Ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, ερευνητής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι και επιστημονικός συνεργάτης στο Levy Economics Institute του Bard College αναλύει τι θα σήμαινε η πτώση της Γερμανίας για το ευρώ και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της Ευρασίας.
Η αντίδραση στη δολιοφθορά τριών από τους τέσσερις αγωγούς NordStream 1 και 2 σε τέσσερα σημεία τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, επικεντρώθηκε σε εικασίες για το ποιος ευθυνόταν και εάν το ΝΑΤΟ θα έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να ανακαλύψει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ωστόσο, αντί για πανικό, υπήρξε ένας μεγάλος αναστεναγμός διπλωματικής ανακούφισης. Η απενεργοποίηση αυτών των αγωγών τερμάτισε την αβεβαιότητα και τις ανησυχίες των διπλωματών από την πλευρά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, οι οποίες είχαν φτάσει σχεδόν σε οριακό σημείο τις προηγούμενες εβδομάδες, όταν ο γερμανικός λαός σε μαζικές διαδηλώσεις ζητούσε τον τερματισμό των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και τη λειτουργία του NordStream 2 για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης.
Το γερμανικό κοινό άρχιζε να συνειδητοποιεί τι θα σήμαινε το κλείσιμο των εταιρειών χάλυβα, λιπασμάτων, γυαλιού ή των εταιρειών κατασκευής χαρτιού υγείας. Η εκτίναξη των τιμών ενέργειας σε ύψη ρεκόρ απειλούν μεταξύ άλλων τη βιωσιμότητα πολλών βιομηχανικών κλάδων, ακόμα και αυτών που παράγουν βασικά είδη που αφορούν στην καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτές οι εταιρείες προέβλεπαν ότι θα έπρεπε να σταματήσουν εντελώς τις δραστηριότητές τους – ή να τις μετατοπίσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες – εάν η Γερμανία δεν αποχωρούσε από τις εμπορικές και νομισματικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και δεν επέτρεπε την επανέναρξη των εισαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Ωστόσο, η γερακίνα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Βικτόρια Νούλαντ είχε ήδη ξεκαθαρίσει από τον περασμένο Ιανουάριο ότι «με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο NordStream 2 δεν θα προχωρήσει» εάν η Ρωσία απαντούσε στις επιθέσεις του ΝΑΤΟ/Ουκρανίας στις ρωσόφωνες ανατολικές περιφέρειες της χώρας. Αμέσως μετά ο πρόεδρος Μπάιντεν έδειξε τις διαθέσεις του, δηλώνοντας στις 7 Φεβρουαρίου ότι «δεν θα υπάρχει πλέον NordStream 2. Θα βάλουμε ένα τέλος σε αυτό. Σας υπόσχομαι, θα μπορέσουμε να το κάνουμε».
Τότε οι περισσότεροι παρατηρητές απλώς υπέθεσαν ότι αυτές οι δηλώσεις αντανακλούσαν το προφανές γεγονός ότι οι Γερμανοί πολιτικοί ήταν πλέον πλήρως στο τσεπάκι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Έμειναν σταθεροί στην άρνησή τους να εγκρίνουν το Nord Stream 2 και ο Καναδάς άρπαξε σύντομα «τα δυναμό της Siemens» που χρειάζονταν για να σταλθεί φυσικό αέριο μέσω του NordStream 1. Αυτό φαινόταν να τακτοποιεί προσωρινά τα πράγματα μέχρις ότου η γερμανική βιομηχανία –και ένας αυξανόμενος αριθμός ψηφοφόρων– άρχισαν τελικά να υπολογίζουν τι ακριβώς θα σήμαινε για τη γερμανική «ατμομηχανή» το μπλοκάρισμα του ρωσικού αερίου.
Η προθυμία της Γερμανίας να αυτο-επιβάλλει μια οικονομική ύφεση ήταν ύποπτη στα μάτια όλων πλην του γερμανικού πολιτικού κατεστημένου και της γραφειοκρατίας της Ε.Ε.. Εάν οι Γερμανοί πολιτικοί έβαζαν ως προτεραιότητά τους τα γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους, οι κοινές κυρώσεις του ΝΑΤΟ και το μέτωπο του Νέου Ψυχρού Πολέμου θα έσπαγαν. Η Ιταλία και η Γαλλία ενδέχεται να ακολουθούσαν το παράδειγμά τους. Αυτός ο εφιάλτης της ευρωπαϊκής διπλωματικής ανεξαρτησίας κατέστησε επείγον να αφαιρεθούν οι αντιρωσικές κυρώσεις από τα χέρια της δημοκρατικής πολιτικής και να διευθετηθούν τα ζητήματα σαμποτάροντας τους δύο αγωγούς. Παρά το γεγονός ότι ήταν μια πράξη βίας, έχει αποκαταστήσει την ηρεμία στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών των ΗΠΑ και της Γερμανίας.
Δεν υπάρχει πλέον αβεβαιότητα σχετικά με το εάν η Ευρώπη θα αποχωριστεί ή όχι από τους στόχους των ΗΠΑ για τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο αποκαθιστώντας το αμοιβαίο εμπόριο και τις επενδύσεις με τη Ρωσία. Αυτή η επιλογή δεν υπάρχει πλέον. Η απειλή της Ευρώπης να απομακρυνθεί από τις εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις ΗΠΑ/ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας έχει λυθεί, φαινομενικά για το άμεσο μέλλον. Η Ρωσία εξάλλου ανακοίνωσε ότι καθώς η πίεση του αερίου πέφτει στους τρεις από τους τέσσερις αγωγούς, η έγχυση θαλασσινού νερού θα διαβρώσει ανεπανόρθωτα τους σωλήνες. (Tagesspiegel, 28 Σεπτεμβρίου.)
Πού πηγαίνουν από δω και πέρα το ευρώ και το δολάριο;
Βλέποντας πώς αυτή η «λύση» θα αναδιαμορφώσει τη σχέση μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί οι φαινομενικά προφανείς συνέπειες της διακοπής των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία από τη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες δεν έχουν συζητηθεί ανοιχτά. Η «συζήτηση για τις κυρώσεις» επιλύθηκε από ένα γερμανικό και μάλιστα πανευρωπαϊκό οικονομικό κραχ. Για την Ευρώπη, η επόμενη δεκαετία θα είναι καταστροφική. Μπορεί να υπάρχουν αντεγκλήσεις ενάντια στο τίμημα που καταβλήθηκε για το γεγονός ότι άφησε την εμπορική της διπλωματία να υπαγορεύεται από το ΝΑΤΟ, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κανείς (ακόμη) δεν περιμένει να ενταχθεί στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης. Αυτό που αναμένεται είναι να πέσει το βιοτικό της επίπεδο.
Οι βιομηχανικές εξαγωγές της Γερμανίας ήταν ο κύριος παράγοντας που στήριζε τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Η μεγάλη έλξη για να κάνει η Γερμανία τη μετάβαση από το γερμανικό μάρκο στο ευρώ ήταν ότι αυτό θα απέτρεπε το πλεόνασμα των εξαγωγών της να ωθήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του μάρκου σε σημείο ώστε τα ακριβά γερμανικά προϊόντα να αποκλειστούν από τις παγκόσμιες αγορές. Η επέκταση του ευρώ σε χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και άλλες χώρες με έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών, θα απέτρεπε την εκτίναξη του νομίσματος. Και αυτό θα προστάτευε την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας.
Μετά την εισαγωγή του το 1999 στα 1,12 δολ., το ευρώ πράγματι βυθίστηκε στα 0,85 δολ. τον Ιούλιο του 2001, αλλά ανέκαμψε και ανήλθε στα 1,58 δολ. τον Απρίλιο του 2008. Έκτοτε υποχωρεί σταθερά και από τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους οι κυρώσεις οδήγησαν τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ κάτω από την ισοτιμία με το δολάριο στα 0,97 δολάρια. Ο κύριος παράγοντας ήταν η αύξηση των τιμών για το εισαγόμενο φυσικό αέριο και πετρέλαιο, καθώς και προϊόντα όπως το αλουμίνιο και τα λιπάσματα που απαιτούν βαριές εισροές ενέργειας για την παραγωγή τους. Και καθώς η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ μειώνεται έναντι του δολαρίου, το κόστος κάλυψης του χρέους σε αμερικανικά δολάρια – η κανονική συνθήκη για τις θυγατρικές των πολυεθνικών των ΗΠΑ – θα αυξηθεί, συμπιέζοντας τα κέρδη τους.
Αυτό δεν είναι το είδος της ύφεσης όπου οι «αυτόματοι σταθεροποιητές» μπορούν να λειτουργήσουν με «τη μαγεία της αγοράς» για να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία. Η ενεργειακή εξάρτηση είναι δομική. Και οι οικονομικοί κανόνες της Ευρωζώνης περιορίζουν τα δημοσιονομικά της ελλείμματα σε μόλις 3% του ΑΕΠ. Αυτό εμποδίζει τις εθνικές κυβερνήσεις της Ευρώπης να στηρίξουν τις οικονομικές δαπάνες μέσω ελλειμμάτων. Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων – και η εξυπηρέτηση του χρέους σε δολάρια – θα αφήσουν πολύ λιγότερα έσοδα για να δαπανηθούν σε αγαθά και υπηρεσίες.
Είναι αλήθεια ότι το τέλος του γερμανικού βιομηχανικού ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει τερματιστεί για εμπορικούς λόγους. Ωστόσο, σε επίπεδο κεφαλαίου, η υποτίμηση του ευρώ θα μειώσει την αξία των επενδύσεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη και την αξία σε δολάρια τυχόν κερδών που ενδέχεται να αποκομίσουν αυτές οι επενδύσεις, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία συρρικνώνεται. Έτσι, τα αναφερόμενα κέρδη από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ θα μειωθούν.
Ο Πέπε Εσκομπάρ, μία από τις πιο έγκυρες, αν όχι η πιο έγκυρη, φωνή στην ανάλυση των ευρασιατικών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών πραγμάτων, υποστήριξε πρόσφατα ότι «η Γερμανία είναι συμβατικά υποχρεωμένη να αγοράζει τουλάχιστον 40 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου ετησίως μέχρι το 2030. … «Η Gazprom δικαιούται νόμιμα να πληρώνεται ακόμη και χωρίς να στέλνει αέριο. Αυτό είναι το πνεύμα ενός μακροπρόθεσμου συμβολαίου. Το Βερολίνο δεν παίρνει όλο το φυσικό αέριο που χρειάζεται, αλλά πρέπει να πληρώνει». Μοιάζει με μια μακρά δικαστική μάχη πριν τα χρήματα αλλάξουν χέρια – αλλά η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώνει θα εξασθενεί σταθερά. Επιπλέον, η ικανότητα πληρωμής πολλών χωρών έχει ήδη φτάσει σε οριακό σημείο.
Η επίδραση των κυρώσεων εκτός Ευρώπης
Οι διεθνείς πρώτες ύλες εξακολουθούν να τιμολογούνται κυρίως σε δολάρια, επομένως η ανερχόμενη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου θα αυξήσει αναλογικά τις τιμές εισαγωγής για τις περισσότερες χώρες. Αυτό το πρόβλημα συναλλαγματικών ισοτιμιών εντείνεται από τις κυρώσεις των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ε.Ε. που οδηγούν σε αύξηση των παγκόσμιων τιμών για το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τα σιτηρά. Πολλές ευρωπαϊκές και παγκόσμιες χώρες του Νότου έχουν ήδη φτάσει στο όριο της ικανότητάς τους να εξυπηρετούν τα χρέη τους σε δολάρια και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της πανδημίας του Covid. Δεν έχουν την πολυτέλεια να εισάγουν την ενέργεια και τα τρόφιμα που χρειάζονται για να ζήσουν εάν πρέπει να πληρώσουν τα εξωτερικά τους χρέη. Η παγκόσμια οικονομία υπερβαίνει πλέον τα όρια χρέους της, οπότε κάποιος πρέπει να κάνει πίσω.
Όταν έγιναν γνωστές οι ειδήσεις για τις επιθέσεις στους αγωγούς NordStream, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν έχυσε κροκοδείλια δάκρυα και είπε ότι η επίθεση σε ρωσικούς αγωγούς «δεν ήταν προς το συμφέρον κανενός». Αλλά αν όντως ίσχυε αυτό, κανείς δεν θα είχε επιτεθεί στις γραμμές φυσικού αερίου.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι στρατηγοί των ΗΠΑ έχουν σχέδιο για το πώς να προχωρήσουν από εδώ προς το συμφέρον τους – δηλ. αυτό της διατήρησης μιας μονοπολικής νεοφιλελευθεροποιημένης και χρηματοοικονομικής παγκόσμιας οικονομίας για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπορούν.
Είχαν από καιρό ένα σχέδιο για τις χώρες που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα εξωτερικά τους χρέη. Το ΔΝΤ θα τους δανείσει τα χρήματα, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα οφειλέτης θα συγκεντρώσει το συνάλλαγμα για να αποπληρώσει τα (ολοένα και πιο ακριβά) δάνεια σε δολάρια ιδιωτικοποιώντας ό,τι έχει απομείνει από τη δημόσια περιουσία τους, την κληρονομιά φυσικών πόρων και άλλα περιουσιακά στοιχεία, κυρίως σε χρηματοοικονομικούς επενδυτές των ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Θα λειτουργήσει αυτό; Ή μήπως οι χώρες-οφειλέτες θα ενωθούν και θα βρουν τρόπους για να αποκαταστήσουν τον φαινομενικά χαμένο κόσμο των προσιτών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, των τιμών των λιπασμάτων, των τιμών των σιτηρών και άλλων τροφίμων και των μετάλλων ή των πρώτων υλών που θα προμηθεύονται από τη Ρωσία, την Κίνα και τους συμμάχους τους, Ευρασιατικούς γείτονές τους;
Αυτή είναι η επόμενη μεγάλη ανησυχία για τους παγκόσμιους σχεδιαστές στρατηγικής των ΗΠΑ. Φαίνεται λιγότερο εύκολο να λυθεί από ό,τι έγινε με το σαμποτάζ των NordStream 1 και 2. Αλλά η λύση φαίνεται να είναι η συνήθης προσέγγιση των ΗΠΑ: κάτι στρατιωτικό στη φύση, νέες έγχρωμες επαναστάσεις. Ο στόχος είναι να αποκτήσει την ίδια δύναμη στις παγκόσμιες χώρες του Νότου και της Ευρασίας που άσκησε η αμερικανική διπλωματία στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μέσω του ΝΑΤΟ.
Αν δεν δημιουργηθεί μια θεσμική εναλλακτική λύση έναντι του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Δικαστηρίου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των πολυάριθμων υπηρεσιών του ΟΗΕ που αποτελούνται από μεροληπτικούς Αμερικανούς διπλωμάτες και τους πληρεξούσιους τους, οι επόμενες δεκαετίες θα φέρουν την οικονομική στρατηγική των ΗΠΑ για χρηματοπιστωτική και στρατιωτική κυριαρχία, όπως η Ουάσιγκτον έχει προγραμματίσει.
Το πρόβλημα είναι ότι τα σχέδια της Ουάσινγκτον για τον πόλεμο στην Ουκρανία και οι αντιρωσικές κυρώσεις έχουν ακριβώς τα ανάποδα αποτελέσματα από αυτά που ήλπιζαν. Αυτό μπορεί να δώσει κάποια ελπίδα για το μέλλον του κόσμου. Η αντίθεση και ακόμη και η περιφρόνηση από τους διπλωμάτες των ΗΠΑ προς άλλες χώρες που ενεργούν για το δικό τους οικονομικό συμφέρον και τις κοινωνικές τους αξίες είναι τόσο έντονη που δεν είναι πρόθυμοι να σκεφτούν ότι αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να αναπτύξουν τη δική τους εναλλακτική λύση στο παγκόσμιο σχέδιο των ΗΠΑ.
Το ερώτημα είναι λοιπόν πόσο επιτυχώς μπορούν αυτές οι άλλες χώρες να αναπτύξουν την εναλλακτική νέα οικονομική τους τάξη και πώς μπορούν να προστατευτούν από τη μοίρα που μόλις επέβαλε η Ευρώπη στον εαυτό της για την επόμενη δεκαετία.