Τα τελευταία χρόνια, καθώς δημοκρατίες και δικτατορίες περνούν δύσκολους καιρούς και η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, έχει προκύψει ένα παράδοξο φαινόμενο. Τούτο, σε συνάρτηση με τις δημοκρατίες, μας δείχνει πως μετά τρεις και πλέον δεκαετίες κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων ιδεών και πρακτικών στην οικονομία, μια πρόσθετη παρενέργεια είναι ότι έχει τροφοδοτηθεί ο ακροδεξιός λαϊκισμός.
Του Γιάννη Λούλη
Οπως θα δούμε, δύο χώρες με μακρά δημοκρατική παράδοση, η Αμερική και η Βρετανία, απέκτησαν λαϊκιστές και φυσικά επικίνδυνους ηγέτες. Η Αμερική βίωσε την πρωτοφανή προσωπικότητα του Τραμπ ως προέδρου και την ακραία πολωτική παρουσία του. Ενώ η Βρετανία, ύστερα από την εμπειρία με τον Μπόρις Τζόνσον πρωθυπουργό, θα περνούσε από το αυτοκαταστροφικό Brexit, τις πληγές που άνοιξαν και το χάος που ακολούθησε.
Ολα αυτά τα χρόνια, πάντως, οι παραδοσιακές νεοφιλελεύθερες ηγεσίες, παρά τα λάθη τους και τα κοινωνικά ρήγματα που προκάλεσαν, δεν κυριαρχούνταν από λαϊκιστικές ιδεολογίες. Τα δόγματά τους –διότι βεβαίως ήσαν δογματικές– ήσαν κυρίως επικίνδυνα, διότι θεοποιούσαν τις ελεύθερες αγορές, οι οποίες, όταν ήσαν ανεξέλεγκτες από ένα κράτος ρυθμιστή, διεύρυναν όλο και περισσότερο τις ανισότητες. Θάτσερ στη Βρετανία και Ρίγκαν στην Αμερική θα έδιναν το έναυσμα για τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία, κάτι «νέο» (αλλά παλιό στην ουσία του), σε εποχές που το θαυματουργό μεταπολεμικό μοντέλο, με το κράτος ως πρωταγωνιστή, φάνταζε πλέον κουρασμένο.
Κι όμως… Τη μεταπολεμική εποχή συντελέστηκε το οικονομικό θαύμα της αναστήλωσης της Δυτικής Ευρώπης και της δημιουργίας κρατών πρόνοιας, σαν δίχτυ προστασίας για όλη την κοινωνία. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήσαν πρωτοφανείς. Ο καπιταλισμός της εποχής ενσωμάτωνε και προστάτευε όλους τους πολίτες. Εγινε γνωστός ως «ενσωματωμένος φιλελευθερισμός». Σύμβολά του ήσαν ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ (γνωστός ως FDR) που διαχειρίστηκε σωτήρια, με το κράτος ασπίδα όλης της κοινωνίας και μοχλό ανάπτυξης, την παγκόσμια οικονομική κρίση ενός ασύδοτου καπιταλισμού, το 1929. Με σοφό οικονομολόγο, επί δεκαετίες, τον Βρετανό Κέινς, και πρότυπο κράτος πρόνοιας μετά τον πόλεμο, για όλη την Ευρώπη, εκείνο που έχτισε ο ηγέτης των Εργατικών στη Βρετανία, Κλέμεντ Ατλι.
Σε ώρες κρίσεων, οι κοινωνίες (ειδικά οι δημοκρατικές) ψάχνουν για κάτι νέο. Το «νέο» των Ρίγκαν και Θάτσερ, όμως, ερχόταν από το παρελθόν. Απλώς, φάνταζε νέο! Και οι δύο ήσαν δογματικοί ιδεολόγοι. Η Θάτσερ, σταδιακά, έγινε όλο και πιο ακραία. Θα έκανε την αδιανόητη δήλωση πως «δεν υπάρχει κάτι που να χαρακτηρίζουμε ως κοινωνία» (there is no such thing as society), καθώς «υπάρχουν μόνο άτομα». Ο Ρίγκαν θα ευνοούσε προκλητικά τις οικονομικές ελίτ, δηλώνοντας πως οι πολιτικές του, που ενίσχυαν τους εύπορους, εκ των άνω προς τα κάτω, σταδιακά θα ενίσχυαν τους ευάλωτους (trickle down effect). Οι ανισότητες, πλέον, θα μειώνονταν. Στην πράξη, βεβαίως, εκτινάχθηκαν. Χρόνια αργότερα, το 2021, σε δημοσκοπήσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών (δύο στους τρεις) έλεγαν πως τούτη η διανομή πλούτου –από τα πάνω προς τα κάτω– δεν συνέβη ποτέ. Αντίστοιχη έρευνα στην Ευρώπη, σε 18 χώρες, έδειξε επίσης πως αποτελεί μύθο ο ισχυρισμός πως η μείωση των φόρων των πλουσίων τροφοδοτεί την ανάπτυξη. Ενα τέτοιο μέτρο –υπογραμμιζόταν– απλώς αυξάνει τις ανισότητες!
