Aνάλυση του Χάρη Παπαευαγγέλου, Υποψήφιου Διδάκτορα στην Πολιτική Οικονομία της Διακυβέρνησης των Ψηφιακών Πλατφορμών στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης →
Ο τίτλος του τραγουδιού των R.E.M. It’s the end of the world as we know it (and I feel fine?) από το 1987 μοιάζει ίσως πιο ταιριαστός από ποτέ: οι αλλεπάλληλες κρίσεις του ύστερου καπιταλισμού, οι οποίες συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα, φαίνεται να μας φέρνουν σε μία νέα εποχή περιδίνησης. Οι ενδείξεις πλέον είναι αμέτρητες: από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή φτώχεια, μέχρι την εδραίωση και την κανονικοποίηση ακροδεξιών μορφωμάτων, αλλά και τη θεσμική κρίση της δημοκρατίας σε πολλά δυτικά, φαινομενικά, φιλελεύθερα κράτη, όπως και η Ελλάδα. Ζούμε, λοιπόν, στην εποχή της αβεβαιότητας. Παράλληλα, η πανδημία και τα δευτερογενή αποτελέσματα της, σε συνδυασμό με την εξουθενωμένη αντοχή μας στην υπέρ-πληροφόρηση και την υπέρ-συνδεσιμότητα, μάς έχουν καταστήσει ανήμπορους να εξετάσουμε με προσοχή όλα τα παραπάνω, να οργανωθούμε και να σκεφτούμε εναλλακτικές λύσεις.
Ταυτόχρονα, καταναλώνουμε τη μία κρίση μετά την άλλη, το ένα απεχθές έγκλημα μετά το άλλο, καθώς προσποιούμαστε ότι όλα βαίνουν κανονικώς. Έχουμε επιδοθεί σε ένα είδους μαζικού, επιτελεστικού make-believe, όπου υποδυόμαστε, δηλαδή, διάφορους ρόλους και αναπαριστούμε μία επίπλαστη κανονικότητα· προσποιούμαστε ότι μπορούμε να διαχειριστούμε την υπερκατανάλωση του κυκεώνα κρίσεων που βιώνουμε, ενώ μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν υπεράνθρωπο. Όπως είχε γράψει και ο Gramsci, όντας κρατούμενος στις φυλακές του μουσολινικού καθεστώτος (σε ελεύθερη μετάφραση): «Η κρίση συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι το παλιό πεθαίνει και το νέο πασχίζει να γεννηθεί – σε αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων».
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, ένας όρος που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί, υπό το πρίσμα του «ιστορικού θεσμισμού», για να περιγράψουν τέτοιες καταστάσεις, είναι το «κρίσιμο σταυροδρόμι» (critical juncture), μια χρονική στιγμή, δηλαδή, κατά την οποία συχνά εξωγενή γεγονότα, όπως η εφεύρεση ενός νέου τεχνολογικού Μέσου ή μια οικονομική κρίση, αποσταθεροποιούν ένα σύστημα, όπως αυτό της διακυβέρνησης των πλατφορμών, και το καθιστούν πιο επιρρεπές σε αλλαγές.
Πώς συνδέονται, όμως, όλα αυτά με το -συμβολικό- τέλος της εποχής των social media, όπως τα γνωρίσαμε τα τελευταία περίπου 15 χρόνια; Όπως έχουν σκιαγραφήσει οι θεωρητικοί της Σχόλης της Φρανκφούρτης ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, από την αρχή της ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, η τεχνολογία ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την έννοια της προόδου και της εδραίωσης του καπιταλισμού.
Δυστυχώς, για αρκετό καιρό αγνοήθηκαν αυτές οι φωνές, δίνοντας χώρο σε μία διαστρεβλωμένη άποψη περί ουδετερότητας της τεχνολογίας. Αυτή η οπτική, σε συνδυασμό με την άνοδο και την εμπορευματοποίηση του Διαδικτύου, πλαισίωσε τη γέννηση της «καλιφορνέζικης ιδεολογίας» της Silicon Valley, της πατρίδας δηλαδή των δυτικών τεχνολογικών γιγάντων. Πρόκειται για μία βαθιά αντιδραστική ιδεολογία, που βλέπει τις συστημικές κρίσεις και τις ανισότητες του καπιταλισμού, όπως ο ρατσισμός, η αποικιοκρατία, η πατριαρχία ή η κλιματική κρίση, ως -κάποια ακόμη- προβλήματα που επιδέχονται, πλήρως και μόνο, τεχνολογικών ή τεχνοκρατικών λύσεων.
