Φέτος, η ελληνική οικονομία μας έδωσε πολλές θετικές εκπλήξεις: μεγαλύτερη ανάπτυξη από αυτή που αρχικά προσδοκούσαμε, αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με υψηλή συμμετοχή των επενδύσεων και των εξαγωγών, αυξημένα φορολογικά έσοδα, γρήγορη αποκλιμάκωση του χρέους και χαμηλότερη ανεργία. Όμως ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί και η αύξηση των επιτοκίων φρενάρει την ανάπτυξη.
Παναγιώτης Λιαργκόβας*
Τι θα συμβεί τελικά; Μπορεί η κυβέρνηση να επηρεάσει τις εξελίξεις; Μολονότι πολλά εξαρτώνται από το εξωτερικό περιβάλλον, θεωρώ ότι υπάρχουν περιθώρια για την κυβέρνηση να αυξήσει τα θετικά αποτελέσματα. Θα αναφερθώ σε τέσσερα παραδείγματα.
(α) Προώθηση της ελκυστικότητας των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά την προσέλκυση ΑΞΕ. Ως αποτέλεσμα, τα τελευταία χρόνια οι ΑΞΕ αυξάνονται συνεχώς και σημειώνουν νέα ρεκόρ. Ωστόσο, δύο σημεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον, ένα σημαντικό μέρος των ΑΞΕ στην Ελλάδα αφορά την αγορά ακινήτων μέσω του προγράμματος χρυσής βίζας. Αυτές οι ΑΞΕ δεν έχουν το ίδιο ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομία, όπως οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Δεύτερον, η Ελλάδα πρέπει ακόμη να βελτιώσει το επιχειρηματικό της κλίμα, ιδίως μεταρρυθμίζοντας την πολύ αργή και αναποτελεσματική Δικαιοσύνη προκειμένου να προσεγγίσει τον μέσο όρο της ΕΕ στο απόθεμα εισερχόμενων ΑΞΕ.
(β) Προώθηση της ψηφιοποίησης. Όσον αφορά την ψηφιοποίηση, η Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι περισσότερες βελτιώσεις έχουν γίνει στη συνδεσιμότητα, όπου ανέβηκε στην 22η από την 27ηθέση. Ωστόσο, όλοι οι υπόλοιποι δείκτες υπολείπονται του μέσου όρου της ΕΕ και πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη για να καλυφθεί η διαφορά. Ειδικότερα, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει 1) τον αριθμό των επιχειρήσεων που παρέχουν εκπαίδευση σε θέματα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), 2) την κάλυψη σταθερών δικτύων VHCN, 3) την κάλυψη οπτικών ινών μέχρι τις εγκαταστάσεις, 4) τον αριθμό των ΜΜΕ με τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, 5) τον αριθμό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν το cloud, 6) τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, καθώς και τον αριθμό των προσυμπληρωμένων εντύπων.
(γ) Βελτίωση των επιδόσεων της (πράσινης) μετάβασης. Μεταξύ των ΑΞΕ, της ψηφιοποίησης και της πράσινης μετάβασης, οι καλύτερες επιδόσεις της Ελλάδας φαίνεται να αφορούν τις τελευταίες. Σύμφωνα με τον Δείκτη επιδόσεων μετάβασης (TPI), η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση με βαθμολογία 65,5, ελαφρώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο με βάση την περιβαλλοντική μετάβαση. Στην μετάβαση που αφορά την οικονομία, κοινωνία και διακυβέρνηση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η, 25η και 26η θέση αντίστοιχα. Οι τελευταίες κατατάξεις δείχνουν τον μακρύ δρόμο που πρέπει να διανύσει η Ελλάδα για να φθάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκεται σε καλό δρόμο, αν και η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις δραστηριότητες μεταφορών (τελευταία μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ) πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν στην ανακύκλωση, τις πράσινες μεταφορές, τις πράσινες πατέντες, τη δράση για το κλίμα και
τη βιώσιμη γεωργική πολιτική/στρατηγική.
(δ) Ενίσχυση του ρόλου της έρευνας και της καινοτομίας
Η έρευνα και η καινοτομία μπορούν να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στην προώθηση της βιωσιμότητας, της ανταγωνιστικότητας και της ανθεκτικότητας. Παρόλο που η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τις δαπάνες Ε&Α και μείωσε το χάσμα καινοτομίας τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ κάτω από την ΕΕ27 και την Ευρωζώνη στην ένταση Ε&Α, ιδίως στον επιχειρηματικό τομέα, και κατατάσσεται ως “μέτρια καινοτόμος”, με χαμηλή αποτελεσματικότητα Ε&Α στις αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και στις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας. Οι σημαντικότερες αδυναμίες του ελληνικού συστήματος καινοτομίας εντοπίζονται στις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και πατέντες, στην απασχόληση ειδικών στις ΤΠΕ, στην παροχή κατάρτισης στις ΤΠΕ στο προσωπικό των επιχειρήσεων, στις δαπάνες επιχειρηματικών κεφαλαίων και στην κρατική στήριξη της Ε&Α των επιχειρήσεων.
*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου