Ήταν μια πολύ μακρινή εποχή που στα μπλογκ περνάγαμε ακόμα καλά (2015). Ο Θανάσημος είχε μιαν ιδέα, να γράψουμε ένα συνεργατικό αφήγημα, όπου ο ένας συγγραφέας θα διαδεχόταν τον άλλον, παίρνοντας τη σκυτάλη. Ιδού τι προέκυψε, μετά το μοντάζ.
*
Πάνος
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και ερεβώδης. Μα την αλήθεια, δε βλέπω τη μύτη μου, σκέφτηκε η χελιδόνα, αλλά ήταν σε τραγικό hangover και επιπλέον δε μπορούσε να θυμηθεί που στο διάβολο βρισκόταν. Άπλωσε το δεξί της χέρι και έπιασε κάτι μαλλιαρό. Αυτό ροχάλισε ελαφρά και άλλαξε θέση. Αμάν, ποιος είν’ ετούτος; αναρωτήθηκε η χελιδόνα και στράφηκε προς την άλλη μεριά. Το χέρι της περιπλανήθηκε σε κάτι λείο και μαλακό, το οποίο μετέπεσε σε δυο επίσης μαλακούς λοφίσκους. Βυζιά είναι, συλλογίστηκε η χελιδόνα, αλλά ποιανής; Δε μπορούσε να θυμηθεί. Προσπάθησε να επιστρέψει στην πραγματικότητα – και να βρει επειγόντως καμιά κουβέρτα, από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι κι αυτή ήταν ολόγυμνη, εκτός από τις κάλτσες της. Τότε ήρθε το πρώτο φλάς: είχαν σύσκεψη στο ΥΠΕΠΘ, οι σχολικοί σύμβουλοι. Από τη στιγμή που έπιασε το μίτο, θυμήθηκε κατά σειράν το όνομά της (Σούζη Κιού – από το Σουζάνα Κιουρτσόγλου) και ότι μετά έφυγαν όλοι για μπαρότσαρκα, πριν σκοτεινιάσει καλά καλά. Εντάξει, αλλά ποιος είναι ετούτος ο μαλλιαρός και ποια η κυρία αριστερά και τι συνέβη μεταξύ μας και -κυρίως – που βρίσκομαι και που είναι ο διακόπτης; Τον είδε, καθώς η όρασή της είχε πια προσαρμοστεί στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι πάνω από την πλάτη του τύπου που ροχάλιζε κανονικά πλέον και τον πάτησε. Τότε…
*
Θανάσημος
… Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο η κυρά – Κούλα. Ήταν γύρω στα εξήντα, κοντή, με έναν παραμελημένο γκρίζο κότσο να κρέμεται πίσω απ’ το κεφάλι της και το βλέμμα ανθρώπου που έχει δει μερικές χιλιάδες πράγματα παραπάνω απ’ αυτά που του αναλογούσαν.
«Α, ξυπνήσατε επιτέλους;» είπε και κοίταξε αδιάφορα την Σούζι που στεκότανε όρθια γυμνή, δίπλα στον τοίχο. Ύστερα έριξε μια απλανή ματιά στα γυμνά κορμιά στο κρεβάτι, κατευθύνθηκε προς το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες, το άνοιξε διάπλατα, έπιασε το λουρί και ανέβασε με θόρυβο το πατζούρι. Ένα γαλάζιο φως έλουσε το δωμάτιο.
Η Σούζι είχε μείνει να κοιτάει αποσβολωμένη την κυρά – Κούλα καθώς εκείνη έσπρωχνε με τα πόδια της τον σωρό από ρούχα στο πάτωμα για να περάσει.
«Άϊντε, ξυπνήστε!» έβαλε μια φωνή προς το μεσόκοπο ζευγάρι που στριφογύριζε στο κρεβάτι ενοχλημένο από το φως και τη φασαρία. «Έχω να καθαρίσω!»
Η ξαπλωμένη γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε με απορία και αντιπάθεια. «Εσείς ποια είστε; Τι θέλετε;» είπε θυμωμένα
«Η καθαρίστρια!» είπε η κυρά – Κούλα και μπήκε στην τουαλέτα. «Δώδεκα η ώρα! Έπρεπε να είχατε φύγει από τις δέκα!» είπε και ακούστηκε ο θόρυβος από το καζανάκι.
«Μα… ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ;;;» έβαλε τις φωνές η ξαπλωμένη γυναίκα και σηκώθηκε απότομα. «Έτσι μπαίνετε στα ξένα δωμάτια;»
Η κυρά – Κούλα έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα, ρούφηξε την μύτη της και κοίταξε την γυμνή γυναίκα μπροστά της. «Που νομίζεις ότι είσαι, μικρή; Στο Χίλτον;»
Η Σούζι είχε μείνει κοκαλωμένη στη θέση της, παρακολουθώντας τη σκηνή με τρόμο. Δεν την πείραζε ο καυγάς. Δεν την πείραζε που στεκόταν γυμνή μέσα σε αυτό που έπρεπε να είναι το χειρότερο ξενοδοχείο της Αθήνας. Δεν την πείραζε ούτε καν που είχε παγώσει απ’ το κρύο. Αυτό που την πείραζε ήταν ο άντρας που κειτόταν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι και την κοίταζε γαλήνια. Ήταν ο…
*
Πάνος
Χρειάζεται μεγάλη αυτοπειθαρχία στις ομαδικές δουλειές και στις παρτούζες, σκέφτηκε η Σούζυ Κιού, διαλέγοντας τα δικά της ρούχα από το σωρό στο πάτωμα, την ώρα που οι άλλοι δυο είχαν μισοσκεπαστεί με το κρεμεζί σεντόνι και έστηναν καυγά άνευ νοήματος με την κυρά – Κούλα. Πρέπει να φύγω γρήγορα, σκέφτηκε, ο ξάδερφός μου ο Αναξίμανδρος θα με περιμένει στη Βούλα, για να κανονίσουμε εκείνα τα κληρονομικά της θείας Βασούλας. Μέσα στη ζαλάδα της προσπάθησε να φορέσει το σουτιέν της αλληνής, αλλά τα βρήκε σκούρα γιατί ήτανε δυο νούμερα μικρότερο. Γμτ, είπε, έχωσε το δικό της στην τσάντα και φόρεσε τη μαύρη μπλούζα της, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο. Κοίταξε για μια τελευταία φορά τους δύο στο κρεβάτι: κάτι της θύμιζαν αόριστα, αλλά δεν τους αναγνώρισε. Μουρμούρισε ξανά κάτι ακατάληπτο και έγινε της Αναλήψεως.
*
Θανάσημος
Ο Αναξίμανδος σηκώθηκε παραπατώντας απ’ το κρεβάτι, μπήκε στην τουαλέτα, κατούρησε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Μαλάκα!» είπε. «Άλλη μια φορά να ονειρευτείς την Σούζι γυμνή και θα στον κόψω!»
Έριξε μια τελευταία προειδοποιητική ματιά στον καθρέφτη και επέστρεψε στο δωμάτιο.
«Ξύπνα ζώον!» είπε γλυκά στον Παύλο και του έριξε μια μικρή σφαλιάρα στο αριστερό κωλομέρι που προεξείχε απ’ το σεντόνι. «Όπου να’ ναι έρχεται!»
«Μμμμ;» είπε ο Παύλος μεσ’ τον ύπνο του. «Ποιος;»
«Η ξαδέρφη…» είπε ο Αναξίμανδρος και του τράβηξε απότομα το σεντόνι. «Δεν πρέπει να σε βρει εδώ! Αφού ξέρεις…»
«Γκλίν γκλον!» το κουδούνι της εξώπορτας διέσχισε σαν ηλεκτρικό ρεύμα το κορμί του Αναξίμανδου. Όλο του το κορμί πλημμύρισε αδρεναλίνη. «Ήρθε κι όλας!» είπε τρομοκρατημένος και όρμηξε επάνω στον Παύλο. «Έξω!» του φώναξε ψιθυριστά και τον έσπρωξε κάτω απ’ το κρεβάτι.
«Ε;;;» είπε ο Παύλος γεμάτος απορία.
«Ήρθε!» είπε ο Αναξίμανδρος πανικόβλητος, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και τον έσπρωξε γυμνό έξω στο μπαλκόνι.
«Ποιος; Τι;» είπε ο Παύλος που ακόμα προσπαθούσε να ξυπνήσει.
«Γκλιιιιννν, γκλοοοοοοννννν…»
«Η Σούζι!» είπε ο Αναξίμανδος και του πέταξε τα ρούχα στην αγκαλιά του.
«Η Σούζι;;;»
«Ναι!» είπε ο Παύλος και του έδωσε ένα βιαστικό φιλί στα χείλη. Ύστερα έκλεισε την μπαλκονόπορτα και τράβηξε την κουρτίνα μπροστά στα μούτρα του έκπληκτου Παύλου.
«Γκλίνννννννννν, γκλοοοοοοοοννννν, γκλιιιιιιννννννν, γκλοοοοονννννν….»
«Τώρα, τώρα!» είπε ο Αναξίμανδρος, έτρεξε πανικόβλητος και άπλωσε το χέρι του για να ανοίξει την πόρτα. Δεν ήταν μέχρι τη στιγμή που η πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα, όταν συνειδητοποίησε πως μέσα στον πανικό του είχε ξεχάσει να βάλει έστω και ένα σόρτς. Ήταν τελείως γυμνός…
*
Αναξίμανδρος
Η Σούζι γούρλωσε τα μάτια και άνοιξε το στόμα διάπλατα, λες και έβλεπε τον Οξαποδώ. Προσπάθησα να τα μπαλώσω.
– Καλημέρα ξαδερφούλα…
– …
– Πέρνα, πέρνα μέσα, γιατί δε περνάς;
– …
Κατάλαβα ότι έπρεπε να τσακιστώ και να ντυθώ, αν ήθελα να γλιτώσει το εγκεφαλικό η ξαδέρφη μου. Ώριμη κοπέλα, του σπιτιού και του γραφείου, αμφέβαλα πολύ αν είχε δει γυμνό άντρα στη ζωή της άλλη φορά. Δεν ήθελα κιόλας να το κάνει βούκινο σ’ όλα τα σόγια, ότι ο Αναξίμανδρος, ο ευκατάστατος συμβολαιογράφος ανοίγει την πόρτα του τσίτσιδος… Έκανα μεταβολή και χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί κόντεψα να πάθω εγώ εγκεφαλικό. Είδα τον Παύλο ξαπλωμένο ωραία ωραία στο κρεβάτι, να ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ ότι κοιμάται!
Μου ήρθε να τον πνίξω, αλλά πριν προλάβω εκείνος τινάχτηκε πάνω και είπε σιγανά (δεν ήταν εντελώς μαλάκας) αλλά γεμάτος ένταση και πάθος.
– Τι είμαι εγώ για να με πετάς έξω, ε; Ντρέπεσαι για μένα; Ντρέπεσαι για τη σχέση μας; Δε θέλεις να με γνωρίσουν οι συγγενείς σου, ε; Είσαι υποκριτής, υποκριτής, υποκριτής!
Τα κατάφερε ο άτιμος και λέγοντας «υποκριτής» έτρεξε ένα χοντρό δάκρυ από τα βλέφαρά του. Η καρδιά μου έλιωσε, όπως το βούτυρο στο τηγάνι, αλλά έπρεπε να μπαλώσω την κατάσταση με τη Σούζι.
– Κάτσε εδώ και μη βγάλεις άχνα! Σε πέντε λεπτά θα φύγουμε με τη Σούζι για το γραφείο… Θα τα πούμε μετά!
Άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά δεν πρόλαβε. Η πόρτα χτύπησε δυο φορές σιγανά και η Σούζι εισέβαλε ορμητικά στο δωμάτιο.
*
Θανάσημος
…Ξαφνικά, κάτι κουνήθηκε στο βάθος του δωματίου, μέσ’ απ’ τις σκιές. Η Σούζι έσμιξε τα ματόκλαδα της και προσπάθησε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Δοκίμασε να πει κάτι πάλι, αλλά το φίμωτρο εμπόδιζε κάθε ήχο να βγει από το στόμα της.
Μια αντρική φιγούρα ξεχώρισε μέσα απ’ το σκοτάδι και προχώρησε προς το μέρος της. Στα δυό του χέρια, κρατούσε διπλωμένο ένα μαστίγιο, το οποίο τέντωνε και χαλάρωνε με ρυθμικές κινήσεις. Στα χείλη του κρέμονταν ένα αναμμένο τσιγάρο.
Ένα αμυδρό χαμόγελο χαράχθηκε στο στόμα του, καθώς στάθηκε επάνω απ’ την Σούζι και την κοίταξε φιλήδονα.
«Γεια σου κούκλα!» είπε και έσκυψε επάνω απ’ το γυμνό της σώμα. Το πρόσωπο του πλησίασε στο αυτί της. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει το αξύριστο πρόσωπο του να αγγίζει το απαλό της μάγουλο. «Θα περάσουμε ωραία οι δυό μας τώρα…» ψιθύρισε. «Πολύ ωραία…»
Ξαφνικά, πέρα από τους τοίχους του δωματίου, πέρα από την πόλη, πέρα απ’ τη γη και το σύμπαν ολόκληρο, ένας εκκωφαντικός ήχος πλημμύρισε τα πάντα.
«ΝΤΡΡΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ»
Η Σούζι πετάχτηκε αλαφιασμένη απ’ τον ύπνο της και έκλεισε με δύναμη το ξυπνητήρι. Έμεινε έτσι να το κοιτάει για λίγο, ανασαίνοντας βαριά, λαχανιασμένα. Στο τέλος, απομάκρυνε το ιδρωμένο σεντόνι της, πήγε στην τουαλέτα, κατούρησε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Πάλι τον Αναξίμανδρο ονειρευόμασταν;» είπε ειρωνικά στην φιγούρα της. «Εσύ κοπέλα μου έχεις ΜΕΓΑΛΟ πρόβλημα» πρόσθεσε και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της.
Οι δρόμοι ήταν εντυπωσιακά άδειοι εκείνο το πρωινό κι έτσι έφτασε σχεδόν ένα τέταρτο νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Χαμπάρι δεν πήρε όμως. Το μυαλό της ταξίδευε ανάμεσα στο όνειρο της και τα φανάρια στο δρόμο. Οδήγησε μηχανικά, πάρκαρε μηχανικά, βγήκε απ’ το αυτοκίνητο μηχανικά, χαιρέτησε την γριά καθαρίστρια στην είσοδο της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι του ξαδέρφου της.
Περίμενε λίγο. Το μυαλό της τριβέλιζε το όνειρο της. Ακόμα ένα όνειρο με τον Αναξίμανδρο…
Ξαναχτύπησε, πιο μανιασμένα τώρα, προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις της.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και εκεί μπροστά της έστεκε ο Αναξίμανδρος… γυμνός!!!
ΓΥΜΝΟΣ!!!
Το μυαλό της άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το όνειρο… Η πραγματικότητα… Ο Αναξίμανδρος εκεί μπροστά της… Γιατί; … Γιατί το έκανε αυτό; … Γιατί; … Τι ήθελε να της πει; … Τι είδους μήνυμα προσπαθούσε να της στείλει ο ξάδερφος της;
Ο Αναξίμανδρος εξαφανίστηκε μέσα στο υπνοδωμάτιο του, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη πίσω του. Η Σούζι στάθηκε ζαλισμένη στη μέση του σαλονιού. Ήταν γυμνός! Της άνοιξε ΓΥΜΝΟΣ! Τι άλλο έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος;;;
Αυτή η σκέψη την χτύπησε σαν πιάνο που έκανε ελεύθερη πτώση απ’ την κορυφή ουρανοξύστη. Τι άλλο έπρεπε να κάνει; Πως αλλιώς να το πει; Ξάδερφος ήταν!
«Η τώρα ή ποτέ!» μουρμούρισε στον εαυτό της η Σούζι και με μια αποφασιστική κίνηση έβγαλε το φόρεμα που φορούσε και ολόγυμνη, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο υπνοδωμάτιο…
*
Πάνος
– Σούζη, να σου εξηγήσω…
– Δε θέλω να μου εξηγήσεις, θέλω να με πηδ…
– ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! ακούστηκε ξαφνικά η τσιρίδα του Παύλου. Τι λέει αυτή, καλέ;
Αυτός, αυτή και ο μυστήριος έμειναν να κοιτάζονται για λίγα θολά δευτερόλεπτα.
– Δε με νοιάζει τίποτα! δήλωσε αποφασιστικά η Σούζη. Ήρθα για τον Ανάξ και θα τον πάρω!
– Πάνω από το πτώμα μου, πετάχτηκε πάλι ο Παύλος, αλλά πετάχτηκε κιόλας από τη θέση του μεταβάλλοντας το ισοσκελές τρίγωνο σε ευθεία. Η Σούζυ τον κοίταξε λάγνα.
– Γιατί πάνω από το πτώμα σου και όχι πάνω από το σώμα σου; τον ρώτησε κάνοντας τη φωνή της βραχνή, ωσάν της Καθλιν Τέρνερ στην Τσάινα Μπλου (περίπου).
Ο Αναξίμανδρος έντρομος είχε βγάλει το σκασμό τόση ώρα, αλλά ξαφνικά είδε νέες προοπτικές στην υπόθεση. Παραμέρισε τον Παύλο, πιάνοντάς τον τρυφερά από τις λαγόνες και ζύγωσε τη Σούζυ.
Δε χρειάστηκε να πουν τίποτα περισσότερο. «Δυο πόρτες έχει η ζωή…» μουρμούρισε η σχολική σύμβουλος και έπεσε με τα μούτρα στο δεύτερο τριολέ της, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες.
–
Λίγες ώρες αργότερα ένα ανώνυμο τηλεφώνημα έστειλε την Ασφάλεια Αθηνών στη Βούλα, στη μονοκατοικία του γνωστού συμβολαιογράφου Αναξίμανδρου Γ. Οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα, αφού δεν άνοιγε κανείς και αντίκρυσαν αντίκρυσαν άναυδοι ένα…
–
Έπρεπε να γίνει ένας φόνος, μπας και ξεκολλήσουμε από τις απανωτές παρτούζες…
*
Θανάσημος
…την πλησιάσανε και προσπαθήσανε να της μιλήσουν, αλλά η κυρά-Κούλα φαινότανε να βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτου σοκ. Δεν έβγαζε κιχ, δεν κουνιόταν απ’ την θέση της και δεν έδειχνε να καταλαβαίνει την παρουσία άλλων ανθρώπων. Απλά στεκόταν εκεί, με το σκουπόξυλο στο χέρι και κοίταζε το κενό… Οι αστυνομικοί μοιραστήκανε κι αρχίσανε να ψάχνουνε γρήγορα τα υπόλοιπα δωμάτια, ενώ ο Αποστόλης έμεινε να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τη γριά…
«Κυρία; ΚΥΡΙΑ;;;» της είπε με ψιλοάγριο ύφος, όπως κάνουν και οι Αμερικανοί στις ταινίες
Η κυρά-Κούλα, ούτε που τον κοίταξε. Αυτό του έκοψε λίγο την αρχική φόρα.
«Κυρία! Σε ‘σένα μιλάω! Τι έγινε ‘δω;» ξαναδοκίμασε.
Η κυρά – Κούλα παρέμεινε ακίνητη σαν άγαλμα…
Ο Αποστόλης δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να ακολουθήσει το βλέμμα της γριάς γυναίκας, μέχρι που έφτασε στον απέναντι τοίχο και είδε ένα γαλάζιο βάζο ακουμπισμένο επάνω σε ένα σεμεδάκι.
«Μάααααλιστα…» σκέφτηκε και αναρωτήθηκε τι θα έκανε σε αυτή την περίπτωση ο Μπρους Γουίλις, όταν εντελώς ξαφνικά, η κυρά – Κούλα έβγαλε μια τρομαχτική κραυγή, ανασήκωσε το σκουπόξυλο ψηλά στον αέρα και πρωτού ο Αποστόλης προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, του το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι.
Το τελευταίο πράγμα που κατάφερε να δει ο Αποστόλης καθώς έπεφτε ξερός στο πάτωμα, ήταν την κυρά – Κούλα να βγαίνει με φόρα απ’ την εξώπορτα. Σαν να του φάνηκε πως είδε και τον Μπρους να την κυνηγάει, αλλά δεν θα έπαιρνε και όρκο…
*
Πάνος
O Μπρους (Γουϊλις) δε δυσκολεύτηκε να προφτάσει την κυρά Κούλα, πριν η γραία εξέλθει του προκηπίου (Σαραντάκο, αν διαβάζεις, θα σε κάνουμε να τσιμπιέσαι…) Μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στην δέκα ημερών αξύριστη φάτσα του της έβαλε τρικλοποδιά και με μια αστραπιαία κίνηση της μάζεψε τα χέρια πίσω από την πλάτη και της πέρασε χειροπέδες. Ήταν πολύ ευχαριστημένος, το practice που έκανε για ενσαρκώσει τον αστυνόμο Μπέκα στο σήριαλ που ετοίμαζε το Alter, αποκτούσε ενδιαφέρον.
– Τalk! είπε άγρια στην κυρα Κούλα, που τα είχε παίξει.
– Όχι, όχι, θα τα πω όλα! δήλωσε εκείνη.
– Come on, old bich, dont’ say ohi to me!
– Όχι, όχι, θα μιλήσω, θα μιλήσω…
– Την τσάκωσες; Βέρυ γκουντ! είπε ο αστυνόμος Σταυρακάκης, που κατέφθασε ασθμαίνων. Πρέπει να μειώσω τα ξύδια, σκέφτηκε απομέσα του.
– This old woman dont’ talk, Stavrakis! είπε ο Μπρους και την τράνταξε, προς εκφοβισμόν.
– ΘΑ ΤΑ ΠΩ ΟΛΑ ΚΥΡΙΕ ΣΤΑΥΡΑΚΗ! φώναξε η κυρα-Κούλα. Που το βρήκατε αυτό το βόδι, ελληνικά του μιλάω και δεν καταλαβαίνει… συμπλήρωσε.
– ΣΤΑΥΡΑΚΑ_ΚΗΣ! είπε δυνατά ο αστυνόμος. OK Μπρους, θενξ αγορίνα μου, νάου άι τέικ όβερ, θενκιού.
Ο Μπρους κοίταξε για μια τελευταία φορά την κυρα Κούλα με ψαρωτικό ύφος και κατευθύνθηκε προς τη το εσωτερικό του σπιτιού, για να επιβλέψει τις έρευνες που γινόντουσαν εκεί. Ο Σταυρακάκης κάρφωσε το βλέμμα στην κυρα Κούλα, έβγαλε τσιγάρο και άναψε. Ο καπνός τον στράβωσε λίγο, γι’ αυτό καθυστέρησε τριάμισι δευτερόλεπτα να της απευθύνει το λόγο:
– Λέγε!
*
Θανάσημος
… Η κυρά – Κούλα τον κοίταξε έντρομη. Έμοιασε να ζυγιάζει την κατάσταση για λίγο. Στο τέλος ανασήκωσε του ώμους της σαν να μην είχε καμία σημασία ούτως ή άλλως, άνοιξε το στόμα της και είπε απλά:
«Τον λένε Πάνο…»
«Ποιον;» είπε ο Σταυρακάκης και έσμιξε τα φρύδια του
«Τον Θεό…» είπε η κυρά – Κούλα και κοίταξε με δέος προς τον ουρανό…
«Τον ΠΟΙΟΝ;;;» είπε ο Σταυρακάκης και γούρλωσε τα μάτια του.
«Έχει μπλογκ…» είπε η κυρά Κούλα και κάρφωσε τα μάτια της στον αστυνόμο. «Αυτός τους σκότωσε…»
Μια χοντρή σταγόνα ιδρώτας κύλισε απ’ το μέτωπο του Σταυρακάκη και έφτασε στην άκρη της μύτης του.
«Τι λες κυρία μου;;;» έβαλε τις φωνές στο τέλος. «Είσαι σοβαρή;;;»
Η κυρά – Κούλα τον κοίταξε απειλητικά
«Είμαι ζωντανή…»
(…)
είπε απλά η κυρά – Κούλα και έσυρε το βλέμμα της πάνω απ’ τον ώμο του.
Μια σιωπή έπεσε στον χώρο, καθώς ο Σταυρακάκης προσπαθούσε να καταλάβει εάν η γριά τον δούλευε ή εάν ήταν απλώς τρελή. Η κυρά – Κούλα από την άλλη έμοιαζε να αφουγκράζεται την ηρεμία.
«Και…» δοκίμασε την τύχη του άλλη μια φορά ο Σταυρακάκης, «εσύ όλα αυτά ΠΟΥ τα ξέρεις;» ρώτησε καχύποπτα.
«Τα άκουσα…» είπε η γριά καθαρίστρια
«Από ΠΟΥ;» είπε ο Σταυρακάκης
«Από τον καναπέ…» είπε ήρεμα η γριά
Ο Σταυρακάκης άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά δεν έβγαλε κιχ. Κοίταξε για λίγο την γριά και ύστερα της είπε συγκαταβατικά:
«Κατάλαβα…»
«Δεν κατάλαβες…» είπε η γριά με στριγκιά φωνή και τον κοίταξε με αποφασιστικότητα. «Δεν κατάλαβες τίποτα! Είμαστε όλοι μας σε κίνδυνο Θανάσημο!»
‘Ενα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά του γέρου αστυνομικού. Ξαφνικά είχε την διαίσθηση ότι αυτή η τρελή γριά του έλεγε την αλήθεια.
«Κύριε Αστυνόμε!» ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σπίτι. «Νομίζω ότι πρέπει να το δείτε αυτό…»
Ο Σταυρακάκης γύρισε προς τη μεριά του υπαστυνόμου και ρώτησε: «Τι έγινε; Βρήκατε τα πτώματα;»
«Εεεε, όχι ακριβώς…» είπε ο νεαρός στην πόρτα
«Τι τότε;» είπε ο Σταυρακάκης και τον κοίταξε αυστηρά.
«Εεεε… οοοο καναπές κύριε αστυνόμε…»
«Τι, ο καναπές;» είπε ο Σταυρακάκης και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Εεεε… μιλάει…» είπε ο υπαστυνόμος και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του.
«ΜΙΛΑΕΙ;;;» είπε ο Σταυρακάκης και σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό. «Για όνομα του Θεού!»
Ο υπαστυνόμος έμεινε ακίνητος στη θέση του, προσπαθώντας να δείχνει φυσιολογικός. Ο Σταυρακάκης τον κοίταξε για αρκετή ώρα, μέχρι που αργά – αργά συνειδητοποίησε ότι ο υπαστυνόμος του έλεγε την αλήθεια. Ξαφνικά τα γόνατα του άρχισαν να τρέμουν. Στο τέλος, άνοιξε το στόμα του και είπε:
«Και… τι λέει;»
«Τα κάλαντα…» είπε ο υπαστυνόμος και έβαλε τα κλάματα…
*
Το συνεργατικό τελείωσε κάπου εδώ. Θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά μας έλειπε αυτό που λείπει πάντα από τις ομαδικές προσπάθειες: η οργάνωση.