«Η πιο σκληρή πραγματικότητα που βιώσαμε το 2022 είναι το γεγονός ότι χάσαμε τουλάχιστον 15.000 συνανθρώπους μας»
Της Αθηνάς Λινού
Αυτό το Δεκέμβριο η ανθρωπότητα πορεύεται προς τη συμπλήρωση της τρίτης χρονιάς συμβίωσης με τον κορονοϊό. Μια εμπειρία η οποία έχει ταλαιπωρήσει αφάνταστα τους κατοίκους όλων των ηπείρων σε Υγειονομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Κάθε χώρα πορευόμενη προς το τέλος αυτής της χρονιάς διερωτάται τι κερδίσαμε, τι χάσαμε, τι μάθαμε αυτή τη χρονιά. Το ζητούμενο όμως είναι τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι τόσο για την επόμενη χρονιά στην οποία μπαίνουμε και για την οποία δεν έχουμε καμία βεβαιότητα ότι δε θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα του κορονοϊού, ενώ ταυτόχρονα αναμετριόμαστε με την πιθανότητα να αντιμετωπίσουμε μία νέα πανδημία. Όλοι διερωτόμαστε κατά πόσο θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη πανδημία που αναμφισβήτητα είτε εμείς είτε τα παιδιά μας θα αντιμετωπίσουμε στο ορατό μέλλον.
Κοιτώντας λοιπόν πίσω στο 2022 βλέπουμε πολλά πράγματα που καταφέραμε τόσο σαν ανθρωπότητα όσο και σαν κράτος αλλά και πολλά στα οποία αποτύχαμε ή θα μπορούσαμε να είχαμε πάει καλύτερα. Το 2022 είναι η χρονιά στην οποία μπήκαμε ελπίζοντας ότι σύντομα θα απολαύσουμε το τέλος της πανδημίας και την επιστροφή μας στην κανονικότητα. Παρόλ’ αυτά, βιώσαμε τη συνέχιση της πανδημίας με διαφοροποίηση της συμπεριφοράς του μεταλλαγμένου πλέον ιού. Μετά τις εμπειρίες με έναν εξαιρετικά επιθετικό ιό βιώσαμε ένα νέο ίδιο ιό ή μάλλον μία καινούργια μετάλλαξη η οποία ήταν μεν λιγότερο θανατηφόρα αλλά πάρα πολύ πιο μεταδοτική. Η καλή βέβαια εξέλιξη στην αρχή σχεδόν της χρονιάς ήταν η αδειοδότηση ενός αντιικού φαρμάκου το οποίο είναι εξαιρετικά αποδοτικό αν δοθεί στον ασθενή έγκαιρα και ταυτόχρονα η διαπίστωση ότι το εμβόλιο προστατεύει επαρκώς από σοβαρή νόσο και θάνατο.
Στα μέσα της χρονιάς διαπιστώσαμε την αποδοτικότητα της αναμνηστικής δόσης των εμβολίων, ενώ από τις αρχές Οκτωβρίου έχουμε στη διάθεσή μας το δισθενές εμβόλιο κατά του κορονοϊού το οποίο αντιμετωπίζει τις μεταλλάξεις που έχουν καταστεί επικρατούσες σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Εκτός από αυτές τις επιτυχίες, ειδικά για τη χώρα μας ήταν μεγάλη ανακούφιση η δυνατότητα που μας έδωσε η ψηφιακή οργάνωση των εμβολιασμών και η δυνατότητα παρακολούθησης του πληθυσμού από πλευράς συχνότητας εμβολιασμών. Η δυνατότητα αυτή, η οποία παράλληλα μας έδινε την πληροφορία για τη συχνότητα εμβολιασμών όπως και για τη συχνότητα αναμνηστικών δόσεων ανά ηλικία και φύλο θα μπορούσε αν είχε αξιοποιηθεί επαρκώς να σώσει αρκετές ζωές συνανθρώπων μας.
Η πιο σκληρή όμως πραγματικότητα που βιώσαμε το 2022 είναι το γεγονός ότι χάσαμε τουλάχιστον 15.000 συνανθρώπους μας σε ένα χρόνο, ενώ τα δύο προηγούμενα χρόνια από την αρχή δηλαδή του 20 μέχρι το τέλος του 21 είχαμε χάσει αθροιστικά 20.000 ανθρώπους. Και η αναλογικά πολύ μεγαλύτερη θνητότητα, συνέβη το 2022, ενώ είχαμε ήδη στη διάθεση μας εμβόλια, ατομικά μέτρα προστασίας, πολλά διαγνωστικά τεστ και αρκετά θεραπευτικά μέτρα μέτριας ή μεγάλης αποτελεσματικότητας.
