Κλίμα υπέρ μιας νέας, μεγάλης αύξησης των επιτοκίων κατά 0,75%, στις 15 Δεκεμβρίου, διαμορφώνεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αν και η «μάχη» δεν έχει κριθεί οριστικά ακόμη και οι τελικές αποφάσεις θα επηρεασθούν καθοριστικά από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη και τις νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για την πορεία του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, δηλαδή έως και το 2025.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, έχει εκτιμήσει ότι οι επόμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ θα είναι «πιο λογικές», δηλαδή κατά 0,50% και όχι κατά 0,75%, ενώ υπέρ της συγκράτησης του ρυθμού αύξησης επιτοκίων έχουν εκφρασθεί και άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες από την ομάδα των «περιστεριών». Όμως, οι πιο αυστηροί κεντρικοί τραπεζίτες του Βορρά φαίνεται να επιμένουν σε μια ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων, ενώ η πρόεδρος, Κριστίν Λαγκάρντ αποφεύγει να πάρει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, αλλά και στη σημερινή της τοποθέτηση, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έλαβε αυστηρή θέση για την αναχαίτιση του πληθωρισμού.
Όπως είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ, «θα αυξήσουμε περαιτέρω τα επιτόκια στα επίπεδα που απαιτούνται για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Σε αυτό το περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας και με πολύπλευρους κλυδωνισμούς που πλήττουν την οικονομία, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τα οικονομικά στοιχεία και θα αποφασίζουμε αναλόγως σε κάθε συνεδρίαση. Το πόσο περισσότερο πρέπει να προχωρήσουμε και πόσο γρήγορα πρέπει να φτάσουμε εκεί, θα βασίζεται στις επικαιροποιημένες προβλέψεις μας, στην επιμονή των σοκ, στην αντίδραση των μισθών και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και στην εκτίμησή μας για τη μετάδοση της πολιτικής μας».
Η Λαγκάρντ τόνισε ότι σήμερα, ακόμη και μετά τις αυξήσεις επιτοκίων συνολικά κατά 2%, η νομισματική πολιτική εξακολουθεί να είναι διευκολυντική, δηλαδή ενισχύει τη ζήτηση, και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να προχωρήσει σε αυξήσεις πέρα από το θεωρούμενο ως «ουδέτερο» επίπεδο επιτοκίων, ώστε η νομισματική πολιτική να γίνει περιοριστική, δηλαδή να συμβάλλει στη μείωση της ζήτησης.
Από την πλευρά του «στρατοπέδου» των γερακιών, οι φωνές που ακούγονται ενόψει της επόμενης συνεδρίασης του συμβουλίου συγκλίνουν στην κατεύθυνση μιας ακόμη μεγάλης αύξησης τον Δεκέμβριο. Ο διοικητής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας, Κλας Νοτ, ίσως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος των «γερακιών», μαζί με τον Γερμανό, Χόακιμ Νάγκελ, δήλωσε σήμερα ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ΕΚΤ είναι να μην σφίξει αρκετά την πολιτική για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Μάλιστα, ξεκαθάρισε ότι αυτό που έχει σημασία σήμερα δεν είναι να προστατευθεί η οικονομία από τις υφεσιακές πιέσεις που φέρνει η αύξηση των επιτοκίων, καθώς είναι πρώτη προτεραιότητα η αντιμετώπιση του πληθωρισμού και ίσως, στην πραγματικότητα, να χρειάζεται μια επιβράδυνση της οικονομίας για να συγκρατηθεί η αύξηση των τιμών.
«Η ανησυχία μου εξακολουθεί να είναι ο πληθωρισμός, ο πληθωρισμός, ο πληθωρισμός», τόνισε ο Νοτ, και πρόσθεσε ότι «όσο οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού κλίνουν τόσο ξεκάθαρα προς τα πάνω, νομίζω ότι ο κίνδυνος να κάνουμε πολύ λίγα είναι σαφώς πιο έντονος από το να κάνουμε πάρα πολλά. Δεν πρέπει να τα παρατήσουμε πολύ νωρίς και δεν πρέπει να πανηγυρίσουμε νίκη πολύ νωρίς».
Παρά τις αυξήσεις επιτοκίων κατά 2% από τον Ιούλιο, ο Νοτ εκτίμησε ότι η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική και το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι να μπει η νομισματική πολιτική σε έδαφος όπου θα λειτουργεί περιοριστικά για τη ζήτηση. Παράλληλα, άφησε να εννοηθεί ότι αμφισβητεί τις προβλέψεις της ΕΚΤ για μείωση του πληθωρισμού οριακά χαμηλότερα από το 2% το 2024, λέγοντας ότι δεν έχει προηγούμενο μια τόσο μεγάλη μείωση του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Ολλανδού κεντρικού τραπεζίτη, έχουν αποδειχθεί ως τώρα υπερβολικές οι εκτιμήσεις για ύφεση στην ευρωζώνη. «Αν κοιτάξετε τη Γερμανία, όπου στην πραγματικότητα η οικονομία πηγαίνει καλύτερα από ό,τι φοβόμασταν, δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουμε ύφεση. Θα έχουμε ασθενέστερη ανάπτυξη, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά χρειαζόμαστε την ασθενέστερη ανάπτυξη για να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στον στόχο», τόνισε.
Στην ίδια, σκληρή γραμμή με τον Νοτ είχε κινηθεί την περασμένη εβδομάδα και η Γερμανίδα Ίσαμπελ Σνάμπελ, μέλος του πενταμελούς εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Η Σνάμπελ εκτίμησε ότι δεν θα πρέπει να επιβραδυνθεί ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων, υπογραμμίζοντας ότι όσο περισσότερο επιτρέπεται να παραμένει υψηλός ο πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να ριζώσει. Μάλιστα, σημείωσε ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει να αποτρέψουν ένα σπιράλ αυξήσεων των τιμών και των μισθών πριν αυτό συμβεί και υπογράμμισε ότι οι μισθοί αυξάνονται «σχετικά γρήγορα».
Οι πιο «σκληροί» κεντρικοί τραπεζίτες είχαν αφήσει ήδη από τον Οκτώβριο, αμέσως μετά την προηγούμενη αύξηση των επιτοκίων, να διαφανεί ότι επιθυμούν και νέα αύξηση κατά 0,75% τον Δεκέμβριο. Ο Γκεντιμίνας Σίμκους, κεντρικός τραπεζίτης της Λιθουανίας, προέτρεψε σε νέα μεγάλη αύξηση επιτοκίων τον Δεκέμβριο, ενώ ο Σλοβάκος, Πέτερ Καζιμίρ υπογράμμισε ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να γίνει περιοριστική για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.
«Θα περάσουμε από το ουδέτερο επιτόκιο -ανεξάρτητα από το πού το βλέπει κανείς αυτή τη στιγμή- σαν τρένο που περνάει με μεγάλη ταχύτητα από ένα σταθμό», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Καζιμίρ και είχε προσθέσει ότι «πρέπει να βάλουμε τη νομισματική πολιτική στο λεγόμενο περιοριστικό περιβάλλον τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο». Ο Λιθουανός κεντρικός τραπεζίτης είχε δηλώσει ότι οι αυξητικές τάσεις του πληθωρισμού συνεχίζουν να εντείνονται και ότι παραμένει σημαντικό να αναληφθεί «αποφασιστική δράση». «Η νομισματική πολιτική εξακολουθεί να είναι επεκτατική. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έχουμε μια ακόμη αύξηση και ότι θα πρέπει να είναι σημαντική».
Με τα δύο «στρατόπεδα» να έχουν πάρει θέσεις για «μάχη» και την πρόεδρο Λαγκάρντ να προσπαθεί να κρατήσει ουδέτερη στάση, σε αντίθεση με τον Ντράγκι που βρισκόταν πάντα στην πλευρά των «περιστεριών», οι πιθανότητες να αποφασισθεί μια αύξηση κατά 0,75% τον Δεκέμβριο έχουν αυξηθεί σημαντικά. Τα νεότερα στοιχεία για τον πληθωρισμό θα κρίνουν τελικά την αναμέτρηση, καθώς, εάν υπάρξει μια νέα αύξηση τον Νοέμβριο, μετά την αύξηση στο 10,6% τον Οκτώβριο, η πλευρά των αυστηρότερων τραπεζιτών θα έχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα υπέρ της «τζάμπο» αύξησης επιτοκίων.