«Στο έχω πει αυτό;» ρωτάει ο ένας. «Δυο, αν όχι τρεις φορές» απαντάει ο άλλος. «Τι να κάνουμε, έτσι είναι με τις διηγήσεις όταν γερνάς». Δυο έκτακτοι ηλικιωμένοι κύριοι περπατούν και συζητούν στο τελευταίο έργο του Πέτερ Χάντκε με τίτλο «Διαλογική συζήτηση» που ανεβαίνει μεθαύριο σε θεατρική διασκευή στο περίφημο Burgtheater της Βιέννης.
Ο ένας γκρινιάζει με τις παρέες των νέων που κατακλύζουν τα πεζοδρόμια χωρίς να τον προσέχουν, αν και το ωροσκόπιό του τού υποσχέθηκε το πρωί: «Σήμερα είστε ακαταμάχητος!». Ο άλλος θυμάται τον παππού του τον σαδιστή που ασβέστωνε στα δέντρα τις φωλιές με τις σφήκες για να ψοφήσουν. Αναπόληση και αναζήτηση συντεταγμένων στον αλλαγμένο κόσμο του σήμερα, συνειρμικές στιχομυθίες με ρινίσματα αναμνήσεων, σκέψεις και παρατηρήσεις, στοχαστικές παρεμβολές του γήρατος. Εξάλλου και ο ίδιος ο συγγραφέας κλείνει σήμερα αισίως τα ογδόντα.
Πέρασαν δεκαετίες από το επαναστατικό για την εποχή του, το 1966, θεατρικό έργο «Βρίζοντας το κοινό». Την ίδια χρονιά, μόλις εικοσιτετράχρονος τότε, ο νεαρός Χάντκε τολμούσε να πει καταπρόσωπο στους καλύτερους συγγραφείς της μεταπολεμικής Γερμανίας που είχαν συγκεντρωθεί στο Πρίνστον ότι είναι «ανίκανοι να περιγράψουν τον κόσμο». Καταγγελία της ανίας, οργή για τα τετριμμένα. Και όπως τόσο συχνά θα πρέπει να αναζητήσει κανείς την καταγωγή της οργής στα παιδικά χρόνια, τα οποία ο Χάντκε πέρασε σε φτωχικές συνθήκες στη γενέτειρά του, το Γκρίφεν της Καρεντίας, στην Αυστρία. Η μητέρα του είναι πλύστρα, ο άνδρας της πίνει και τη δέρνει. Μόλις λίγο πριν πάρει το απολυτήριο γυμνασίου ο γιος μαθαίνει την αλήθεια: ο μέθυσος είναι απλά πατριός του, ο ίδιος είναι νόθο παιδί ενός Γερμανού στρατιώτη. Το 1961 αρχίζει νομικές σπουδές στο Γκρατς, τις οποίες εγκαταλείπει όταν ο οίκος Suhrkamp δέχεται το χειρόγραφο του πρώτου έργου του, που εκδίδεται το 1965 με τίτλο «Σφήκες». Η μητέρα του θα αυτοκτονήσει το 1971 και ο γιος της καταγράφει τη ζωή και τον θάνατό της στο πεζό «Ανέμελη Δυστυχία».
Ένας μοντέρνος κλασσικός
Τότε ακριβώς, στις δεκαετίες του 60 και του 70, ο Χάντκε καθιερώνεται ως ένας από τους αντάρτες στο γερμανόφωνο λογοτεχνικό στερέωμα. Σ’ εκείνα τα χρόνια ανάγονται και οι πιο κλασσικοί του τίτλοι: «Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι», «Η ώρα της αληθινής αίσθησης», «Η αριστερόχειρη γυναίκα», «Ο Κινέζος του πόνου». Η αμφισβήτηση των τετριμμένων γνωστικών σχημάτων για την πρόσληψη της πραγματικότητας είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σκέψης και της πρόζας του Χάντκε.
Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίζεται να διαμορφώσει μια μοντέρνα «επική γραφή», μέσα από την οποία η πραγματικότητα αφήνεται να πει μόνη της το τραγούδι της χωρίς τα μαλάματα και τα φτιασίδια και τα γιατροσόφια των δικών μας στερεότυπων γι’ αυτήν, χωρίς τη μέγγενη των προδιαγεγραμμένων σημασιών. Είναι μια γραφή ποιητική και επίπονη, σχεδόν βασανιστική για τον αναγνώστη. Θα της παραδοθεί αμαχητί, αν ανακαλύψει το μυστικό της.
Μια αποτυχημένη πολιτική παρέμβαση
Στα στερεότυπα προσπάθησε να αντιταχθεί ο Πέτερ Χάντκε και κατά την κατ’ εξοχήν πολιτική περίοδό του, τη δεκαετία του 90, όταν με μια σειρά κειμένων και ταξιδιωτικών σημειώσεων στηλίτευσε τις δυτικές επιλογές σε σχέση με τη διαλυόμενη Γιουγκοσλαβία. Προσπάθησε να δείξει ότι η απόλυτη ενοχοποίηση της μιας μόνο πλευράς σε έναν εμφύλιο και η εθελοτυφλία στις ευθύνες της άλλης είναι παραλογισμός και κατάφωρη αδικία. Δεν τα κατάφερε. Η δημόσια σφαίρα δεν μπορούσε να αποδεχθεί ένα διάσημο συγγραφέα που υπονόμευε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη νομιμοποίηση των νατοϊκών βομβαρδισμών στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο Χάντκε κηρύχθηκε αποσυνάγωγος. «Είμαι ιδιώτης με την ελληνική έννοια», δήλωσε σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο του τον ρόλο του απόβλητου από τον δήμο και την αγορά. Παρ’ όλα αυτά η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το 2019 το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το πολύπλευρο και καινοτόμο συγγραφικό του έργο.
Ο οργισμένος νέος είναι πια πρεσβύτης. Στο σπίτι του στη Σαβίλ έξω από το Παρίσι εξακολουθεί να γράφει καθημερινά, σε λευκό χαρτί με μολύβι και γόμα δίπλα. Κατά τα άλλα περνά όπως όλοι οι γηραιοί κύριοι, αδημονεί αν θα του φέρουν έγκαιρα το πετρέλαιο για τον χειμώνα, φοβάται μήπως κάποιο βράδυ κοιμηθεί και δεν ξαναξυπνήσει, μιλά με τις κόρες του, ταξιδεύει λιγότερο γιατί οι θέσεις στα αεροπλάνα είναι πια πολύ άβολες, κάνει βόλτες στο δάσος μαζεύοντας μανιτάρια κι όταν η μέρα είναι φεγγερή πηγαίνει στη λιμνούλα εκεί κοντά. Είναι στην όχθη ένα ιταλικό εστιατόριο που κάνει καταπληκτικές αγκινάρες με γαρίδες.
ΠΗΓΗ: Δς – Σπύρος Μοσκόβου