To «σύμπαν» των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης – Πηγή: Visual Capitalist (κλικ πάνω για μεγέθυνση)
Με άλλα λόγια, οι παροικούντες τη Silicon Valley, εδώ και δύο δεκαετίες, επιδιώκουν την εμπορευματοποίηση των δομικών προβλημάτων που δημιουργεί ο καπιταλισμός, προσφέροντας τεχνολογικές λύσεις σε θέματα που φυσικά δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν, πολλώ δε μάλλον να διαχειριστούν -συχνά δε πρόκειται για προβλήματα που η ίδια η κυρίαρχη αντίληψη περί τεχνολογίας παροξύνει, εάν δεν προκαλεί.
Επιπλέον, τα μεγάλα επενδυτικά ταμεία που απαρτίζουν τη Wall Street, ψάχνοντας την επόμενη ευκαιρία μετά την κατάρρευση της dot-com bubble[1] στις αρχές του 21ου αιώνα, έσπευσαν να χρηματοδοτήσουν κάθε τέτοια προσπάθεια.
Επιπρόσθετα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που συγκρίνουν την τότε με την τωρινή κατάσταση. Ωστόσο, μία ειδοποιός διαφορά είναι το γεγονός πως όσες εταιρείες επιβίωσαν της τότε κρίσης (π.χ., Amazon), αλλά και άλλες που φτιάχτηκαν λίγο αργότερα (π.χ., Facebook), έχουν αποκτήσει βαθιές ρίζες στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές των κοινωνιών μας. Συνεπώς, έχουμε φτάσει στο σημείο οι τεχνολογικές εταιρείες, με κυριότερες τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης (π.χ., Google, Meta) και παροχής υπηρεσιών υποδομών (π.χ., Amazon, Microsoft) να έχουν δημιουργήσει, αυτό που έχει χαρακτηρίσει ο Νίκος Σμυρναίος, ως το «ολιγοπώλιο του διαδικτύου».
Ανάμεσα στις πολλές σημαντικές επιπτώσεις που επέφερε αυτή η νέα ολιγοπωλιακή πραγματικότητα, ήταν η «πλατφορμοποίηση» των κοινωνικών μας συνδιαλλαγών: η διείσδυση, δηλαδή, των διαδικτυακών υποδομών, των οικονομικών διαδικασιών και των κυβερνητικών πλαισίων των διαδικτυακών πλατφορμών σε διάφορους τομείς της ζωής μας. Με άλλα λόγια, οι ιδιωτικές, ψηφιακές πλατφόρμες έχουν γίνει πανταχού παρούσες αποικίζοντας όλο και περισσότερες επικράτειες του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χώρου, επεκτείνοντας τις υπηρεσίες τους σε μυριάδες διαφορετικές εκφάνσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, δημιουργώντας κεντροποιημένα δίκτυα συγκέντρωσης μεγάλων δεδομένων από τα οποία εξαρτώνται βασικές λειτουργίες της καθημερινότητας μας και που ως κύριο στόχο έχουν, εν τέλει, τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους.
Ωστόσο, τους τελευταίους λίγους μήνες παρατηρείται μία σημαντική αλλαγή: η Wall Street φαίνεται να αποσύρει σταδιακά την εμπιστοσύνη της από τις παραδοσιακές, πλέον, δυνάμεις. Η αρχή έγινε με το Metaverse και την απέλπιδα προσπάθεια του Mark Zuckerberg να πείσει τους μετόχους και επενδυτές της εταιρείας, ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο καινοτομίας. Συγκεκριμένα, η Meta (Facebook, Instagram, WhatsApp) δαπάνησε $10 δισ. για το 2021 στη νέα εμμονή του CEO της, η οποία σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. η αλλαγή των ρυθμίσεων ιδιωτικότητας από την Apple και η γιγάντωση του TikTok ειδικά στις νεαρές ηλικίες), οδήγησε την εταιρεία για πρώτη φορά στην ιστορία της, ως εισηγμένη στο αμερικανικό χρηματιστήριο, να σημειώσει τις πρώτες της ζημίες, ενώ η μετοχή της έχασε περίπου το 70% της αξίας της το 2022.
Φυσικά, το σημαντικότερο αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η απόλυση 11.000 απασχολούμενων της Meta. Αντίστοιχες περιπτώσεις συναντάμε σε πολλές εταιρείες του κλάδου. Σύμφωνα με το CNBC, το Twitter, υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς του Elon Musk, έχει απολύσει περισσότερους από 3.700 εργαζόμενους, η Lyft περισσότερους από 700, η Coinbase περισσότερους από 1.100, η Netflix κοντά στους 500, ενώ οι Microsoft και Snapchat γύρω στους 1.000. Αλλά και εγχώρια, οι εξελίξεις στη Beat οδήγησαν επί της ουσίας περίπου 170 άτομα «στην πόρτα της εξόδου». Επιπλέον, η απομυθοποίηση της αγοράς των κρυπτονομισμάτων μετά την κατάρρευση του κορυφαίου ανταλλακτηρίου FTX, που ξεγύμνωσε το αφήγημα περί αποκέντρωσης και αυτορρύθμισης, είναι ένα ακόμη ενδεικτικό σημείο που μας δείχνει ότι, πράγματι, βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, σε ένα σημείο καμπής.
Σε αυτήν την κατάσταση, αξίζει να προσθέσουμε και την σταδιακή μετατροπή του Twitter σε μία αγνώριστη πλατφόρμα, στην οποία ο «Chief Twit» Elon Musk αποφασίζει αυθαίρετα για το ποιοι αποκλεισμένοι λογαριασμοί μπορούν να επιστρέψουν σε λειτουργία, χωρίς καμία διαδικασία λογοδοσίας και διαφάνειας, αφού απέλυσε όλους όσοι ασχολούνταν με θέματα ασφάλειας και διαχείρισης περιεχομένου. Εννοείται πως οι λόγοι είναι, κυρίως, οικονομικοί, καθότι τα δάνεια που εξασφάλισε ο Musk για την εξαγορά του Twitter, υποθηκεύοντας επί της ουσίας την ίδια την εταιρεία, είναι δυσθεώρητα.
Σίγουρα, σημαντικό ρόλο σε αυτή τη νέα πραγματικότητα έχει παίξει, μεταξύ άλλων, και ο καλπάζων πληθωρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και το γεγονός πως η «περίοδος χάριτος», σε ό,τι αφορά τα ελαστικά ρυθμιστικά μέτρα των πλατφορμών, φτάνει στο τέλος της. Για παράδειγμα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ψηφίστηκαν και, σύντομα, θα τεθούν σε εφαρμογή τα νέα ρυθμιστικά πλαίσια Digital Services Act (DSA) και Digital Markets Act (DMA), που θα ορίζουν κανόνες για τη διαχείριση περιεχομένου και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ένωση. Ένα ακόμα μάθημα, που αξίζει να κρατήσουμε από αυτήν την ιστορία, ειδικά της εξαγοράς του Twitter, είναι το γεγονός πως ήρθαν στην επιφάνεια τα σκιώδη επενδυτικά σχήματα πάνω στα οποία χτίζονται πολλές τεχνολογικές εταιρείες, που παρότι γιγαντώνονται, δεν καταφέρνουν ποτέ να παράγουν κέρδος και, άρα, να αυτονομηθούν οικονομικά, όπως η Uber.
Μολαταύτα, σε αυτό το σημείο καμπής που βρισκόμαστε, δημιουργούνται και οι συνθήκες που ενδέχεται να μας επιτρέψουν να ανοικοδομήσουμε τις σχέσεις μας με τα μέσα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παραδείγματα όπως τα «platform cooperatives» ή οι αποκεντρωμένες ψηφιακές κοινότητες που φτιάχνονται –με ταχύτατους ρυθμούς στην post-Musk εποχή– στο Mastodon, μας δείχνουν την ανάγκη αναστοχασμού: ήταν ποτέ πραγματικά αναγκαία τα social media, όπως τα γνωρίσαμε; Μήπως είναι καιρός να φανταστούμε δομές που θα ενισχύουν την κοινωνική μας ζωή, την πολιτική μας συμμετοχή, την ψυχική μας υγεία και τη σχέση μας με τις τοπικές μας κοινωνίες, αλλά και που δεν θα κυβερνώνται από δισεκατομμυριούχους ολιγάρχες, οι οποίοι μάλιστα είναι λευκοί, δυτικοί άντρες στην πλειονότητα τους;
Συνεπώς, με πρώτες και καλύτερες (;) τη Meta και την Twitter, φαίνεται πως βλέπουμε το τέλος του κόσμου των social media, όπως τον ξέραμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι διανύουμε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους στη σύγχρονη ιστορία του Διαδικτύου και αυτό από μόνο του αρκεί για να νιώθουμε εντάξει, όπως συνεχίζει ο τίτλος του τραγουδιού των R.E.M. Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε και σε εγρήγορση. Τούτο, ώστε να μην επιτρέψουμε την περαιτέρω εξάπλωση των «νοσηρών συμπτωμάτων» σε αυτό το μεσοδιάστημα, αλλά να την αντιστρέψουμε προς όφελος του ριζικού εκδημοκρατισμού των κοινωνιών μας.
[1] Για την ιστορία, η λεγόμενη «φούσκα του dot-com» αφορά την κρίση της πρώιμης αγοράς του εμπορευματοποιημένου Διαδικτύου, που αναπτύχθηκε ιλιγγιωδώς μεταξύ του 1999 και 2001, όταν σωρηδόν νεοφυείς τεχνολογικές εταιρείες (κυριολεκτικά όσες είχαν το .com στο όνομα τους) πάτησαν πάνω στον κερδοσκοπισμό των επενδυτών της Wall Street για να αναπτυχθούν οικονομικά πολύ γρήγορα, χωρίς απαραίτητα να μπορούν να αποφέρουν κέρδος, με αποτέλεσμα – το ίδιο γρήγορα – οι επενδυτές να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους και να καταρρεύσουν.