Η εκτίναξη των ανισοτήτων στις καπιταλιστικές δημοκρατίες δεν ήταν μόνο έργο συντηρητικών δεξιών κυβερνήσεων. Αλλωστε, ακολούθησε ένα κύμα κεντροαριστερών κυβερνήσεων. Αυτές, υπήρξαν (κατά κανόνα) βασιλικότερες του βασιλέως σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Βεβαίως με ένα «προοδευτικό» επίχρισμα. Το έναυσμα έδωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον. Πιστός μιμητής του ήταν ο Βρετανός Τόνι Μπλερ, πουλώντας «μοντερνισμό» πίσω από τον νεοφιλελευθερισμό του. Ουρά ήταν ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, που κατέληξε πλούσιο στέλεχος της ρωσικής Gazprom.
Ως απόλυτος αμοραλιστής. Και λίγο αργότερα, ήρθε η παγκόσμια κρίση του 2007-2008 από την Αμερική και τις «αγορές» οι οποίες είχαν μείνει ανεξέλεγκτες. Οι ανισότητες ήσαν πιο μεγάλες παρά ποτέ. Περιθωριοποιημένοι πολίτες έγιναν γνωστοί ως «οι ξεχασμένοι της ζωής» ή, στην καλύτερη περίπτωση, εκείνοι που «έμειναν πίσω» (the left behind). Είχε έρθει η ώρα να ξεπηδήσουν ακραίοι δεξιοί λαϊκιστές: από τον Τραμπ στην Αμερική έως τον Μπόρις Τζόνσον στη Βρετανία. Αντί για ιδεολογία, τι πουλούσαν; Συναίσθημα! Οργή! Ετσι θα κέρδιζαν τους «ξεχασμένους» και εκείνους που «έμειναν πίσω».
Τεράστια ευθύνη για την εκτίναξη των ανισοτήτων και την κρίση του 2008 είχε ο επί μία εικοσαετία κρυπτονεοφιλελεύθερος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας (FED) Αλαν Γκρίνσπαν, που έναν χρόνο πριν από την οικονομική έκρηξη θεωρούνταν ιδιοφυΐα. Απέσυρε κάθε κρατικό έλεγχο από τις αγορές, πιστεύοντας, ως ζηλωτής των ασύδοτων αγορών, ότι αυτές θα αυτορρυθμίζονταν! Ενώ, κάτω από σκληρή κριτική στο Κογκρέσο, το 2008, χλομός και τρεμάμενος, θα έλεγε: «Εκανα λάθος! Πίστεψα στην αυτορρύθμιση των αγορών». Ο Ομπάμα, μπροστά στην κρίση, κρύφτηκε πίσω από νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους για να ικανοποιήσει τις οικονομικές ελίτ. Αποτέλεσμα, το 2009-2012 το πλουσιότερο 10% αύξησε τα κέρδη του κατά 120%, την ώρα που το λιγότερο εύπορο 90% έχανε το σχεδόν 20% του πλούτου του! Ταυτόχρονα, η αμερικανική μεσαία τάξη «έσπαγε» σε ομάδες πολιτών με πτωτική κλιμάκωση προς τα κάτω και μεγάλη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους (βλ. Robert Reich: «Saving Capitalism»). Η ώρα του δεξιού λαϊκιστή Τραμπ να κερδίσει τους «ξεχασμένους» της ζωής ερχόταν. Ο δογματικός νεοφιλελευθερισμός, λοιπόν, έσπρωχνε έναν ακροδεξιό λαϊκιστή στην εξουσία. Αυτός εμφανιζόταν –κυριολεκτικά– από το «πουθενά». Με το εθνικιστικό σύνθημα «πρώτα η Αμερική»!
