Η εργασιακή ζούγκλα δεν γεννήθηκε από τη μία μέρα στην άλλη. Αποτελεί το κατασκεύασμα μακροχρόνιων διαδικασιών που οδήγησαν σε θεσμική τεκμηρίωση των πλέων αποτρόπαιων μορφών εργασιακών σχέσεων, αποδομώντας έτσι τη βασική κοινωνική αξία που έχτισε τις κοινωνίες της νεωτερικότητας κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Δέσποινα Παπαδοπούλου*
Η νομιμοποίηση των πρώην παράνομων μορφών απασχόλησης, η σχεδόν κατάργηση της πλήρους και σταθερής απασχόλησης για τις νέες θέσεις εργασίας και όχι μόνο, ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων για την εργασία προς όφελος της ανταγωνιστικότητας, οι ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές με κριτήριο το κέρδος και μόνο, οδήγησαν σταδιακά στην κατάρρευση των εργασιακών δικαιωμάτων και κατά συνέπεια, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής.
Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Γιάννη Κουζή, «Η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση. Τα 30+χρόνια προς το ευέλικτο πρότυπο» (εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2022), συζητήσαμε μεταξύ μας για τη μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση, τις αιτίες της και τις ευρύτερες συνέπειές της στην κοινωνία.
Τι είναι η εργασιακή απορρύθμιση; Εμείς γνωρίζαμε για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την πετυχημένη λειτουργία του κεϋνσιανού εργασιακού μοντέλου, που οδήγησε στη χρυσή μεταπολεμική περίοδο μεταξύ 1950-1980. Όμως σήμερα, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, ακούμε για εργασιακές «μεταρρυθμίσεις» και «επαναρρυθμίσεις», αλλά δεν ακούσαμε ποτέ για εργασιακή απορρύθμιση μέσα από τον πολιτικό λόγο.
Η εργασιακή απορρύθμιση ως διεθνές φαινόμενο στον καπιταλιστικό κόσμο και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, με αποχρώσεις ανά χώρα, συναντάται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αποτελεί μέρος της κεντρικής ευρωπαϊκής πολιτικής, που επικαλείται την ανάγκη για ριζική μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, χάριν της ανταγωνιστικότητας. Οι αλλαγές αυτές στην Ελλάδα έχουν σαν αφετηρία το 1990 με αδιάλειπτη παρουσία, εντείνονται με ακραίους όρους κατά την περίοδο των μνημονίων και συνεχίζονται με ιδιαίτερο οίστρο κατά την περίοδο της πανδημίας και της νέας διακυβέρνησης. Προφανώς και στον δημόσιο λόγο παρουσιάζονται ως μεταρρυθμίσεις. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για επαναρρυθμίσεις, που συντελούνται με όρους απορρύθμισης προηγούμενων κανόνων του εργατικού δικαίου, αποδυναμώνοντας την πλευρά της εργασίας.
Απ’ ότι φαίνεται, πρόκειται για μία μακροχρόνια διαδικασία αποδιοργάνωσης της πλήρους και σταθερής απασχόλησης με άμεσο αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων. Τι χάσαμε και τι κερδίσαμε, αν πιστεύεις ότι κερδίσαμε κάτι;
Η μακροχρόνια αυτή διαδικασία δεν αφορά μόνο στην αμφισβήτηση της πλήρους και σταθερής απασχόλησης υπέρ μιας ποικιλίας ευέλικτων μορφών εργασίας δεύτερης ή και τρίτης ταχύτητας αμοιβών και δικαιωμάτων. Και αυτό γιατί και η πλήρης και σταθερή απασχόληση ευελικτοποιείται μέσα από την ελαστικοποίηση των ωραρίων και την εξατομίκευση των μισθών λόγω της αποδιάρθρωσης του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας. Επιπλέον η πλήρης και σταθερή απασχόληση καθίσταται ιδιαίτερα επισφαλής μέσα από την συνεχή διευκόλυνση ή και την απελευθέρωση των απολύσεων. Με αυτούς τους όρους η εντεινόμενη επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας συμπιέζει το περιεχόμενο της τυπικής απασχόλησης και το ευέλικτο εργατικό δυναμικό αξιοποιείται ως πρόσθετη πίεση, εκτός από την υψηλή ανεργία, με τελικό αποτέλεσμα τη συνολική υποβάθμιση της εργασίας. Στην ίδια κατεύθυνση βάλλεται και η απασχόληση στον δημόσιο τομέα, χάριν των ιδιωτικοποιήσεων, και με την επέκταση του ευέλικτου οπλοστασίου στους κόλπους του, σε μια πορεία σταδιακής σύγκλισης των όρων εργασίας σε ιδιωτικό και δημόσιο με όρους συνολικής απορρύθμισης και υποβάθμισης. Τα παραπάνω συντελούν στην εκτεταμένη φτωχοποίηση του κόσμου της εργασίας και στην διόγκωση ενός αισθήματος επισφάλειας που οδηγεί στη διάβρωση της υγείας του κοινωνικού σώματος και των κοινωνικών δεσμών και της αλληλεγγύης υπό συνθήκες άκρατου ατομισμού, και ανάδειξης ως κυρίαρχης αξίας της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της κάθε μορφής ανταγωνισμού.
