Τον κίνδυνο μακροπρόθεσμα η χώρα να έχει και οικονομικές συνέπειες από τη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται το τελευταίο διάστημα σε πολιτικό επίπεδο για πτυχές του κράτους δικαίου όπως π.χ. η λειτουργία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου, επισημαίνει μεταξύ άλλων το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλή στην έκθεση του Γ τριμήνου για την οικονομία.
Ο επικεφαλής του Γραφείου κ Φραγκίσκος Κουτεντάκης ξεκαθάρισε ότι η έκθεση επισημαίνει τον κίνδυνο να κριθεί η Ελλάδα από διεθνείς οργανισμούς που παρακολουθούν επιμέρους διαρθρωτικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας στους οποίους περιλαμβάνεται η πολιτική ομαλότητα και η λειτουργία του κράτους δικαίου.
Ειδικότερα, διευκρίνισε ότι θέματα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, όπως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου, παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, για τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και για τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα.
“Δεν λέμε σε καμμία περίπτωση ότι δεν λειτουργεί η Δημοκρατία. Ωστόσο, η λειτουργία του κράτους δικαίου σε κάθε χώρα είναι σημαντικός δείκτης και για την ανταγωνιστικότητα και εξετάζεται διεθνώς” τόνισε ο κ. Κουτεντάκης, για να προσθέσει ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο τη συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια.
Διασφαλισμένοι οι στόχοι του 2022
Σε ό,τι αφορά στην πορεία της οικονομίας το τρίτο τρίμηνο του χρόνου η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής θεωρεί ότι η δημοσιονομική βελτίωση κατά 12,2 δισ. ευρώ που επιτεύχθηκε για το 10μηνο του 2022 σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2021, κυρίως λόγω της αύξησης των δημοσίων εσόδων κατά περίπου 7 δισ., διασφαλίζει τους δημοσιονομικούς στόχους για το τρέχον έτος. Μάλιστα, ο κ. Κουτεντάκης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το πρωτογενές έλλειμμα να είναι μικρότερο από το 1,6% του ΑΕΠ που έχει θέσει ως στόχο ο προϋπολογισμός του 2023.
Όπως επισημαίνεται, ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Η ανεργία μειώθηκε στο 11,3% και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται κυρίως λόγω του κόστους ενέργειας Ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης φτάνοντας στο 8,8% τον Οκτώβριο (σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή) από 12% τον Σεπτέμβριο.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια.
Σύμφωνα με την έκθεση η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση “ομαλής προσγείωσης” με προοπτική σημαντικής επιβράδυνσης της μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πορεία της οικονομίας το 2023.
Τέλος, τονίζεται ότι η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο “αποτέλεσμα βάσης” (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις. Προβλέπεται δε ότι εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Πηγή: Capital.gr