Τα όσα συνέβησαν, λοιπόν, στην τραμπική Αμερική και ακόμη πιο πρόσφατα στη Βρετανία, με το Brexit και τα λαϊκιστικά παρακλάδια του, δεν ήταν κάτι τυχαίο, ούτε ουρανοκατέβατο ως φαινόμενο. Μάλιστα, όλα ξεκίνησαν και στις δύο χώρες το μοιραίο 2016: για τον Τραμπ, τον Νοέμβριο, και για τον Τζόνσον, τον Ιούνιο! Και οι δύο λαϊκιστές θα κέρδιζαν το στοίχημά τους. Και φτάνουμε τώρα στην καρδιά της ανάλυσής μας: τι το κοινό υπήρχε στις δύο αυτές χώρες, πέραν του λαϊκισμού; Ενας κορυφαίος στατιστικολόγος (ο Branko Milanovic) δίνει την απάντηση στο βιβλίο «Global Inequality»: Και στις δύο χώρες ο πλούτος κατέληγε στο πιο εύπορο 5%. Και στις δύο χώρες η μεσαία τάξη τεμαχιζόταν και κομμάτια της κατέβαιναν σκαλοπάτια (Milanovic, Bartels, Gilens).
Αναλυτές στην Αμερική σημειώνουν πως η επιρροή και η ισχύς των οικονομικών ελίτ στη χώρα τους είναι πιο μεγάλη παρά ποτέ. Αυτούς, σε μεγάλο βαθμό, υπακούουν τα νομοθετικά σώματα. Ο Μπάιντεν, ειδικά στη Γερουσία, πέρασε ελάχιστες από τις αρκετά τολμηρές μεταρρυθμίσεις του, καθώς Δημοκρατικοί γερουσιαστές υπάκουσαν στους πανίσχυρους χρηματοδότες τους. Στη Βρετανία, μεγάλα τμήματά της (ειδικά στον Βορρά) βρίθουν από «ξεχασμένους της ζωής». Οι πιο «λαϊκές» περιοχές έδωσαν καθαρή νίκη στο Brexit. Οσοι το ψήφισαν, ανάβλυζαν από οργή. Ολόκληρες περιοχές ένιωθαν ότι «έμειναν πίσω». Το Brexit αποτέλεσε συναισθηματική έκρηξη που καλλιέργησε η λαϊκιστική «παρέα» του Τζόνσον. Το αποτέλεσμα ήταν «υπέρ» 51,9%, έναντι 48,1%. Επειδή η Αγγλία είχε τις πιο έντονες ανισότητες, και άρα την πιο έντονη οργή, το Brexit κέρδισε 53,4% έναντι 46,6%.
Ο ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος, ο υπερφίαλος και ρηχός Κάμερον, που προκάλεσε δημοψήφισμα, παραιτήθηκε. Ο επιφανειακός, ψευδοχαρισματικός και αμοραλιστής Συντηρητικός Τζόνσον, που κέρδισε, έγινε πρωθυπουργός. Καταστράφηκε από την αλαζονεία και τη χαοτικότητά του. Τον αντικατέστησε η υπερ-νεοφιλελεύθερη Τρας που πίστευε πως η δραστική μείωση του φόρου των πλουσίων θα φέρει την ανάπτυξη! Μόλις ανακοίνωσε την ανοησία αυτή, και με δεδομένα τα ελλείμματα της χώρας, οι αγορές γκρέμισαν τη στερλίνα. Η Τρας παραιτήθηκε και την αντικατέστησε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Σούνακ, που όμως οδεύει σε καθαρή ήττα.
Ετσι, ο συνετός, συγκρατημένος και μεθοδικός ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, Κιρ Στάρμερ, είναι ουσιαστικά πρωθυπουργός εν αναμονή. Με δημοσκοπική διαφορά άνω του 20%. Με ριζικά νέο και σύγχρονο επιτελείο. Να, λοιπόν, που υπάρχουν στην ευρύτερη Κεντροαριστερά ηγέτες τους οποίους δεν τους έχει καταπιεί το τέλμα του κομματικού τους μικρόκοσμου! Διότι βεβαίως, όταν επιβάλλεται, τολμούν να αλλάξουν συθέμελα τα κόμματά τους!
* Επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το «Ανομος κόσμος – Πώς φτάσαμε στην εποχή Τραμπ», εκδ. Καστανιώτη, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr
Πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών