Ένα παλιό κείμενο με αφορμή τις φωνές για γκρέμισμα των προσφυγικών της Αλεξάνδρας που δεν χάνουν ευκαιρία να αποδίδουν την αιτία και την ευθύνη για κάθε κοινωνικό πρόβλημα στον χώρο που αυτό συμβαίνει.
Του Χάρη Χεϊζάνογλου
Δεν θα μιλήσω για τα Προσφυγικά, θα μιλήσω για το συλλογικό φαντασιακό και πώς αυτό καταλήγει να παράγει μυθεύματα και να αισθητικοποιεί, μέχρι διάλυσης, τον διάλογο για την αρχιτεκτονική, την πόλη και την ιστορία.
Διαβάζω σε σελίδα σχετική με την αρχιτεκτονική, με αφορμή το παρακάτω άρθρο, σχόλια που λένε ότι “Τα προσφυγικά είναι άθλια και πρέπει να γκρεμιστούν”, “σοβιετικά κουτιά”, “να φύγει η τσιμεντίλα να αξιοποιηθεί ο χώρος” κλπ… και όλα αυτά γραμμένα με οργή και συνοδευόμενα από επιχειρήματα των οποίων η καθετότητα συγκρίνεται μόνο με την αβασιμότητά τους… Πολλά σχόλια από πολλούς ανθρώπους.
Αρχικά, είναι πολύ ενδιαφέρον με πόση ευκολία οι άνθρωποι βάζουν ταμπέλες χωρίς να γνωρίζουν ή να ενδιαφέρονται να μάθουν αν το ιστορικό περιεχόμενο των ταμπελών τους δικαιώνει. Ας πούμε, η κοινωνική κατοικία είναι μια ιδέα που αναπτύχθηκε και άνθισε σε ολόκληρη την Ευρώπη (και όχι μόνο), τόσο στο Δυτικό όσο και στο Ανατολικό μπλοκ, με ποικίλα αποτελέσματα και δεν αποτελεί ούτε Σοβιετική πρωτοτυπία ούτε ακριβώς αρχιτεκτονική ή πολεοδομική αποτυχία όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν. Κι αν κάποια εγχειρήματα απέτυχαν αυτή η αποτυχία ήταν κυρίως κοινωνική και όχι αισθητική. Απέτυχαν δηλαδή να δημιουργήσουν συνθήκες κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής και όχι απλά επειδή “ήταν άσχημα σοβιετικά κουτιά”… Δεν είναι δηλαδή κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας της κατοικίας η αισθητική διάσταση, ούτε καν είναι το πρώτο που κοιτάμε, ούτε καν ορίζεται με κάποιο τρόπο το τί είναι “αισθητικά” αποδεκτό ή σωστό κλπ… ή ίσως ορίζεται έμμεσα, με βάση το τί είναι βιώσιμο, το τί παρέχει ποιότητα ζωής, το τί είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά επωφελές κλπ κλπ κλπ… Αν ένα κτίριο τα κάνει όλα αυτά τότε μάλλον είναι και ωραίο… ή και να μην είναι ωραίο είναι χρήσιμο… Και κάτι που είναι χρήσιμο το αξιολογούμε θετικά. Βέβαια αυτά είναι πράγματα που τα λέμε οι αρχιτέκτονες και οι άνθρωποι μας βρίζουν γιατί νομίζουν ότι η αρχιτεκτονική είναι αστικό ντεκορασιόν… αλλά οκ, ζούμε στη χώρα που οι άνθρωποι διορθώνουν τον γιατρό τους, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι τους αρχιτέκτονες δεν τους ακούει ποτέ κανείς… ή μάλλον, το να μην σε ακούνε είναι το καλό σενάριο, το κακό σενάριο είναι όταν σου λένε ότι ξέρουν και εκείνοι και το ακόμα χειρότερο όταν πιστεύουν ότι ξέρουν καλύτερα και προσπαθούν να το παίξουν ειδικοί σε εσένα (δεν θα επεκταθώ όμως σε αυτό, απαιτεί ειδική ανάρτηση).
Το άλλο πολύ ενδιαφέρον είναι το πόσο αισθητικοποιημένες είναι οι απόψεις και πόσο εύκολα αυτές μπορεί να αλλάξουν. Ο κόσμος φωνάζει ότι δεν του αρέσει το τσιμέντο αλλά το πρόβλημα του δεν είναι το τσιμέντο. Αν ήταν το τσιμέντο θα φώναζε για χίλια δυο έργα, για το Ελληνικό, για το Νιάρχος κλπ… Αλλά στην πραγματικότητα δεν τους ενοχλεί το τσιμέντο, τους ενοχλεί απλά μια κακή εικόνα. Όταν κάποιος έρχεται και τους πουλάει μια φανταχτερή εικόνα, με ουρανούς, πουλιά, φωτισμένες όψεις, γκόμενες και γκόμενους, χαντρούλες και καθρεφτάκια, αυτό ενεργοποιεί το φαντασιακό τους και μετά θέλουν το παραμύθι που τους έταξαν… Αν ας πούμε αντίστοιχα ερχόταν κάποιος μεγαλοεργολάβος και τους έδειχνε πέντε εικόνες με τα προσφυγικά ανακαινισμένα και φωτισμένα μέσα σε παχιά δέντρα και πράσινο και τους έλεγε “έτσι θα τα κάνω”, όλοι αυτοί θα ήθελαν αυτό (μάλιστα θα είχε ενδιαφέρον ένα τέτοιο πείραμα συνάδελφοι)… Εν ολίγοις, το πρόβλημα τους με τα προσφυγικά είναι ότι σε αντίθεση με το Ελληνικό δεν βρέθηκε κάποιος να φτιάξει πέντε εικόνες για να τους παραμυθιάσει… Αν φτιαχτούν πέντε ωραίες εικόνες από αυτές που τέρπουν το συλλογικό φαντασιακό, είναι βέβαιο ότι κάποιοι είναι ικανοί να βγουν και να υπερασπιστούν ακόμα και την αναγκαιότητα κατεδάφισης της ακρόπολης… Ειδικά μάλιστα αν βγει κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας και πει “θα φέρω τον Renzo Piano να την χτίσει καλύτερη” έτσι ώστε να αισθανθούν ότι κολακεύονται από την υπόσχεση μιας χωρικής εμπειρίας ανώτερης αισθητικής τάξης και γίνονται περίπου Ευρωπαίοι…
Το τρίτο πολύ ενδιαφέρον με το συλλογικό φαντασιακό είναι ότι κάποιοι πιστεύουν ότι αν τα προσφυγικά γκρεμιστούν τότε το οικόπεδο φιλέτο (τεράστιας αξίας) δεν θα το δει το κράτος ως asset και δεν θα πουληθεί σε ιδιώτες για ένα κομμάτι ψωμί, όπως έγινε με το Ελληνικό, αλλά ότι το κράτος (ΑΥΤΟ το κράτος) θα έχει τη μεγαλοψυχία να πληρώσει για να το κάνει πάρκο (γιατί προφανώς δεν είναι τσάμπα ένα πάρκο) και να το αποδώσει σε κοινή χρήση.
