Οι αριστερές δομικές μεταρρυθμίσεις είναι διαφορετικές και στα μέσα και στους σκοπούς. Δεν αποτελούν απλά ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τα ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού, μια μετάφραση της φιλανθρωπίας στη γλώσσα της αλληλεγγύης. Αποβλέπουν στη συνεχή σταδιακή μεταφορά πόρων από το κεφάλαιο στους εργαζόμενους και ισχύος από το κράτος στους πολίτες.
Του Κώστα Δουζίνα
Οι στήλες και τα σχόλια αριστερών διανοουμένων και στελεχών δημιουργούν την εντύπωση, όπως πηγαίνουμε προς τις καθοριστικές επόμενες εκλογές, ότι ο προγραμματισμός και η στρατηγική έχουν αποφασιστεί.
Υπάρχει μια καθυστέρηση στις δημοσκοπήσεις που εξηγείται είτε με την αποδεδειγμένη έλλειψη αξιοπιστίας, είτε με την ελπίδα ότι πλησιάζοντας στις εκλογές ο κόσμος θα διαπιστώσει επιτέλους τις πολλαπλές αποτυχίες της επιτελικής κυβέρνησης και θα της γυρίσει την πλάτη. Αλλά αρκούν αυτά; Μιλώ συνεχώς με καλόπιστους γνωστούς και αγνώστους. Οι επιφυλάξεις, η απόστασή τους από την Αριστερά μπορούν να σχηματοποιηθούν σε Γιατί; Ποιος; Πώς;
«Γιατί Αριστερά;», ποιο είναι το όραμα, η εικόνα για τη μελλοντική κοινωνία. «Ποιος θα το κάνει;», ποιο είναι το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο της αλλαγής στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. «Πώς θα το πετύχει;», με ποια στρατηγική θα προχωρήσουμε από εδώ που είμαστε στην κοινωνία που θέλουμε να φτάσουμε. Χρειάζεται να επαναλάβουμε και να ανανεώσουμε στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες πολλές από τις αριστερές αξίες και θέσεις.
Tο όραμα
Η Αριστερά πάντοτε πρότασσε ένα ριζικά διαφορετικό σχέδιο, ένα στοίχημα με την Ιστορία. Το όραμα ενός άλλου, καλύτερου και δίκαιου κόσμου που δεν υπάρχει ακόμα. «Δικαιοσύνη παντού», λέει το σύνθημα. Αλλά τι σημαίνει ακριβώς; Κανένας πολιτικός δεν υποστηρίζει ότι βασική του επιδίωξη είναι η αδικία, ακόμη και αν αυτό φαίνεται καθαρά από τα έργα του. Είναι λοιπόν σημαντικό να εξηγήσουμε τη δικαιοσύνη και να επιμείνουμε επειδή αυτά δεν ακούγονται, γιατί θεωρούνται γνωστά, τετριμμένα ή αδιάφορα. Σε μια δίκαιη κοινωνία όλοι έχουν ίση πρόσβαση στους υλικούς κοινωνικούς και συμβολικούς πόρους που απαιτούνται για μια ζωή ίσης ελευθερίας και ευημερίας. Αυτός είναι ο τελικός σκοπός και όλοι οι ενδιάμεσοι σταθμοί σ’ αυτόν αποβλέπουν.
Η φερεγγυότητα της Αριστεράς εξαρτάται από τη διαχρονική της ένταξη στο σχέδιο της ριζικής αλλαγής, του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό την έκανε πάντα φόβητρο της Δεξιάς και του κεφαλαίου, αυτό οδήγησε στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αν η καθαρότητα του οράματος θολώσει, αν υποχωρήσει στις απαιτήσεις μιας αποπνικτικής κανονικότητας, τότε υποχωρεί το ηθικό, πολιτικό και φαντασιακό της πλεονέκτημα και μαζί το συμβολικό της κεφάλαιο. Το αριστερό όραμα έχει κάπως θολώσει για τους παλιότερους και είναι άγνωστο για πολλούς καινούργιους.
