Η μεγάλη αγωνία σύσσωμης της ελληνικής κοινωνίας, άρα και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, είναι το πως θα αντιμετωπιστεί αυτό το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας και πως θα περιοριστεί αυτή η ασφυκτική πίεση που ασκείται σε όλους τον τελευταίο χρόνο.
Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου Ε.Ε.Α και Επίτιμου Διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ.
Τα νοικοκυριά βλέπουν με απόγνωση ότι τα διαθέσιμα εισοδήματα δεν φτάνουν για να βγει ο μήνας, ενώ για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων τίθεται άμεσα θέμα βιωσιμότητας.
Και ο λόγος είναι προφανής. Όταν οι λογαριασμοί ενέργειας σε ένα μαγαζί είναι υψηλότεροι από το κόστος ενοικίου, όταν το λειτουργικό κόστος έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη και όταν οι τζίροι της πλειονότητας των επιχειρήσεων έχουν υποχωρήσει αισθητά εξαιτίας της αδυναμίας κατανάλωσης των πολιτών, η αγορά ουσιαστικά υπολειτουργεί.
Αυτό φαίνεται και από την πορεία της κατανάλωσης. Για παράδειγμα, στην αγορά της Αθήνας ικανοποιητική είναι η κίνηση μόνο στα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος εξαιτίας της παρουσίας των ξένων επισκεπτών. Σε όλα τα υπόλοιπα σημεία, όπου η αγορά απευθύνεται στους Έλληνες καταναλωτές, η κίνηση είναι περιορισμένη. Σύμφωνα με παράγοντες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, πριν από έναν χρόνο, μετά το κύμα της πανδημίας και την άρση των περιοριστικών μέτρων, υπήρξε μία τάση ανόδου όμως μετά τον περσινό Οκτώβριο, όταν και ξεκίνησε το ράλι ανόδου των τιμών, το κλίμα αντιστράφηκε και οι καταναλωτές «πάγωσαν» λόγω του κύματος ακρίβειας.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η κυβέρνηση έχει επιχειρήσει να περιορίσει για την κοινωνία τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας που την συνοδεύει, όμως όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα, δεν αρκούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί.
Γενικότερα, γίνεται μία σοβαρή προσπάθεια για την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, όμως αν δεν χτυπηθεί το πρόβλημα στη ρίζα του δεν μπορούμε να περιμένουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να παλεύουν για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και οι επιχειρήσεις για να κρατηθούν όρθιες. Ακόμα και διάφορες «ενέσεις», όπως για παράδειγμα η περιβόητη Black Friday, όπου στοχεύουν στην αύξηση της κατανάλωσης μέσω της μεγάλης μείωσης των τιμών διαφόρων προϊόντων, δεν μπορεί να στηρίξει την πλειονότητα των επιχειρήσεων.
Όπως έχει αποδειχθεί από την πρώτη στιγμή εφαρμογής της Black Friday, οι καταναλωτές στρέφονται κυρίως στην αγορά ηλεκτρονικών ειδών. Δεν θα κινηθεί κάποιος να αγοράσει ρούχα ή υποδήματα ή κάποια άλλα προϊόντα αλλά έναν υπολογιστή, ένα τάμπλετ, ένα ακριβό κινητό τηλέφωνο ή μία τηλεόραση.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξουν μέτρα που θα στηρίξουν πραγματικά την κατανάλωση. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών. Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει μία σειρά μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση, που θα εφαρμοστούν όμως το επόμενο διάστημα και κυρίως από το νέο χρόνο. Αναφέρομαι στην αύξηση των συντάξεων –πάνω από 7% αναμένεται να είναι- στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης καθώς και στο έκτακτο επίδομα ύψους 250 ευρώ για τους οικονομικά ασθενέστερους που θα δοθεί τα Χριστούγεννα. Με την εφαρμογή αυτών των μέτρων είναι πάρα πολύ πιθανό να δοθεί και μία «ανάσα» στην πολύπαθη αγορά. Τονίζω όμως ότι δεν αναμένεται κάτι για αυτή την περίοδο. Για αυτό και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών ζητά τη μείωση φορολογικών συντελεστών, όπως του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, προκειμένου και τα νοικοκυριά να στηριχθούν αλλά και να κινηθεί το χρήμα.
Η θέση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών είναι ξεκάθαρη. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαρτώνται στον απόλυτο βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες των πολιτών. Όσο αυτές αυξάνονται, τόσο υπάρχει η ελπίδα ότι θα ξεπεράσουμε τον σκόπελο αυτής της τόσο δύσκολης περιόδου. Αν όμως συνεχιστεί η φτωχοποίηση της κοινωνίας, τότε αυξάνεται και ο κίνδυνος να δούμε στο αμέσως επόμενο διάστημα ένα τσουνάμι από λουκέτα επιχειρήσεων. Και αυτό θα είναι βαρύτατο πλήγμα τόσο για το επιχειρείν, όσο και για την ίδια τη χώρα.