(Παρένθεση: Φαίνεται γενικά να υπάρχουν δύο διαφορετικές λογικές για τον δημόσιο χώρο γενικά αλλά και ειδικά, που είναι εξίσου προβληματικές αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η μια είναι “πάμε να τα γκρεμίσουμε να γίνει βιώσιμο όλο αυτό” και εννοούν να το πάρει ένας ιδιώτης και να “επενδύσει”… Φυσικά ο ιδιώτης θα το πάρει τσάμπα και θα βγάλει από τη μύγα ξίγκι χωρίς η κοινωνία ή η αγορά να κερδίσουν άμεσα κάτι, αλλά θα το κάνει με ωραία φωτορεαλιστικά… Η άλλη είναι “πάμε να το γκρεμίσουμε και να γίνει πάρκο”, το οποίο μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις του κόσμου αλλά έχει α) κόστος, γιατί ούτε η κατεδάφιση είναι δωρεάν ούτε η κατασκευή και η συντήρηση ενός πάρκου, και β) το ρίσκο αφού έχει αδειάσει ο χώρος να γίνει αυτό που λέω πιο πάνω… Να έρθει ο ιδιώτης – developer και να πει “θα σου το φτιάξω εγώ ωραίο” με στόχο να βγάλει από τη μύγα ξίγκι και ενδεχομένως να αποκλείσει και τον πολίτη από το να έχει πρόσβαση σε αυτό… Αφού πάρει ένα δάνειο από την τράπεζα το οποίο στο τέλος παίζει να αποπληρώσεις εσύ κι εγώ (γιατί έτσι είναι οι μπίζνες στην Ελλάδα).
Είναι σαν να το βλέπω μπροστά μου… “ΜΑΡΣΑΡΟΥΝ ΟΙ ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ”… “ΜΕ ΔΑΝΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΡΗΤΗΣ Η ΑΝΑΠΑΛΑΣΗ ΣΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ”… “ΕΡΓΟ ΠΝΟΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΑ ΝΤΗΒΕΛΟΠΜΕΝΤ”… “ΑΝΑΣΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΘΑ ΔΩΣΕΙ ΤΟ ΚΑΖΙΝΟ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ”…
Το πιο ενδιαφέρον από όλα όμως είναι η αδυναμία, ή ίσως η άρνηση πολλών να αντιληφθούν αυτό που βλέπουν και τους απωθεί ως προϊόν μιας πραγματικότητας και όχι σαν αισθητικό αντικείμενο, σαν το αποτέλεσμα μιας αιτίας. Είναι τρομερή (και τρομακτική μαζί) η αδυναμία κάποιων να καταλάβουν ότι αυτό που υποβαθμίζει τα κτίρια, τις πόλεις, την αρχιτεκτονική κλπ και θίγει την αισθητική τους/μας, όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση που κουβεντιάζουμε εδώ, δεν είναι γενικά κι αόριστα η κακογουστιά, ο μοντερνισμός, η κοινωνική κατοικία κλπ… Είναι η φτώχεια των ανθρώπων. Η φτώχεια είναι η αιτία και ο καταλύτης της υποβάθμισης, ίσως όχι πάντα αλλά σχεδόν πάντα… Κανείς μπορεί να επιθυμεί να γκρεμιστούν τα προσφυγικά γιατί “είναι άσχημα” και έχει κάθε δικαίωμα να το πιστεύει και να το λέει. Κανείς όμως δεν δικαιούται να πιστεύει ότι η ασχήμια της φτώχειας είναι κάτι που μπορεί να εξαφανίσει η αρχιτεκτονική, ή ότι εξαφανίζοντας την “ασχήμια” της φτώχειας από τον ορατό αστικό χώρο εξαφανίζει και την ίδια τη φτώχεια… Γιατί υπάρχει φτώχεια εκεί έξω και αυτό φαίνεται, εκτός αν έχεις το κεφάλι στην άμμο…
Για τους αρχιτέκτονες που θεωρούμε την αρχιτεκτονική κοινωνική και όχι απλά αισθητική πρακτική (και βεβαίως δεν είμαστε όλοι), η στέγαση και η κατοίκηση, κυρίως των φτωχών ανθρώπων αλλά όχι μόνο, έχουν τεράστια αξία, ακριβώς γιατί βγάζουν τους ανθρώπους από την φτώχεια τους, τους εντάσσουν στην κοινωνία και τους κάνουν παραγωγικά της μέλη. Η ιστορία αυτών των κτιρίων είναι ακριβώς αυτή η ιστορία, είναι η ιστορία των ανθρώπων που ήρθαν σε μια πολύ δύσκολη ιστορική στιγμή για τον τόπο και πάλεψαν να ενταχθούν, να εργαστούν, να επιβιώσουν και να ανέλθουν κοινωνικά, να ξεφύγουν δηλαδή από τη φτώχεια που τους επέβαλε ο πόλεμος και η προσφυγιά…
