Η έρευνα του Νικόλα Ζηργάνου, που δημοσιεύθηκε στο Solomon και την Εφημερίδα των Συντακτών, αποκάλυψε μέσα από αποκλειστικά έγγραφα και φωτογραφίες πώς δύο κυκλαδικά ειδώλια, που κατέληξαν στις συλλογές Leonard Stern και Shelby White, αποτελούν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας.
Και τα δύο κυκλαδικά ειδώλια είχαν πουληθεί από αρχαιοκάπηλους στον Ιταλό αρχαιοπώλη, καταδικασμένο για αρχαιοκαπηλία σε Ελλάδα και Ιταλία, Τζιανφράνκοι Μπεκίνα. Στη συνέχεια πουλήθηκαν από τον Μπεκίνα στον Ιάπωνα αρχαιοπώλη Χοριούσι για να πάρουν μια σκοτεινή διαδρομή που κατέληξε στην Νέα Υόρκη.
Σε αυτό το κείμενο, ο Νικόλας Ζηργάνος παρουσιάζει πώς το παγκόσμιο δίκτυο αρχαιοκαπηλίας «ξεπλένει» αρχαιότητες που στη συνέχεια εκτίθενται ως «νόμιμες» σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ανά τον κόσμο, και αναδεικνύει το ρόλο των συλλεκτών στην ανάπτυξη αυτής της παγκόσμιας αγοράς.
«Οι συλλέκτες είναι οι πραγματικοί αρχαιοκάπηλοι»
Όταν, το 1993, ο καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κέημπριτζ, Κόλιν Ρένφριου, διατύπωνε αυτόν τον αφορισμό, είχε ήδη βιώσει μέσω των ανασκαφών που διεξήγαγε στην Μήλο, την Αμοργό και τον Κάβο Δασκαλιού στην Κέρο, την τεράστια καταστροφή που προκάλεσαν οι αρχαιοκάπηλοι στα Κυκλαδονήσια.
Οι σαρωτικές αρχαιοκαπηλίες, οι οποίες προηγήθηκαν της ανασκαφικής έρευνας των αρχαιολόγων, κατέστρεψαν πολύτιμες πληροφορίες και αυτός είναι ένας βασικός λόγος που γνωρίζουμε τόσο λίγα για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό και την κοινωνία που τον γέννησε.
Μέχρι την δεκαετία του 1930, η κυκλαδική τέχνη θεωρείτο, ακόμη και από πολλούς αρχαιολόγους, ως υποδεέστερη, ορισμένοι την αποκαλούσαν «βαρβαρική» και οπωσδήποτε δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Όταν όμως την ανακάλυψαν ο Μπρανκούζι, ο Πικάσο και άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα, άρχισε να δημιουργείται μια μόδα, η οποία προκάλεσε και την ζήτηση κυκλαδικών ειδωλίων στην παγκόσμια αγορά τέχνης. Η ζήτηση ήταν αυτή που προκάλεσε την προσφορά και κατά την δεκαετία ’60-’70 κορυφώθηκε η λεηλασία των Κυκλάδων προκειμένου να τροφοδοτηθεί η ακόρεστη δίψα των ιδιωτών συλλεκτών και των Μουσείων.
Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του καθηγητή αρχαιολογίας Χρήστου Ντούμα, σε ημερίδα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, στην Αντίπαρο (15-09-2018):
«Η αυξημένη ζήτηση Κυκλαδικών ειδωλίων στο διεθνές εμπόριο αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του 1960, ήταν το κίνητρο για την ολοσχερή καταστροφή ολόκληρων νεκροταφείων…». «Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την έκδοση του μνημειώδους τόμου που της αφιέρωσε ο Christian Zervos, η προϊστορική τέχνη των Κυκλάδων έγινε ευρύτερα γνωστή και κέντρισε το ενδιαφέρον ματαιόδοξων ανθρώπων να περιλάβουν έργα της στις συλλογές τους. Έτσι ξεκίνησε η υποβάθμισή της σε είδος εμπορεύσιμο, αγνοώντας τις άλλες αξίες που αντιπροσωπεύει. Σημαντικότερη από αυτές, η επιστημονική αξία των ειδωλίων, που αποτελούν ιστορικά τεκμήρια μιας κοινωνίας που δεν υπάρχει πια. Αποκομμένα όμως από το περιβάλλον στο οποίο οι κάτοχοι ή χρήστες τους τα είχαν αποθέσει, δηλαδή από τις ανασκαφικές τους συνάφειες, έχουν απωλέσει εντελώς αυτή την αξία. Με την εμπορευματοποίησή τους αναδείχτηκε πρωτίστως η οικονομική τους αξία, η οποία, για ορισμένους αδαείς αλλά πλουσίους, αποτέλεσε και το μόνο κίνητρο απόκτησής τους. Έτσι, η ζήτηση στην αγορά αυξήθηκε, με συνέπεια αφενός την εκτεταμένη λεηλασία πρωτοκυκλαδικών νεκροταφείων και την λαθραία εξαγωγή ειδωλίων εκτός Ελλάδας και αφετέρου την παραγωγή κίβδηλων. Μεγάλοι συλλέκτες και ιδιωτικά μουσεία επινόησαν διάφορους τρόπους για τη νομιμοποίηση και την πιστοποίηση γνησιότητας».
Οι αρχαιοπώλες της Δύσης παρέκαμψαν τη Διεθνή Συνθήκη της UNESCO για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών του 1970, εκμεταλλεύτηκαν την χαλαρή, ελλιπή και αντικρουόμενη νομοθεσία των επιμέρους κρατών και την απουσία διασυνοριακών ελέγχων, αγόρασαν μαζικά αρχαιότητες απ’ ευθείας από τους αρχαιοκάπηλους, αποθήκευσαν κυρίως στα άνευ τελωνιακού ελέγχου «free port» της Γενεύης και της Βασιλείας, στην μαύρη τρύπα της Ελβετίας το «εμπόρευμα», το «ξέπλυναν» μέσω τριγωνικών συναλλαγών και παρένθετων προσώπων με τρόπο παρόμοιο με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και γέμισαν τις προθήκες μουσείων και ιδιωτών συλλεκτών, που έψαχναν κοινωνική αναγνώριση.
Αυτό το πλιάτσικο ντύθηκε ιδεολογικά με την θεωρία των «ορφανών» αρχαιοτήτων. Τον όρο «ορφανά» υιοθέτησε πρώτη η αρχαιολόγος Pat Getz-Preziosi αναφερόμενη στις αρχαιότητες χωρίς προέλευση, δηλαδή χωρίς γνώση της τοποθεσίας όπου βρέθηκαν (από λαθρανασκαφές), αρχαιότητες για τις οποίες έχει χαθεί το αρχαιολογικό πλαίσιο.
Την ανάπτυξη της θεωρίας των «ορφανών» ανέλαβε ο πρώην διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, Φίλιπ ντε Μοντεμπέλο, ο οποίος για να δικαιολογήσει τα μεγάλα μουσεία που αγοράζαν «ορφανά», υποστήριξε: «…αυτά τα χωρίς προέλευση αντικείμενα, είναι ορφανά, έχει χαθεί η πατρότητά τους, μέσω της απουσίας γνωστού τόπου ανεύρεσης. Όμως, θα εγκατέλειπαν οι αρχαιολόγοι στο δρόμο ένα ορφανό παιδί, μια κρύα μέρα με βροχή, ή θα έψαχναν ένα ορφανοτροφείο; Εμείς, τα Μουσεία, είμαστε τα ορφανοτροφεία αυτών των αντικειμένων».
Απέναντι σε αυτή την αποικιοκρατική φιλανθρωπία, στάθηκαν κάποιοι -κυρίως Βρετανοί, αλλά και Αμερικανοί- καθηγητές αρχαιολογίας, με κορυφαίο τον Κόλιν Ρένφριου, οι οποίοι αντέκρουσαν την θεωρία των ορφανών και απέδειξαν την ανυπολόγιστη καταστροφή που προκαλούν οι «υιοθεσίες» αρχαιοτήτων χωρίς προέλευση και ιστορικό ιδιοκτησίας.
Οι αρχαιολόγοι Κρίστοφερ Τσίπιντεηλ (Οξφόρδη) και Ντέβιντ Τζιλ (Σουόνσι) μελέτησαν το 1993 την προέλευση πέντε σύγχρονων μεγάλων ιδιωτικών συλλογών (μεταξύ των οποίων οι συλλογές των George Ortiz, Leon Levy και Shelby White και Fleischman) και απέδειξαν ότι μόνο το 18% (101 από τις 569 αρχαιότητες) ανήκαν προηγουμένως σε κάποιο άλλο συλλέκτη. Το 82% δεν είχε κανένα ιστορικό προέλευσης, είχαν δηλαδή παρουσιαστεί «από το πουθενά».
Οι Τσίπιντεηλ και Τζιλ, σε νεότερη έρευνά τους (2000) κατέληξαν μετά την μελέτη 1.396 κυκλαδικών ειδωλίων που βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία του εξωτερικού, ότι μόλις 29 (δηλαδή το 2%) έχουν αρχαιολογικό πλαίσιο, 1.039 (74%) ήταν άγνωστα πριν το 1973 (όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσχώρησαν στην συνθήκη της UNESCO για την προστασία των αρχαιολογικών αγαθών) και 529 αντικείμενα έγιναν γνωστά για πρώτη φορά με την έκθεσή τους, χωρίς να υπάρχει ιστορικό προέλευσης.
Όσο δε για την συλλογή Shelby White (περιλαμβάνει και κυκλαδικά), η οποία εκτέθηκε το 1990 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (σε έκθεση με τίτλο Glories of the Past), γνωστή προέλευση είχαν μόλις το 4% των εκτεθειμένων αρχαιοτήτων με το 90% να στερείται εντελώς προέλευσης και ένα 6% να βρίσκεται σε μια γκρίζα ζώνη.
Ο καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, Ρικάρντο Ελία, έγραψε τον Οκτώβριο του 1994, με αφορμή την έκθεση “A Passion for Antiquities” της ιδιωτικής συλλογής αρχαιοτήτων της Μπάρμπαρα και του Λώρενς Φλάισμαν στο Αμερικανικό, ιδιωτικό μουσείο Getty:
«Η λεηλασία αρχαιολογικών χώρων αρχίζει και τελειώνει με τους συλλέκτες. Οι συλλέκτες δημιουργούν τη ζήτηση για τις αρχαιότητες και προσφέρουν, αν και εμμέσως, την χρηματοδότηση για τις παράνομες ανασκαφές. Οι αρχαιοπώλες (dealers) υποστηρίζουν τη ζήτηση μέσω αρχαιοκαπηλικών δικτύων. Η σχέση μεταξύ του συλλέγειν και του λεηλατείν είναι τόσο ισχυρή, που δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι οι συλλέκτες είναι οι πραγματικοί αρχαιοκάπηλοι».