Καθώς οι σημερινοί νέοι κοινωνικοποιούνται μόνο μέσα σε αυτές τις εργασιακές συνθήκες, ποιες είναι στην πραγματικότητα οι επιλογές τους; Όπως διαπιστώνουμε, αυτό το απόλυτα απάνθρωπο εργασιακό πεδίο θα τους επηρεάσει αδιαμφισβήτητα τόσο ως προς την εργασιακή ζωή τους όσο και ως προς την καθημερινή κοινωνική τους οργάνωση. Κατά συνέπεια, θα μιλάμε μόνο για «αιώνια εξαρτημένους» νέους από την οικογένεια, χωρίς οι συνθήκες να τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν και να κάνουν τις ελεύθερες επιλογές της προηγούμενης γενιάς. Θεωρείς ότι η ευέλικτη απασχόληση με την απορυθμισμένη εργασία μπορεί να έχει τέτοιες συνέπειες;
Η δημιουργία ενός νέου εργασιακού τοπίου που επιβλήθηκε από τα μνημόνια και τη συνέχειά τους, έχει κύριο αποδέκτη τις νέες γενιές που δεν έχουν βιώματα της πρότερης κατάστασης. Και αυτό διότι η προ μνημονίων «γενιά των 700 ευρώ», ως αρνητικό παράδειγμα των όσων επικρατούσαν στο εργασιακό πεδίο, φαντάζει προνομιούχα σήμερα μπροστά στους νέους εργαζόμενους των 400 ευρώ. Η εκτεταμένη φτωχοποίηση και η εργασιακή επισφάλεια που παγιώνονται ενισχύουν τον περιορισμό των ελεύθερων επιλογών και τη διαιώνιση της κάθε λογής εξάρτησης. Επίσης η πολλαπλή κατάτμηση της εργασίας ευνοεί την αποστασιοποίηση από τη συλλογική δράση και τις τεχνητές αντιπαραθέσεις μέσα στους κόλπους του συνολικά βαλλόμενου κόσμου της εργασίας, παράλληλα με τον κίνδυνο της ανόδου του ακροδεξιού τέρατος.
Που εντοπίζονται οι κύριες αιτίες της εργασιακής απορρύθμισης; Τι ρόλο παίζουν οι παγκοσμιοποιημένες πολιτικές της περιόδου του εκσυγχρονισμού 1980-2010, η διεθνοποίηση του εθνικού κεφαλαίου προς όφελος του κεφαλαίου των πολυεθνικών και ο ρόλος των κομμάτων, συγκεκριμένα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, κατά τη δεκαετία του ‘90 στην Ελλάδα;
Η εργασιακή απορρύθμιση συνδέεται με την επιλογή του κεφαλαίου να ενισχύσει την κερδοφορία του αμφισβητώντας το κεϋνσιανό πρότυπο, το οποίο είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί υπό όρους ενός σχετικά ευνοϊκότερου πολιτικού συσχετισμού για την εργασία. Μέσα σε ένα συνεχώς εντεινόμενο διεθνοποιημένο οικονομικό ανταγωνισμό και σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η εργασία καθίσταται ευέλικτη και συνολικά φθηνότερη για το παραγόμενο αποτέλεσμα. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή της «άκαμπτης» εργατικής νομοθεσίας και την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων που συνιστούν τις κύριες πηγές του εργατικού δικαίου και τη συνεχή εισαγωγή στοιχείων από το δίκαιο του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Επίσης το μετατρέπουν σε δίκαιο της απασχόλησης, με συγκεχυμένους όρους που υποβαθμίζουν το περιεχόμενό της. Στην Ελλάδα, η αρχή της εργασιακής απορρύθμισης εντοπίζεται το 1990 με κυβέρνηση της ΝΔ και συνεχίζεται κατά την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» και των κυβερνητικών εναλλαγών επί μια 20ετία.
Όλοι βγήκαμε τραυματισμένοι από την περίοδο της εφαρμογής των μνημονίων, 2010-2018, και μάλιστα βρεθήκαμε μπροστά στο οξύμωρο σχήμα να κυβερνάει αριστερή κυβέρνηση, για πρώτη φορά μετά στην μεταπολίτευση, αναγκασμένη να εφαρμόσει σκληρές πολιτικές εργασιακής ευελιξίας και κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων, σε μία χώρα που οι συλλογικοί συνδικαλιστικοί θεσμοί αποδείχτηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και η ίδια η κοινωνία να μην επιδεικνύει την ανάλογη με τις περιστάσεις αντίσταση στις καταπατήσεις των δικαιωμάτων που έγιναν σε βάρος της. Γιατί νομίζεις ότι συνέβη αυτό;
Κατά την περίοδο των μνημονίων καταγράφεται η απόλυτη ισοπέδωση της εργασίας μέσα από την πρωτοφανή επέκταση και εμβάθυνση των μέτρων εργασιακής απορρύθμισης. Αν και η πλειονότητα των μέτρων της μνημονιακής ατζέντας επιβλήθηκε με τα δύο πρώτα μνημόνια, το τρίτο μνημόνιο ολοκλήρωσε το πρόγραμμα με τις όσες εκκρεμότητες είχαν απομείνει, παράλληλα με τη δέσμευση της μη ανατροπής των προηγούμενων μέτρων χωρίς την έγκριση των δανειστών, καθώς και της μη επιστροφής στο προμνημονιακό εργασιακό παρελθόν που στιγματίστηκε ως αντιαναπτυξιακό. Σε όλη αυτή τη διαδρομή τα συνδικάτα αποδείχτηκαν κατώτερα των περιστάσεων, κουβαλώντας διαχρονικές παθογένειες σε μια παρατεταμένη εποχή που η έννοια της συλλογικότητας είναι απαξιωμένη. Ωστόσο, η επαχθής κοινωνικά συνθηκολόγηση του τρίτου μνημονίου υπό αριστερή διακυβέρνηση στέρησε το δικαίωμα στην ελπίδα που είχε κορυφωθεί με το μεγαλειώδες αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα του 2015 και καλλιέργησε τη μοιρολατρία και την κοινωνική παθητικότητα, παράλληλα με τη συνολική απαξίωση της έννοιας της Αριστεράς. Και σε αυτά προστίθενται οι υπερσαραντάχρονες επαχθείς μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, καθώς και η εκατονταετής υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας.
Η περίοδος της πανδημίας παγιοποίησε έναν αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, με περιστολή των ατομικών ελευθεριών και κατάφωρη παραβίαση των κοινωνικών δικαιωμάτων στο σύνολο των κοινωνικών θεσμών. Αντίθετα, αναδείχθηκε ένα μοντέλο τύπου αποκλειστικά προνοιακού κράτους, μέσα από επιδοματικές παροχές που βοήθησαν μόνο στην επιβίωση των πληθυσμών, φτωχοποιώντας ταυτόχρονα πολλούς από αυτούς, χωρίς κανένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, σε μία κοινωνία που πολύ λίγο θύμιζε δημοκρατική κοινωνία συμμετεχόντων ενεργών πολιτών. Θεωρείς ότι αυτές οι πολιτικές ήταν οι μοναδικές εφικτές την περίοδο αυτή; Υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε μέσα στην πανδημία;
Η περίοδος της πανδημίας αποτέλεσε μια ακόμη αφορμή για την περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας, που έχει ήδη συντελεστεί από τις πρώτες ημέρες της σημερινής κυβέρνησης και κορυφώνεται με τον νόμο Χατζηδάκη ως συνέχεια του «αναπτυξιακού» νόμου του 2019, συνεχίζοντας την αλλοίωση των ήδη απορρυθμισμένων δικαιωμάτων. Επιβλήθηκαν μέτρα κατ΄εξαίρεση προς την εργατική νομοθεσία, σε συνδυασμό με την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών. Οι πενιχρές αποζημιώσεις «ειδικού σκοπού» στα λοκντάουν, υπό μορφή επιδόματος, «υποκατέστησαν» τους μισθούς με όρους χαμηλότερους από το επίδομα ανεργίας, όταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι κρατικοί και κοινοτικοί πόροι αξιοποιήθηκαν για την αναπλήρωση υψηλού ποσοστού, ακόμη και ολόκληρου, του απολεσθέντος εισοδήματος.
Ας μιλήσουμε για την εργοδοτική παραβατικότητα. Είναι πλέον γνωστό ότι συντρέχουν δύο διαφορετικά δεδομένα: το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός ότι η εργοδοτική παραβατικότητα είναι πολύ εκτεταμένη, αλλά ταυτόχρονα ελάχιστα καταγγελμένη, και αυτό γιατί υπάρχει η κάθε μορφής εξάρτηση του εργαζόμενου από τον εργοδότη. Το δεύτερο, που είναι εξίσου δύσκολο με το πρώτο, αναφέρεται στη σημερινή νομιμοποίηση των προγενέστερων παράνομων πρακτικών, γεγονός που χρησιμοποιείται ως βάση αιτίασης εργοδοτικών αποφάσεων, πχ των απολύσεων. Τι θα έλεγες γι’ αυτά τα δύο θέματα;
Η εκτεταμένη εργοδοτική παραβατικότητα έχει μακρά παράδοση στην Ελλάδα. Σε συνθήκες υψηλής ανεργίας και έντονης επισφάλειας το φαινόμενο αυτό οξύνεται κάτω από την εκμετάλλευση του υψηλού βαθμού ευαλωτότητας των εργαζομένων. Σε αυτό συντελούν η ιδιαίτερα χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης και η ανεπάρκεια των ελεγκτικών μηχανισμών που καθιστούν σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστα τα όποια μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας. Επίσης, η συνεχής νομιμοποίηση πρώην παράνομων εργοδοτικών πρακτικών ενισχύουν τη νόμιμη πλέον εργοδοτική αυθαιρεσία, οδηγώντας και σε φαινόμενα νόμιμης εργασιακής ζούγκλας.
Και τώρα για την περιβόητη «ανθεκτικότητα» που έχει γίνει μόδα την τελευταία δεκαετία. Γνωρίζουμε ότι μαζί με την ευελιξία, προωθούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη οι λεγόμενες «ανθεκτικές» πολιτικές, ένα είδος ενεργοποίησης όλων των δυνατών και αδύνατων μέσων και θεσμών σε κάθε χώρα, έτσι ώστε να παραμείνουν οι κοινωνίες μας ενεργές και όρθιες απέναντι στον κοινό κίνδυνο της οικονομικής και κοινωνικής αποστέρησης. Η ευελιξία, που προωθείται ως κεντρικός εργασιακός κανόνας, δημιουργεί υβριδικές αξίες, όπως αυτή της «ανθεκτικότητας» των πολιτικών και των πολιτών. Πιστεύεις ότι οι «ανθεκτικές» πολιτικές για την απασχόληση μπορούν να αντικαταστήσουν την πλήρη απασχόληση και να δημιουργήσουν μία νέα κοινωνική συνοχή μέσα από τις νέες αυτές αξίες;
Είναι γεγονός ότι αποτελεί κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική η προνοιακή αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας για την αποφυγή ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων. Παράλληλα, η φτώχεια υποδηλώνεται ως δεδομένη αφού στοχοποιείται μόνο η ακραία της διάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ευέλικτη εργασία χαμηλής ταχύτητας αμοιβών και δικαιωμάτων παρουσιάζεται ως εργαλείο μείωσης της ανεργίας και αύξησης της απασχόλησης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της. Επιπλέον, και σε κραυγαλέα αντίθεση με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ο χρόνος εργασίας παραμένει τυπικά ανέπαφος, ενώ ουσιαστικά επιμηκύνεται μέσα από την αυξανόμενη εντατικοποίησή του. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η ανεργία, κυρίως στατιστικά και όχι πραγματικά, ώστε οι ευέλικτες μορφές και οι πενιχρές απολαβές να κυριαρχούν στο καθεστώς των νέων προσλήψεων κατά την τελευταία δεκαετία.
Ας σημειωθεί ότι και ο γενικός κατώτατος μισθός της πλήρους απασχόλησης υπολείπεται σημαντικά του ορίου φτώχειας, ακολουθώντας τον μνημονιακό στόχο της σταδιακής του σύγκλισης με τους αντίστοιχους μισθούς της ΝΑ Ευρώπης.
Κατά συνέπεια, μπορούμε σήμερα να «καταγγείλουμε» την επισφαλή απασχόληση για τη φτωχοποίηση και τον μαζικό αποκλεισμό μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων που αγγίζουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, μέσα από βίαιες διαδικασίες έκπτωσης από την κοινωνική συμμετοχή; Και αν η απώλεια εισοδημάτων και οικονομικών πόρων συνδέεται άμεσα με τις διαδικασίες αποκλεισμού, η απομάκρυνση από την αγορά εργασίας μπορεί να επηρεάσει κάποιον/α, ώστε να παραιτηθεί συνολικά από την ενεργή συμμετοχή στην καθημερινότητα;
Προφανώς η επισφαλής, ευέλικτη και φτηνή εργασία αποτελεί παράγοντα κινδύνου φτώχειας, στον οποίο οδηγούνται και άλλες κατηγορίες εκτός από μισθωτούς, όπως άνεργοι, συνταξιούχοι και μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων. Επίσης, αν και με βάση το σημερινό διάμεσο εισόδημα εντάσσεται στην κατηγορία των φτωχών το 23% του πληθυσμού, το αντίστοιχο ποσοστό με βάση το εισόδημα του 2009 αγγίζει το 45%, αναδεικνύοντας το μέγεθος της σταδιακής φτωχοποίησης της κοινωνίας. Επιπλέον, όσοι βιώνουν συνθήκες απόλυτης φτώχειας, ωθούνται σε κοινωνικό αποκλεισμό και οδηγούνται απογοητευμένοι στην παραίτηση και στο κοινωνικό περιθώριο.
Εν τέλει, η θεμελιώδης αξία της εργασίας πάνω στην οποία δομήθηκαν οι δυτικές κοινωνίες και κατασκευάστηκαν οι κοινωνικοί δεσμοί και η συνοχή, διαρρηγνύεται με τρόπο θορυβώδη και εμφανώς καταστροφικό. Υπάρχουν αντιστάσεις απέναντι σε αυτή τη νέα κοινωνική πραγματικότητα; Πώς μπορούμε να κρατήσουμε συγκροτημένες και ενεργές τις κοινωνίες μας πάνω στη νέα πραγματικότητα με επίκεντρο τον άνθρωπο;
Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της πρωτοφανούς έξαρσης των ανισοτήτων οι δυτικές κοινωνίες, μέσω των εκάστοτε κυβερνώντων, έχουν αποδεχτεί την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ως κυρίαρχη αξία. Έτσι καλλιεργείται και ο άκρατος ανταγωνισμός σε κάθε ατομική συμπεριφορά, διαρρηγνύοντας κάθε στοιχείο αλληλεγγύης. Δυστυχώς η Ευρώπη, χάριν των πολυεθνικών της, υιοθετεί την άποψη ότι το ισχυρότερο, συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της, κοινωνικό κράτος συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα στη νέα εποχή, συμπαρασύροντας σε αυτή τη λογική ολοένα και περισσότερες πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών της, καθώς και συνδικαλιστικές δυνάμεις της επιρροής τους. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η ανιστόρητη υιοθέτηση της ΤΙΝΑ, την οποία ασπάζονται και τμήματα της Αριστεράς που, αρνούμενα τον ιστορικό της ρόλο να ανοίγει δρόμους, καλλιεργούν τη μοιρολατρία στο όνομα μιας καλύτερης διαχείρισης των ίδιων κεντρικών πολιτικών. Ζητούμενο αποτελεί η αφύπνιση συνειδήσεων για αναγκαίες ρήξεις και η σταθερή συνέπεια απέναντι στη ριζική αποκαθήλωση του νεοφιλελεύθερου «πολιτισμού» και των καλλιεργούμενων εύπεπτων αυταπατών. Και αυτό με άξονα την αναντικατάστατη κοινωνική και πολιτική δραστηριοποίηση απέναντι στις αδιέξοδες και απατηλές αναθέσεις, εμπλουτισμένη με τα κρίσιμα διδάγματα από τις εμπειρίες του παρελθόντος.
* Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.
πηγή: Εποχή