Αυτά τα κτίρια δηλαδή δεν είναι απλά παθητικά κουφάρια, κουβαλάνε συμπυκνωμένη την ιστορία τις μνήμες, αλλά και τα σημάδια, της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού. Μιας ιστορίας που ήταν δύσκολη, αλλά ακριβώς γι’ αυτό οφείλουμε να τη θυμόμαστε… Κι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που το να λέμε σήμερα “είναι άσχημα να γκρεμιστούν” ακούγεται δυσάρεστα… Ακριβώς γιατί τα κτίρια, και ειδικά αυτά τα κτίρια, δεν είναι παθητικοί φορείς της ομορφιάς ή της ασχήμιας τους. Είναι ενεργά αντικείμενα που φέρουν την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του και λειτουργούν σαν πυκνωτές μνήμης, κι αυτό είναι που τα κάνει όμορφα ή άσχημα, η μνήμη. Το να θες να τα γκρεμίσεις είναι σαν να θες να πάρεις ένα σφουγγάρι και να διαγράψεις αυτή τη μνήμη, να διαγράψεις τον χώρο που κουβαλάει αυτή τη μνήμη. Η τρομερή παραδοξότητα είναι ότι αυτή η κουβέντα γίνεται την ίδια ώρα που τα μουσεία και οι σύλλογοι για τον Προσφυγικό Ελληνισμό ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, και ταυτόχρονα κάποιοι κουβεντιάζουν για το αν αυτά τα κτίρια είναι μνημεία και αν αξίζουν να είναι όρθια!… Και είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι είναι από αυτούς με τις σημαίες στα μπαλκόνια, που τιμούν τη μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων, φωνάζουν ότι δεν ήταν συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης, συγκινούνται με την Αγιά Σοφιά κλπ…
Καταλήγω να πιστεύω ότι για κάποιους η ιστορική μνήμη υπάρχει σαν ένα simulacrum, κάτι σαν το ζαμπόν στο ψυγείο του σούπερ μάρκετ το οποίο επειδή είναι συσκευασμένο, κομμένο σε φέτες και τοποθετημένο σε ένα ράφι έχει πάψει να μας θυμίζει ζώο… Ξεχνάμε ότι κάποτε αυτό είχε ζωή, ανέπνεε και περπατούσε… και ίσως βρώμαγε αλλά αυτό δεν θέλουμε να το σκεφτόμαστε γιατί είναι προορισμένο να το καταναλώσουμε. Το ίδιο κάνουν κάποιοι με την ιστορία, προσπαθούν με ένα τελετουργικό potlatch να αποσπάσουν την ιστορία από την πραγματική της καταγωγή, από τους πραγματικούς τόπους μνήμης, και να την κάνουν είδος προς κατανάλωση…
Καταλήγω να πιστεύω δηλαδή ότι πολλοί θα συμφωνούσαν ευχαρίστως να γκρεμιστούν τα προσφυγικά για να χτιστεί στη θέση τους ένα Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού που θα σχεδιάσει ο Renzo Piano, ο Daniel Libeskind ή ο κουμπάρος του χορηγού (και το οποίο φυσικά θα ονομαστεί ΜΠΕ) και θα περιβάλλεται από χάι εντ εστιατόρια όπου οι επισκέπτες του μουσείου συγκινημένοι θα πηγαίνουν να φάνε σουτζουκάκια με μπούκοβο, χουνκιάρ μπεγιεντί, κεμπάπ γιαουρτλού και άλλες λιχουδιές της πολίτικης κουζίνας…
Μην φτάσουμε εκεί… και το να μη φτάσουμε εκεί δεν είναι ζήτημα ιδεολογικό ή πολιτικό, είναι ζήτημα μνήμης και πολιτισμού.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook