Σε διπλό κλοιό θα βρίσκονται τουλάχιστον έως και τα μέσα του 2023 τα νοικοκυριά, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο τον επιτοκιακό κίνδυνο, όσο και τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημά τους λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Τόσο στην Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και στις διοικήσεις των συστημικών ομίλων εκτιμούν ότι τα επόμενα τρίμηνα θα είναι δυσκολότερα για τους δανειολήπτες, ειδικά στη στεγαστική πίστη.
Η εγχώρια νομισματική αρχή στην τελευταία έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα σημειώνει ότι δεν μπορεί να διατυπώσει μία ασφαλή πρόβλεψη για το μέγεθος του προβλήματος που αναμένεται να δημιουργηθεί.
Από την άλλη, οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων θεωρούν ότι εάν η ανάπτυξη διατηρηθεί στη ζώνη του 2% το 2023, οι όποιες αρρυθμίες στα χαρτοφυλάκιά τους θα είναι διαχειρίσιμες.
Οι δύο κίνδυνοι
Αναγνωρίζουν πάντως ότι οι συνθήκες την ερχόμενη χρονιά θα είναι δυσμενέστερες. Κι αυτό διότι τα νοικοκυριά θα πληγούν ταυτόχρονα από δύο μέτωπα:
Α) Επιτοκιακός κίνδυνος
Η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχιστεί, με βάση τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών τουλάχιστον έως και το α΄ τρίμηνο του 2023.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η πλειονότητα των υφιστάμενων στεγαστικών δανείων είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί θα πιεστούν από την αύξηση των μηνιαίων δόσεων.
Πρόκειται για μία τάση που ξεκίνησε τον Ιούλιο μετά την πρώτη αναπροσαρμογή του βασικού επιτοκίου του ευρώ από την ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε το Σεπτέμβριο στο 4,5% από 3,90% τον Ιούνιο.
Η αύξηση ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 74 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 2,7%, Ιούνιος 2022: 2%), ενώ στις χορηγήσεις με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 4,1%, Ιούνιος 2022: 3,9%).
Σύμφωνα δε, με τα αποτελέσματα άσκησης ευαισθησίας που πραγματοποίησε συστημικός όμιλος στο χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών του δανείων, ενδεχόμενη άνοδος του euribor 3μήνου στο 3%, θα οδηγήσει σε μία μέση αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 10% στο μισό χαρτοφυλάκιο, ενώ στα υπόλοιπο το επιπλέον κόστος υπολογίζεται στο 20%-25%.
Β) Κίνδυνος Εισοδήματος
Η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της σχετικής ευχέρειας εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,7% το β’ τρίμηνο του 2022 έναντι του β’ τριμήνου του 2021, αλλά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε.
Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού λόγω των σημαντικών αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, των διατροφικών αγαθών και του μεταφορικού κόστους, αλλά και της συνακόλουθης διάχυσης των ανατιμήσεων στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, ασκεί σημαντικές πιέσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων.
Κατά τους οικονομολόγους της κεντρικής τράπεζας, οι πιέσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν τους πρώτους μήνες του 2023.
Τα αναχώματα
Ως ανάχωμα στους δύο προαναφερθέντες κινδύνους μπορούν να λειτουργήσουν δημοσιονομικά μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Επιπλέον, υποστηρικτικές στο διαθέσιμο εισόδημα θα είναι οι προαναγγελθείσες αυξήσεις στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα και στις συντάξεις από την ερχόμενη χρονιά.
Οι τράπεζες πάντως βρίσκονται σε επιφυλακή ώστε εφόσον παρουσιαστεί ανάγκη να εφαρμόσουν κατά περίπτωση προγράμματα ανακούφισης των πελατών τους.
Η υποστήριξη αυτή θα παρέχεται στοχευμένα σε δανειολήπτες που θα δουν τις δόσεις τους να αυξάνονται υπέρμετρα, δεδομένου του εισοδήματός τους.
Τέτοιες διευκολύνσεις θα μπορούσαν να αφορούν στην αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, ώστε η μηνιαία καταβολή να υποχωρήσει σε μόνιμη βάση ή στην πληρωμή μόνο τόκων για ένα διάστημα.
Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν και η πορεία της ελληνικής οικονομίας
Υπενθυμίζεται πως την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις φθινοπωρινές μακροοικονομικές προβλέψεις της.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022, το 2023 και το 2024 έχουν ως εξής:
- Η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 αναθεωρήθηκε επί τα βελτίω στο 6,0% από 4,0% προηγουμένως σύμφωνα με τις ενδιάμεσες καλοκαιρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ιούλιος 2022). Λαμβάνοντας υπόψιν τις θετικές ενδείξεις για ανθεκτικότητα της οικονομίας στις πληθωριστικές πιέσεις το τρίτο τρίμηνο 2022 (π.χ. κύκλος εργασιών επιχειρήσεων, δείκτης παραγωγής μεταποίησης και απασχόληση), η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 6,0% το 2022 ισοδυναμεί με συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας σε τριμηνιαία βάση το τέταρτο τρίμηνο 2022 (βλέπε Πίνακα 1). Παράλληλα, η πρόβλεψη της ετήσιας αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 αναθεωρήθηκε επί τα χείρω στο 1,0% από 2,4%, ωστόσο η σωρευτική εκτίμηση 2022-2023 είναι υψηλότερη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Τέλος, για το 2024 προβλέπεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης στο 2,0%, στηριζόμενη στη βελτίωση του διεθνούς περιβάλλοντος και στην αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
- Στην περίπτωση που επαληθευτούν οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024 θα είναι αυξημένο κατά 9,1% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 7,6% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Η εν λόγω επίδοση κατατάσσει την ελληνική οικονομία στην τρίτη θέση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης (πλην της Ιρλανδίας) σε όρους προβλεπόμενης σωρευτικής μεγέθυνσης 2022-2024 (έβδομη θέση 2020-2024), υπεραποδίδοντας έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης (βλέπε Σχήματα 1Α και 1Β). Παρά ταύτα, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024 προβλέπεται να είναι κατά πολύ μικρότερο σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (-17,5% σε σύγκριση με το 2007, βλέπε Σχήμα 2).
- Ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 10,0% το 2022 και στη συνέχεια να αποκλιμακωθεί στο 6,0% το 2023 και στο 2,4% το 2024.Το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στο 12,6% για το 2022 και το 2023 (από 14,8% το 2021) λόγω της αναμενομένης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης, ενώ για το 2024 αναμένεται ελαφρά συρρίκνωση στο 12,1%.
Εν κατακλείδι οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν:
- υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης σε όρους μεγέθυνσης την τριετία 2022-2024,
- απότομη επιβράδυνση άλλα όχι ύφεση το 2023,
- υψηλό πληθωρισμό τη διετία 2022-2023 και
- επιτάχυνση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024.
Ωστόσο, η Eurobank σημειώνει ότι οι προαναφερθείσες προβλέψεις συνοδεύονται από υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 7,3%, 7,4% και 6,9% του ΑΕΠ το 2022, 2023 και 2024 αντίστοιχα.