«Οι περισσότεροι άνθρωποι με προειδοποίησαν σχετικά με το κόστος της παραίτησης. Μόνο οι σοφότεροι με προειδοποίησαν για το κόστος του να μην τα παρατήσω», γράφει στο άρθρο του με τίτλο «Η παραίτηση είναι υποτιμημένη» ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Tim Harford, γνωστός και ως “The Undercover Economist” από την ομώνυμη στήλη του στους Financial Times.
«Είμαι μαχήτρια και δεν τα παρατάω εύκολα», είπε η Λιζ Τρας, μια μέρα πριν παραιτηθεί. Επαναλάμβανε τα λόγια που είχε πει ο βουλευτής Peter Mandelson πριν από δύο δεκαετίες, αν και εκείνος είχε επιλέξει καλύτερο τάιμινγκ για αυτήν του την τοποθέτηση: το είπε αφού κέρδισε έναν πολιτικό αγώνα και όχι ενόσω έχανε έναν.
Αυτό όμως που είναι περίεργο, επισημαίνει ο Harford, είναι πως το να είσαι «μαχητής» (fighter) δεν είναι ακριβώς κομπλιμέντο. Είναι μια πολύτιμη ποιότητα σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν είναι μια λέξη που θα χρησιμοποιούσε κανείς στο βιογραφικό του.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με τον όρο «quitter» (αυτός που τα παρατάει): αποτελεί ξεκάθαρη προσβολή. Αυτό είναι παράξενο, γιατί όχι μόνο υπάρχουν υπερβολικά πολλές μάχες στον κόσμο, αλλά δεν υπάρχει αρκετή παραίτηση… Είμαστε πολύ πεισματάρηδες, επιμένουμε σε μια ιδέα, μια δουλειά ή έναν ρομαντικό σύντροφο ακόμα κι όταν είναι σαφές ότι κάναμε λάθος. Τι καλύτερο παράδειγμα για αυτό, από τη δημοτικότητα της «ήσυχης παραίτησης», στην οποία οι κουρασμένοι νέοι εργαζόμενοι αρνούνται να εργαστούν πέρα από το προσυμφωνημένο ωράριο ή να αναλάβουν ευθύνες πέρα από την περιγραφή της θέσης εργασίας.
Θυμάμαι ότι ήμουν μέσα στη δυστυχία σε μια δουλειά στα 20 μου, και θυμάμαι επίσης πόση κοινωνική πίεση υπήρχε για να την κρατήσω για μερικά χρόνια για χάρη του βιογραφικού μου, γράφει ο Tim Harford. Ένα βιογραφικό με σύντομα περάσματα από δουλειές έχει το κόστος του, φυσικά. Αλλά αν είσαι νέος πτυχιούχος, το ίδιο συμβαίνει και με το να περάσεις δύο χρόνια από τη ζωή σου σε μια δουλειά που μισείς, ενώ συγκεντρώνεις δεξιότητες, εμπειρία και επαφές σε έναν κλάδο που επιθυμείς να εγκαταλείψεις.
Ό,τι εγκαταλείπετε ανοίγει χώρο για να δοκιμάσετε κάτι νέο. Όλα αυτά στα οποία λέτε «όχι» είναι μια ευκαιρία να πείτε «ναι» σε κάτι άλλο.
Στο νέο της βιβλίο, «Quit», η Annie Duke υποστηρίζει ότι όταν σταθμίζουμε αν πρέπει ή όχι να παρατήσουμε κάτι, οι γνωστικές μας προκαταλήψεις μας σπρώχνουν στη ζυγαριά υπέρ της επιμονής. Και η επιμονή είναι υπερεκτιμημένη. Για έναν καλό παίκτη πόκερ — και η Duke ήταν πράγματι πολύ καλή στο πόκερ — αυτό είναι προφανές. «Η βέλτιστη παραίτηση μπορεί να είναι η πιο σημαντική ικανότητα που διαχωρίζει τους σπουδαίους παίκτες από τους ερασιτέχνες», γράφει, προσθέτοντας ότι χωρίς την επιλογή να πας πάσο όταν δεν νιώθεις καλά με τα χαρτιά σου, το πόκερ δεν θα ήταν καθόλου παιχνίδι δεξιοτήτων. Οι έμπειροι παίκτες πάνε πάσο σε περίπου το 80 % των γύρων στη δημοφιλή παραλλαγή του Texas Hold’em. «Συγκρίνετέ το με έναν ερασιτέχνη, ο οποίος θα μείνει με τα αρχικά του χαρτιά πάνω από τον μισό χρόνο.»