Αν δεν συγκρουόμαστε για τις ιδέες, τις αξίες, τα εναλλακτικά στρατηγικά σχέδια, αλλά μόνον για τη διαχειριστική αποτελεσματικότητα, τότε παίζουμε στο γήπεδο του αντιπάλου. Πρέπει να σκεφτούμε τολμηρά, να γυρίσουμε στη δικιά μας κανονικότητα, να προγραμματίσουμε τα δύσκολα για να πετύχουμε δυνατά. Μόνο αυτό θα μπορούσε να εμπνεύσει όσους κοιτάνε την Αριστερά με συμπάθεια αλλά επιφύλαξη. Αποτελεί υποχρέωση της Αριστεράς να ξαναπιάσει το νήμα μιας πολιτικής και ριζικής αλλαγής και να κάνει τις αριστερές αξίες μέρος της καθημερινής πολιτικής και συζήτησης. Σαν τα ζευγάρια προτεσταντών που έπειτα από δεκαετίες συζυγικής ζωής ξαναδίνουν όρκους αφοσίωσης και αγάπης μ’ ένα δεύτερο γάμο πρέπει και η Αριστερά να επαναλάβει τη θεμελιακή της δέσμευση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Το κοινωνικό υποκείμενο
Ποιες είναι οι κοινωνικές τάξεις ή ομάδες που αποτελούν τον κορμό για τη νέα κοινωνία; Ο ύστερος καπιταλισμός έχει οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές στην εργασία και την κοινωνική αναπαραγωγή. Εχουμε μεγάλη μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, αύξηση της επισφαλούς και μερικής εργασίας, πέρασμα στη μεταφορντική κοινωνία των υπηρεσιών και της άυλης εργασίας.
Οι αλλαγές στην παραγωγή και την εργασία έχουν οδηγήσει σε οριζόντια ταξική και επαγγελματική κατάτμηση. Η κοινωνία διατρέχεται από διαφορές, εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ τάξεων, κλάδων, επαγγελμάτων και ιδεολογιών που δεν ακολουθούν την κλασική μαρξιστική ανάλυση και έχουν, επιφανειακά τουλάχιστον, αντιτιθέμενα συμφέροντα: δημόσιοι εναντίον ιδιωτικών υπαλλήλων, υψηλόμισθοι εναντίον χαμηλόμισθων, αυτο-απασχολούμενοι και μικρο-επιχειρηματίες εναντίον υπαλλήλων, άνεργοι εναντίον εργαζόμενων, Ελληνες εναντίον μεταναστών. Αυτή η πολυδιάσπαση δεν επιτρέπει την παλιότερη αντιστοίχιση τάξης, ιδεολογίας και κόμματος και έχει συνεισφέρει στην κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης.
Στρατηγική
Η νέα Αριστερά συντονίζεται με τις αλλαγές στην παραγωγή και την εργασία ακολουθώντας τρεις άξονες πολιτικού ανταγωνισμού και τις ανάλογες στρατηγικές: τον ταξικό, τον κινηματικό και ταυτοτικό και, τέλος, τον λαϊκό. Η ταξική πολιτική πήρε αμυντική μορφή για την προστασία των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού. Η ακρίβεια που χτύπησε τους εργαζόμενους συνεχίζει την ταξική επίθεση των μνημονίων. Ο πληθωρισμός, η ακρίβεια, η αύξηση των ανισοτήτων είναι αποτέλεσμα κυβερνητικών πολιτικών που επιδεινώθηκαν, αλλά δεν ξεκίνησαν με τον πόλεμο. Η αριστερή κυβέρνηση ακολούθησε αμυντική πολιτική υποστηρίζοντας τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Σήμερα η ταξική μεροληψία γίνεται θετική και επιθετική μεγαλώνοντας τον χώρο αναφοράς της στους μικρομεσαίους, τη μικρή επιχειρηματικότητα, την επισφαλή εργασία και τους νέους επαγγελματίες.
Ο αριστερός σχεδιασμός αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου με συνεχείς και κλιμακούμενες μεταφορές πόρων από το κεφάλαιο στην εργασία και με πρωτοβουλίες για την επανεκκίνηση του κοινωνικού κράτους. Ο σοσιαλισμός δεν διαχωρίζεται από τον καπιταλισμό με κάθετη ρήξη, αλλά σταδιακά με μέτρα που «διαβρώνουν» την ταξική και ιδεολογική του εξουσία. Αυτό που χωρίζει την Αριστερά από τη Σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται στο είδος των μεταρρυθμίσεων. Οι σοσιαλδημοκράτες επιδίωκαν, όταν αποτελούσαν πραγματική δύναμη, τη συνεχή μεγέθυνση του ΑΕΠ ανεξάρτητα από τους τρόπους που γίνεται αυτό ή από τα αποτελέσματα στο περιβάλλον. Η μεγέθυνση οδηγούσε σε αύξηση των φορολογικών εσόδων και του δημοσιονομικού χώρου που επέτρεπε μια περιορισμένη αναδιανομή. Η κλασική Σοσιαλδημοκρατία αποδέχεται επομένως το αναπόδραστο του καπιταλισμού και στηρίζει τον προγραμματισμό της στη διαρκή κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που σοσιαλδημοκράτες ηγέτες -ο Κλίντον, ο Μπλερ, ο Σρέντερ, σε μας ο Σημίτης- ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού που υποσχέθηκε επιστροφή στην ανάπτυξη μετά τη μεγάλη περίοδο της κρίσης του στασιμοπληθωρισμού. Θυμόμαστε τον ενθουσιασμό των εκσυγχρονιστών για τις «μεταρρυθμίσεις». Την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, την απορρύθμιση της εργασίας και των επαγγελμάτων, την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Ηταν μεταρρυθμίσεις που απέρριψε αρχικά η παραδοσιακή Δεξιά μέχρι που έγιναν η Βίβλος του καπιταλισμού και ολοκληρώθηκαν με τα μνημόνια και τον Μητσοτάκη.
Οι περιορισμένες προοδευτικές και φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις των σοσιαλδημοκρατών ήταν ευάλωτες στη δομική ισχύ του κεφαλαίου και την ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς, όπως φάνηκε σε όλη την Ευρώπη. Οι αριστερές δομικές μεταρρυθμίσεις είναι διαφορετικές και στα μέσα και στους σκοπούς. Δεν αποτελούν απλά ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τα ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού, μια μετάφραση της φιλανθρωπίας στη γλώσσα της αλληλεγγύης. Αποβλέπουν στη συνεχή σταδιακή μεταφορά πόρων από το κεφάλαιο στους εργαζόμενους και ισχύος από το κράτος στους πολίτες. Ετσι οι μεταρρυθμίσεις γίνονται σταθμοί σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής ανασυγκρότησης. Παράλληλα ενδυναμώνουν τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, εισάγουν δημοκρατικές και συνεταιριστικές διαδικασίες στην οικονομία και την κοινωνία και ενισχύουν την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών κινητοποιήσεων.
Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός μοιάζει με τον ορίζοντα στην άκρη της ματιάς μας: όσο τον πλησιάζουμε τόσο απομακρύνεται. Κάθε βήμα οδηγεί στο επόμενο, ξανά και ξανά, την επόμενη ρήξη σε επάλληλα κύματα ριζοσπαστικοποίησης. Μεταρρυθμίσεις από πάνω και αγώνες από κάτω χτίζουν σταδιακά τη νέα κοινωνία. Για τη στρατηγική που μας πηγαίνει εκεί στις εκλογές που έρχονται, αλλά και μακροπρόθεσμα στα επόμενα.
*Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, διευθυντής του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών