Στην αρχή της ουκρανικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μας διαβεβαίωνε ότι ο πληθωρισμός, που είχε προκληθεί από την απότομη αύξηση της τιμής της ενέργειας, θα διαρκούσε λίγο.
του Pascal Riché (*)
Αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, πριν από λίγες ημέρες η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι ο πληθωρισμός ακόμη δεν έχει κορυφωθεί. Όμως, τον περασμένο μήνα ο δείκτης τιμών καταναλωτή επιβραδύνθηκε στην Ευρωζώνη για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2021. Μήπως, λοιπόν, η πυξίδα της ΕΚΤ δείχνει προς Νότο;
Προς υπεράσπιση των κεντρικών τραπεζιτών, θα πρέπει να πούμε ότι σήμερα όλος ο κόσμος τα έχει χαμένα όταν πρόκειται για την πρόβλεψη των τιμών. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: Τη διάθεση του Πούτιν, την Covid στην Κίνα, τις δυνατότητες προσαρμογής των βιομηχάνων, τις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς…
Ποιος θα ήθελε σήμερα να είναι στη θέση της Κριστίν Λαγκάρντ; Σε αυτό το χάος των αβεβαιοτήτων, η ΕΚΤ θα πρέπει μέχρι το τέλος του έτους να λάβει μία απόφαση: Θα συνεχίσει να πατάει φρένο στην ευρωπαϊκή οικονομία;
Αυτό το φρένο, μέσω της τιμής των επιτοκίων, είναι ένα χοντροκομμένο εργαλείο. Αυξάνοντας τα επιτόκια, η ΕΚΤ καθιστά ακριβότερο τον δανεισμό, γεγονός που βαραίνει στην κατανάλωση και τις επενδύσεις. Έτσι πέφτει η ζήτηση, άρα και η πίεση στις τιμές. Από τον περασμένο Ιούλιο, η Τράπεζα έχει αυξήσει τρεις φορές τα επιτόκια (συνολικά κατά δύο μονάδες). Πρέπει να συνεχίσει να το κάνει, την ώρα που διαφαίνεται η ύφεση;
Όταν πατάς υπερβολικά φρένο, υπάρχει κίνδυνος να βυθίσεις την οικονομία σε μία βαθιά κοινωνική κρίση. Όταν δεν πατάς καθόλου φρένο, υπάρχει κίνδυνος να επιταχυνθεί η αύξηση των τιμών και η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο. Ένας διάσημος διοικητής της Μπούντεσμπανκ, ο Καρλ-Ότο Πελ, είχε συγκρίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τον πληθωρισμό με την οδοντόκρεμα: «Βγαίνει εύκολα από το σωληνάριο, πολύ δύσκολα όμως ξαναμπαίνει».
Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι ο πληθωρισμός το 2022 στην Ευρώπη δεν οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Αν συνέβαινε αυτό, η αύξηση των επιτοκίων θα ήταν δικαιολογημένη και αποτελεσματική. Όμως όχι: Κατά τα δύο τρίτα, αυτή η αύξηση του πληθωρισμού οφείλεται στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και των τροφίμων. Με άλλα λόγια, μία νέα αύξηση των επιτοκίων, σαν κι αυτή που αναμένεται να κάνει η ΕΚΤ στις 15 Δεκεμβρίου, δεν θα λύσει τίποτα. Εκτός εάν η τράπεζα θέλει να μιμηθεί τον χειρουργό που σπεύδει να κόψει ένα πόδι για να μην επεκταθεί η γάγγραινα.
Όμως αυτό το μέτρο είναι άδικο, γιατί αναγκάζει τον ευρωπαϊκό πληθυσμό να πληρώσει με τη μορφή της ανεργίας και της πτώσης της αγοραστικής δύναμης ένα εξωτερικό σοκ. Υπάρχει, λοιπόν, άλλος δρόμος; Ίσως. Δεν ανήκει στις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και απαιτεί πολιτικό θάρρος. Τα κράτη στηρίζουν προς το παρόν τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών. Θα μπορούσαν, όμως, να κάνουν κάτι περισσότερο: Να φορολογήσουν τα έσοδα των πλουσίων και τα υπερκέρδη των εταιρειών και να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για να στηρίξουν την αγοραστική δύναμη των ευάλωτων νοικοκυριών.
Αυτήν την πρόταση δεν την κάνει κανένα στέλεχος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά ο Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της.
(*) Ο Πασκάλ Ρισέ είναι αρθρογράφος του περιοδικού L’ Obs
(Πηγή: L’ Obs)