Ποιες είναι αυτές οι γνωστικές προκαταλήψεις που μας ωθούν να επιμένουμε και να παραμένουμε όταν θα έπρεπε να παραιτηθούμε;
Το ένα είναι το φαινόμενο του μη ανακτήσιμου κόστους (sunk cost), όπου αντιμετωπίζουμε τα προηγούμενα κόστη ως λόγο για να συνεχίσουμε σε μια πορεία. Εάν βρίσκεστε στο αγαπημένο σας εμπορικό κέντρο, αλλά δεν μπορείτε να βρείτε κάτι που να αγαπάτε, θα έπρεπε να είναι άσχετο με το πόσο χρόνο και χρήμα σας κόστισε το να φτάσετε ως εκεί. Αλλά δεν είναι.
Πιέζουμε τους εαυτούς μας για να δικαιολογήσουμε τον κόπο που έχουμε ήδη κάνει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει περισσότερη σπατάλη. Η ίδια τάση ισχύει από τις σχέσεις μέχρι τα μεγάλα έργα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αντί να περικόψουμε τις απώλειές μας, συνεχίζουμε να επενδύουμε σε κάτι κακό. (Η πλάνη του χαμένου κόστους είναι παλιά είδηση για τους οικονομολόγους, αλλά χρειάστηκε ο βραβευμένος με Νόμπελ Richard Thaler να επισημάνει ότι αν ήταν αρκετά κοινή για να της έχει δοθεί ένα όνομα, τότε ήταν αρκετά κοινή και για να θεωρηθεί ως ανθρώπινη φύση.)
Η «προκατάληψη του status quo» τείνει επίσης να μας ωθεί να επιμείνουμε, όταν θα έπρεπε να σταματήσουμε. Η προκατάληψη αυτή επισημάνθηκε σε μια μελέτη του 1988 από τους οικονομολόγους William Samuelson και Richard Zeckhauser, και είναι μια τάση για επιβεβαίωση προηγούμενων αποφάσεων και προσκόλληση στην υπάρχουσα πορεία στην οποία βρισκόμαστε, αντί να κάνουμε μια ενεργή επιλογή για κάτι διαφορετικό. Η Duke είναι απογοητευμένη με τον τρόπο που πλαισιώνουμε αυτές τις επιλογές του status quo. «Δεν είμαι έτοιμος να πάρω μια απόφαση», λέμε. Όμως, όπως επισημαίνει σωστά η Duke, η μη λήψη απόφασης είναι από μόνη της απόφαση.
Πριν από μερικά χρόνια, ο Steve Levitt, συν-συγγραφέας του Freakonomics, δημιούργησε έναν ιστότοπο στον οποίον οι άνθρωποι που αντιμετώπιζαν δύσκολες αποφάσεις μπορούσαν να καταγράψουν το δίλημμά τους, να ρίξουν ένα κέρμα για να τους βοηθήσει να επιλέξουν και αργότερα να επιστρέψουν για να πουν τι έκαναν και πώς ένιωθαν για αυτό. Αυτές οι αποφάσεις ήταν συχνά πολύ δύσκολες, όπως η παραίτηση από μια δουλειά ή ο τερματισμός μιας σχέσης. Ο Levitt κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που αποφάσισαν να κάνουν μια σημαντική αλλαγή -δηλαδή, εκείνοι που παραιτήθηκαν – ήταν σημαντικά πιο ευτυχισμένοι έξι μήνες αργότερα από εκείνους που αποφάσισαν να μην προβούν σε αλλαγή – δηλαδή τους μαχητές.
Aν βρίσκεστε στο σημείο που ρίχνετε κορόνα-γράμματα για να σας βοηθήσει να αποφασίσετε αν θα παραιτηθείτε, θα έπρεπε να έχετε παραιτηθεί πριν από καιρό. «Είμαι ένας που τα παρατάει και όχι μαχητής». Δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικό σύνθημα. Αλλά ως εμπειρικός κανόνας για τη ζωή, έχω δει και χειρότερους.
Πηγή: Tim Harford, “The Undercover Economist”, Financial Times