Με αφορμή την πλούσια πλέον δημοσιογραφική έρευνα για το αποκαλούμενο predatorgate, κάποιοι μιλούν για άνθιση της ελληνικής δημοσιογραφίας. Με δεδομένο, μάλιστα, το δυστοπικό περιβάλλον στα ΜΜΕ σήμερα, σε επίπεδο ποιότητας, αξιοπιστίας κι ελευθερίας, δεν αποφεύγουν τα αναμενόμενα ίσως, κλισέ για «λουλούδια που ανθίζουν στο βάλτο» κι άλλα γλαφυρά.
Της Μάχης Νικολάρα*
Πιστεύω ότι η πραγματικότητα είναι ελάχιστα γλαφυρή. Κι αυτό μόνο λόγω του πάθους για καλή δημοσιογραφια, που εμπνέει ακόμη αρκετούς. Δεν είναι μόνο ότι τα «λουλούδια» της ερευνητικής δημοσιογραφίας είναι λίγα και μοναχικά – οι ερευνητές δημοσιογράφοι ήταν, στην Ελλάδα και στον κόσμο, πάντα λίγοι σε σχέση με το σύνολο των ανθρώπων που βιοπορίζονται από την δημοσιογραφία. Είναι που ήταν τόση η λαχτάρα τους να «ανθίσουν», που μόνα τους όργωσαν κι έσπειραν το λιβάδι τους. Έφτιαξαν δικά τους, ανεξάρτητα Μέσα κι έκτοτε παλεύουν να γίνουν Μαζικής Ενημέρωσης. Ακόμη και σήμερα, οι περισσότεροι γνωρίζουν την δυσώδη υπόθεση των παρακολουθήσεων ως άλλη μια αφορμή πολιτικής αντιπαράθεσης, λίγο πάνω ή έξω από τις δικές τους έγνοιες. Γι’ αυτό άλλωστε και τους παρουσιάζεται ως τέτοια.
Τον Απρίλιο του 2022, αμέσως μετά την καταγγελία του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη ότι το κινητό του είχε μολυνθεί με το κακόβουλο λογισμικό predator, το InsideStory.gr και το ReportersUnited.gr, δημοσίευσαν, σχεδόν ταυτόχρονα, τις πρώτες πολύμηνες έρευνες τους για το θέμα. Δεν τις αναπαρήγαγε σχεδόν κανένα από τα mainstream ΜΜΕ, παρά μόνο Μέσα ανάλογης συνεργατικής και ανεξάρτητης φιλοσοφίας, όπως η Εφημερίδα των Συντακτών ή το The Press Project. Και όχι επειδή δεν πίστεψαν τα ρεπορτάζ που ούτως ή άλλως, από την φύση της δουλειάς που είχε γίνει, προσέφεραν προς διασταύρωση πλήθος τεκμηρίωσης. Εξάλλου, όπως κάνουν τώρα μεγάλα Μέσα, όπως η Καθημερινή, το Βήμα, τα Νέα, θα μπορούσαν να κάνουν τα δικά τους ρεπορτάζ και να διαψεύσουν ή να προχωρήσουν την έρευνα σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερες πτυχές. Όπως γίνεται τώρα. Αυτή είναι η λογική της δημοσιογραφικής έρευνας.
Πήγε Ιούλιος και τα κόμματα της αντιπολίτευσης άρχισαν να «σηκώνουν» το θέμα μόνο, όταν ο αποκαλύφθηκε η απόπειρα παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Κι όμως, η πρώτη παρακολούθηση δημοσιογράφου, του Σταύρου Μαλιχούδη, αποκαλύφθηκε από την ΕφΣυν, τον Νοέμβριο και μάλιστα με έγγραφο της ΕΥΠ για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του. Χρειάστηκε η δημοσίευση από το Documento της λίστας με τα θύματα παρακολούθησης, για να παίξει το θέμα στα κανάλια και να αναπαραχθεί ευρέως.
Όσο κι αν η κυβέρνηση ήθελε να συγκαλύψει το θέμα, όποια κι αν είναι η επίδραση της διαβόητης λίστας Πέτσα, όσο φιλικά στην κυβέρνηση και να είναι τα περισσότερα ΜΜΕ, τα τόσο καθυστερημένα αντανακλαστικά σε ένα τέτοιας βαρύτητας θέμα, λένε πολλά για την κατάσταση των ΜΜΕ.
Η ζημιά στον Τύπο, έντυπο, ηλεκτρονικό, ψηφιακό, την τελευταία 12ετία, είναι δομική. Όχι μόνο οικονομική, όχι μόνο εργασιακή. Οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ δεν είναι πλέον εκδότες με την παραδοσιακή έννοια έστω και στην διαπλεκόμενη με την εξουσία εκδοχή της. Είναι επιχειρηματίες. Κυνηγάνε τα κλικ. Καθορίζονται από τα κλικ. Είναι γι’ αυτούς αχρείαστη πολυτέλεια μια έρευνα που θα διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες. Δεν πληρώνουν δημοσιογράφους για να ερευνήσουν ένα θέμα αλλά για να φέρουν κλικ.
Σε αυτό το περιβάλλον οι δημοσιογράφοι που μπορούν και θέλουν να κάνουν έρευνα ακόμη και για πολιτικά μη ενοχλητικά θέματα (αν υπάρχουν τέτοια) δεν βρίσκουν στέγη. Έτσι συναντήθηκαν νεότεροι αλλά και πιο έμπειροι δημοσιογράφοι και δημιούργησαν, τα τελευταία χρόνια, μικρές ομάδες, συνεταιρισμούς, κολεκτίβες, όπως οι Reporters United, οι Manifold, οι Solomon, το Inside Story, το ΜΙR. Οι ανεξάρτητες αυτές ομάδες έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, συγκοινωνούν μέσω κάποιων προσώπων και μοιράζονται δύο θεμελιώδη προβλήματα: πώς θα αναμεταδώσουν τα ρεπορτάζ τους, και το βασικότερο όλων, πώς θα χρηματοδοτηθούν.
Τα χρηματοδοτικά μοντέλα που ακολουθούν – συνδρομές, crowdfunding, συμμετοχή σε προγράμματα της ΕΕ αλλά και Οργανισμών για την προώθηση της δημοσιογραφίας – δεν επαρκούν. Η ανεξαρτησία έχει κόστος, πολλών επιπέδων.
Όσο για την κοινωνία και τους πολίτες, είναι ίσως μια αφορμή για να εμπεδωθεί ότι όποιος πληρώνει για την ενημέρωση τους, την καθορίζει κιόλας. Στις Η.Π.Α, η μάστιγα των ψευδών ειδήσεων έφερε στην όψιμη και την μετά Τραμπ εποχή, αύξηση στις συνδρομές στα μεγάλα, αξιόπιστα ΜΜΕ. Αν πρέπει να ανθίσει λοιπόν κάτι, στο «βάλτο» της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι η ευαισθητοποίηση των πολιτών που ενδιαφέρονται για σοβαρή, αξιόπιστη ενημέρωση, με πολυφωνία και έρευνα σε βάθος. Τα «λουλούδια» χρειάζονται νερό για να ανθίσουν.
*Η Μάχη Νικολάρα είναι Δημοσιογράφος στην ΕΡΤ, Ειδική Γραμματέας του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ και Πρόεδρος ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης και Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων Όλων των Δημοσιογράφων