Ήταν επίσης γεγονός ότι χάρη τόσο στην κινητοποίηση της πολιτείας και στην ευαισθησία αρκετών χορηγών καταφέραμε να αυξήσουμε σημαντικά τις μονάδες εντατικής θεραπείας οι οποίες επίσης συνεισφέρουν στη μείωση της θνητότητας αν αξιοποιηθούν κατάλληλα. Σκληρή όμως ήταν η διαπίστωση ότι η αποτελεσματικότητα ήταν άδικα και άνισα μοιρασμένη στους πολίτες αυτής της χώρας όπως και σε πολλές άλλες χώρες. Γι’ αυτό ίσως παραμένει αναπάντητο το ερώτημα. Γιατί συνεχίζουμε να είμαστε, (ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά), μεταξύ των χωρών που χάνουν αναλογικά το μεγαλύτερο αριθμό πολιτών από κορονοϊό; Ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα που αναδείχτηκε τόσο στη χώρα μας αλλά και σε πολλές άλλες χώρες είναι το γεγονός ότι στην προσπάθεια μας να αντιμετωπίσουμε την πανδημία καταβάλαμε μειωμένη προσπάθεια στην αντιμετώπιση μη μεταδιδόμενων νοσημάτων. Κλασικά παραδείγματα είναι ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; τι χρειάζεται να κάνουμε ώστε να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια επόμενη πανδημία χωρίς ταυτόχρονα να μειώνουμε την εγρήγορση μας και την προσπάθεια προαγωγής υγείας, που θα μειώσει όλα τα χρόνια νοσήματα και θα μας δώσει τη δυνατότητα να τα αντιμετωπίζουμε θεραπευτικά όταν συμβαίνουν;
Ένα κύριο πρόβλημα είναι το πρόβλημα της επαρκούς και σοβαρής επικοινωνίας της υγείας η οποία θα μπορούσε να προωθήσει τόσο τα εμβόλια σαν μέτρα πρόληψης και προστασίας αλλά και όλες τις άλλες μεθόδους προστασίας από χρόνια νοσήματα. Κλασσικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η προστασία από την έκθεση σε νικοτίνη η οποία έχει αντιμετωπιστεί μόνο ως προστασία από την έκθεση σε καπνό αγνοώντας το γεγονός ότι όλα τα προϊόντα καπνίσματος δημιουργούν εξάρτηση με όποια μορφή και αν προσλαμβάνεται νικοτίνη.
Ένα άλλο μέτρο το οποίο θα βοηθούσε στην πρόληψη μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι το μέτρο ενιαίας χορήγησης αμειβόμενης άδειας (σε όλους τους εργαζόμενους) για φροντίδα μελών της οικογένειας όταν νοσούν, κάτι το οποίο συζητείται εκτενώς και στην Αμερική, και το οποίο θεωρείται βασικό μέτρο καταπολέμησης ανισοτήτων της υγείας στις περιπτώσεις μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Είναι πλέον βέβαιο όμως ότι η πανδημία βοήθησε σημαντικά στην κατανόηση της βασικής αρχής ότι κρίσεις αυτού του τύπου δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται μόνο από τις υγειονομικές αρχές και τους λειτουργούς υγείας. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αποδείχτηκε ότι η συνεργασία μεταξύ όλων των κρατικών φορέων είναι εκείνη η οποία θα διευκολύνει την αντιμετώπιση των κρίσεων, είτε αυτές είναι κρίσεις μόνο υγειονομικές είτε κρίσεις που όπως οι πανδημίες είναι ταυτόχρονα και κοινωνικές και οικονομικές.
Το τέλος αυτής της χρονιάς δε μας αφήνει μόνο με 15.000 λιγότερους Έλληνες που δεν θα τους είχαμε χάσει όλους αν είχαμε διαχειριστεί καλύτερα την πανδημία, δε μας αφήνει μόνο με δυσκολία να υπολογιστεί ο αριθμός ατόμων που υποφέρουν και θα συνεχίσουν να υποφέρουν από ψυχολογικά προβλήματα ή από long Covid.
Μας αφήνει επίσης και δραματικά διχασμένους. Η ανθρωπότητα δεν είχε αντιμετωπίσει τόσο ευρύ κλίμα διχασμού και διαφωνίας ούτε καν στις περιπτώσεις των πολέμων ή και των εμφύλιων πολέμων.
Η ύπαρξη της ψευδούς πληροφορίας μέσα από τα social media δίχασε ακόμα και μέλη της ίδιας οικογένειας, πιστούς τις ίδιας θρησκείας, πολίτες του ίδιου κράτους ή ακόμα και κατοίκους της ίδιας γειτονιάς.
Το πρόβλημα αυτό παραμένει άλυτο και θα πρέπει τόσο οι πολιτικοί όσο και οι κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, και γενικότερα κοινωνικοί ηγέτες κι άνθρωποι του πνεύματος να βιαστούν να το αντιμετωπίσουν πριν καταστεί πάγιο παγκόσμιο πρόβλημα.
*Καθηγήτρια Επιδημιολογίας
Πρόεδρος Ινστιτούτου Prolepsis