ. Ενέργειες και στάσεις του Προέδρου Τραμπ, ακόμα και δύο χρόνια μετά την ήττα του το 2020, συνεχίζουν να στοιχειώνουν την πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα. Η απαγόρευση των αμβλώσεων, η ανοχή στην αστυνομική βία σε βάρος Αφροαμερικανών, η υπεράσπιση της οπλοκατοχής ή η άρνηση υπογραφής από τις ΗΠΑ διεθνών συνθηκών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θέσεις και ενέργειες που ταυτίστηκαν ευθέως με τον Τραμπ, ενεργοποίησαν την έντονη συμμετοχή στις κάλπες των γυναικών, των Αφροαμερικανών και των νέων.
Ογκώδης έρευνα του Πανεπιστημίου του Σικάγο σε δείγμα 120.000 ψηφοφόρων αποκαλύπτει ότι μεταξύ εκείνων που προέβαλαν ως το πλέον σημαντικό πρόβλημα της χώρας τις αμβλώσεις, την οπλοκατοχή ή την κλιματική αλλαγή, το ποσοστό των Δημοκρατικών έφτανε στο 80%, ενώ την ίδια ώρα μεταξύ εκείνων που δήλωναν ότι η οικονομία είναι το πλέον σημαντικό πρόβλημα της χώρας, οι Ρεπουμπλικάνοι ξεπέρασαν το 65%.
Η αγωνία για την πορεία της οικονομίας της χώρας λειτούργησε εμφανώς σε βάρος της προεδρικής πλειοψηφίας και υπήρξε άλλωστε το σημαντικότερο ζήτημα σχεδόν για τους μισούς ψηφοφόρους. Όμως τα λεγόμενα «μετά-υλιστικά» ζητήματα –των αμβλώσεων της οπλοκατοχής ή του κλίματος– συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον αξιοσημείωτου όγκου εκλογέων (περίπου το 30% αθροιστικά για τα συγκεκριμένα τρία θέματα) και τελικά αναχαίτισαν το «κόκκινο κύμα», δηλαδή την ευρεία νίκη των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο.
Πίσω από την ανάδειξη και των τριών θεμάτων που τελικά έφεραν την ισοπαλία, ή καλύτερα στέρησαν τη νίκη από τους Ρεπουμπλικάνους, βρίσκεται λοιπόν ο Πρόεδρος Τραμπ.
Ο ίδιος φαίνεται να βρίσκεται πίσω και από ένα άλλο ζήτημα που κατέλαβε υψηλή θέση στη δημόσια ατζέντα: την εμπιστοσύνη στην εκλογική διαδικασία. Η επίμονη άρνηση αποδοχής από τον Τραμπ των αποτελεσμάτων του 2020 και η σιωπηρή στήριξη από μέρους του της εισβολής στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 μετέβαλαν την ίδια την εκλογική διαδικασία σε κομβικό ζήτημα.
Περίπου τα ¾ των ψηφοφόρων δήλωσαν στην έρευνα που αναφέρθηκε προηγουμένως ότι εμπιστεύονται τη διαδικασία και μεταξύ αυτών το 60% στήριξαν τους Δημοκρατικούς, ενώ την ίδια στιγμή μεταξύ εκείνων που αμφισβητούσαν την καθαρότητα της εκλογικής διαδικασίας οι Ρεπουμπλικάνοι συγκέντρωσαν το 85%. Όμως οι αμφισβητίες, ή αλλιώς «οι αρνητές των εκλογών του 2020», δεν ξεπερνούσαν το 25% του εκλογικού σώματος.
Προφανώς και το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό για μια σύγχρονη δημοκρατία, όμως το πλέον σημαντικό για την ερμηνεία των εκλογών είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό ώθησε προς τα επάνω την εκλογική συμμετοχή εκείνων που εμπιστεύονται την εκλογική διαδικασία και γενικότερα τη λειτουργία των θεσμών. Ο Τραμπ μετατρέπεται στον αδύναμο κρίκο των Ρεπουμπλικάνων.
Ίσως δεν είναι το μόνο πρόσωπο που λειτουργεί σε βάρος του κόμματός του. Τα πρόσωπα συχνά ενεργοποιούν ή και οξύνουν απόψεις που ήδη έχουμε για τους πολιτικούς αντιπάλους μας. Η ακρότητα του χαρακτήρα του Τραμπ είναι σίγουρα ένα τέτοιο παράδειγμα.
Για μεγάλα τμήματα του αμερικανικού ακροατηρίου οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν πάντα ακραίοι και ο Τραμπ κάνει αυτήν την εικόνα καθαρότερη. Ομοίως όμως και η φυσική αδυναμία του Προέδρου Μπάιντεν οξύνει την πάγια εντύπωση ότι οι Δημοκρατικοί είναι αδύναμοι και χωρίς πολιτική πυγμή. Ο ψηφοφόρος κάνει συχνά αυτήν την αναγωγή των ιδιοτήτων ενός ηγέτη στις ιδιότητες του κόμματος του ηγέτη και τελικά όλων των ψηφοφόρων του κόμματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center, το 85% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων είναι κλειστόμυαλοι, ενώ το 65% των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων ότι οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών είναι τεμπέληδες, ή σε κάθε περίπτωση μη ικανοί να παράγουν έργο.
Τα ποσοστά αυτά καταγράφονταν 30 μονάδες χαμηλότερα πριν από πέντε μόλις χρόνια. Η ανέκαθεν διχασμένη αμερικανική κοινωνία μοιάζει τώρα να διχάζεται περαιτέρω με όχημα τα ίδια τα κεντρικά πρόσωπα των δύο κομμάτων.