Με την επανεκλογή της δημοκρατικής Κάθριν Κορτέζ Μάστρο από τη Νεβάντα στη Γερουσία οι Δημοκρατικοί μόλις εξασφάλισαν τη διατήρηση του ελέγχου τους στο σώμα αυτό. Το αποτέλεσμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν έχει οριστικοποιηθεί, αναμένεται πάντως μια πολύ οριακή επικράτηση των Ρεπουμπλικανών. Αυτό σημαίνει ότι για τρίτη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε το κόμμα του σε αποτυχία στις διετείς εκλογές των ΗΠΑ. Το κόμμα του όμως δυσκολεύεται να τον ξεφορτωθεί.
Του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου
Ο Τραμπ συνεχίζει να είναι δημοφιλής στο 70% των Ρεπουμπλικανών, που αρκεί για του δώσει μεγάλη επιρροή στις προκριματικές εκλογές του κόμματός του, δεν επαρκεί ωστόσο για νίκες στις γενικές εκλογές. Όσο περισσότερο κυριαρχεί ο Τραμπ στις ειδήσεις πριν τις γενικές εκλογές, τόσο καλύτερα πηγαίνουν οι Δημοκρατικοί καθώς κινητοποιείται η βάση τους και αυξάνεται η προσέλευση των υποστηρικτών τους στις κάλπες.
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 αναμενόταν οι Ρεπουμπλικανοί να έχουν απώλειες, όπως συμβαίνει συνήθως στις πρώτες ενδιάμεσες εκλογές μιας προεδρίας για το κόμμα του προέδρου των ΗΠΑ. Λόγω της ενεργούς παρουσίας του προέδρου Τραμπ στους προεκλογικούς αγώνες πριν τις γενικές εκλογές, οι απώλειες των Ρεπουμλικανών έφτασαν τις 41 έδρες επί συνόλου 435 βουλευτών, απώλειες πάνω από τον μέσο όρο που έδωσαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων στους Δημοκρατικούς.
Στις εκλογές του 2020 ο δημοκρατικός υποψήφιος για την προεδρία Τζο Μπάιντεν κράτησε χαμηλό προφίλ, αφήνοντας τον πρόεδρο Τραμπ να κυριαρχεί στις ειδήσεις βάζοντας αυτό-γκολ. Ο Μπάιντεν νίκησε τις προεδρικές εκλογές με διαφορά επτά εκατομμυρίων ψήφων. Σε αντιδιαστολή με την ήττα του Τραμπ, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων χωρίς όμως να αποκτήσουν τον έλεγχο του σώματος. Εξαιτίας της άρνησης του Τραμπ να δεχθεί την ήττα του και των αβάσιμων καταγγελιών του για νοθεία υπέρ του Μπάινταν οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν την επαναληπτική εκλογή για έδρα της Τζόρζια στη Γερουσία στις αρχές του Ιανουαρίου 2021 και απώλεσαν τον έλεγχο του σώματος.
Στις ρεπουμπλικανικές προκριματικές εκλογές το 2022 ο Τραμπ υποστήριξε μόνο υποψήφιους που συμφωνούσαν δημοσίως με τις αβάσιμες καταγγελίες του περί νοθείας στις προεδρικές εκλογές του 2020. Πρέπει να τονιστεί, ότι εξήντα προσφυγές της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ στη δικαιοσύνη στα τέλη του 2020 για δήθεν νοθείες απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια ως αβάσιμες ακόμα και από δικαστές που διόρισε ο ίδιος ο Τραμπ. Ο δικός του Υπουργός Δικαιοσύνης Μπιλ Μπαρ δήλωσε τον Δεκέμβριο 2020 ότι δεν υπήρξε νοθεία. Επομένως, ενίοτε οι υποψήφιοι που υιοθέτησαν τον αβάσιμο ισχυρισμό του ήταν άτομα που ειδάλλως δεν είχαν καμία ελπίδα να κερδίσουν στις προκριματικές. Πολλοί από αυτούς που κέρδισαν τις προκριματικές, σε κάποιες περιπτώσεις με την κυνική υποστήριξη των Δημοκρατικών, αποδείχθηκαν αδύναμες υποψηφιότητες και ηττήθηκαν στις γενικές εκλογές.
Λόγω του πληθωρισμού, της αυξημένης εγκληματικότητας και των αυξημένων εισροών λαθρομεταναστών, καθώς και της χαμηλής δημοτικότητες του Μπάιντεν, οι Ρεπουμπλικανοί ανέμεναν σαρωτική νίκη στις ενδιάμεσες εκλογές φέτος. Ο επικεφαλής τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι προέβλεψε ότι θα αύξαναν τη δύναμή τους στο σώμα κατά 60 έδρες.
Ο Μπάιντεν όμως κράτησε πάλι χαμηλό προφίλ, βάζοντας μπροστά κατά την προεκλογική περίοδο τον δημοφιλέστερο Μπαράκ Ομπάμα και αφήνοντας τον αυτοκαταστροφικό Τραμπ να βάζει πάλι αυτό-γκολ κυριαρχώντας στις ειδήσεις. Ως εκ τούτου, οι Δημοκρατικοί διατήρησαν τον έλεγχο της Γερουσίας, που θα είχαν απωλέσει αν έχαναν μία μόλις έδρα, ενώ η ρεπουμπλικανική επικράτηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα είναι οριακή.
Το ότι η ρεπουμπλικανική αποτυχία οφείλεται στον Τραμπ φαίνεται από τις εκλογικές επιτυχίες εσωκομματικών αντιπάλων του. Τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές ο Τραμπ επιτέθηκε στον ρεπουμπλικανό κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις και τον προειδοποίησε να μην διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Στις δημοσκοπήσεις ο Ντε Σάντις είναι ο μόνος προς το παρόν που απειλεί τον Τραμπ για το προεδρικό χρίσμα του κόμματός τους. Η επανεκλογή του με σχεδόν 60% σε μια πολιτεία που θεωρείτο οριακή αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρίαμβο των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές και πήρε μεγάλη προβολή στα δεξιά ΜΜΕ. Καθώς οι Ρεπουμπλικανοί νίκησαν για πρώτη φορά έπειτα από μια εικοσαετία στη πολυπληθή κομητεία Μαϊάμι Ντέιντ, ο Ντε Σάντις πιστώνεται την αλλαγή της Φλόριντα από οριακή σε «κόκκινη» πολιτεία.
Επιπλέον, για ενάμιση χρόνο ο Τραμπ εξαπέλυε επιθέσεις ενάντια στον ρεπουμπλικανό κυβερνήτη της Τζόρτζια Μπράιαν Κεμπ, επειδή δεν διέπραξε νοθεία για να ανατρέψει τη νίκη του Μπάιντεν στην πολιτεία το 2020. Παρά τις επιθέσεις του Τραμπ, ο Κεμπ κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στις προκριματικές εκλογές και επανεξελέγη κυβερνήτης με διαφορά οκτώ ποσοστιαίων μονάδων. Αντίθετα, ο τραμπικός υποψήφιος στην ίδια πολιτεία για γερουσιαστής Χερσελ Ουάκερ πήρε μόνο 49%, όπως και ο δημοκρατικός αντίπαλός του, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να διεξαχθεί επαναληπτική εκλογή τον Δεκέμβριο, καθώς στη Τζόρτζια χρειάζεται πάνω από 50% των ψήφων για νίκη στις εκλογές.
Πληθαίνουν πλέον οι φωνές συντηρητικών που ζητούν από τον Τραμπ να μην βάλει υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Οι εφημερίδες Wall Street Journal και New York Post ιδιοκτησίας του Ρούπερτ Μέρντοκ δημοσίευσαν κύρια άρθρα ενάντια σε νέα υποψηφιότητα του. Ο ίδίος ωστόσο λόγω του χαρακτήρα του επιμένει ότι θα ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για το 2024 σε λίγες ημέρες. Θα χρειαστεί μάλλον να στραφεί εναντίον του και το δεξιό Fox News, επίσης ιδιοκτησίας του Ρούπερτ Μέρντοκ, καθώς και μεγάλα ονόματα ρεπουμπλικανών πολιτικών, για να μειωθεί η επιρροή του στη ρεπουμπλικανική βάση.
Ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων και στρατηγικής στο Πάντειο και πρόεδρος του ΕΣ του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)