To ηλικιωμένο ζευγάρι που κάθεται ήσυχα – ήσυχα στο σαλονάκι του σπιτιού του, με την παλιά ξύλινη κονσόλα στο φόντο, με τα χειροποίητα σεμέν σε πρώτη ζήτηση και πίνουν ελληνικό καφέ, ζουν στην Αθήνα από νιόπαντροι. Εσωτερικοί μετανάστες, ήρθαν στην πόλη από τη Μύκονο. Κι όσο κι αν αυτό φαντάζει σήμερα οξύμωρο, στην δεκαετία του ’50 έμοιαζε μονόδρομος. Εκείνος ήταν εργολάβος οικοδομών, εκείνη εργατική νοικοκυρά. Κι ένα μικρό κομμάτι της Αθήνας, όπως είναι σήμερα, είναι δικό τους δημιούργημα. «‘Ο,τι κάναμε, το κάναμε από την Αθήνα» λένε.
Η Αθήνα των ανώνυμων χτιστών και των νοικοκυρών συζύγων τους ζωντανεύει στην ταινία με τον περιγραφικό τίτλο «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας». Το φιλμ των Τάσου Λάγγη και Γιάννη Γαϊτανίδη, που ταξιδεύει τον τελευταίο χρόνο σε κινηματογραφικά φεστιβάλ σε Ευρώπη και Αμερική σε παραγωγή του Onassis Culture, είναι η αποκάλυψη μιας αποσιωπημένης αφήγησης γύρω από το ελληνικό, οικοδομικό εύρημα της πολυκατοικίας. Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της διακεκριμένης, με έδρα τη Νέα Υόρκη, αρχιτεκτόνισσας Ιωάννας Θεοχαροπούλου, το ντοκιμαντέρ συνομιλεί με μερικούς από τους ανθρώπους που, ενώ δεν είχαν δει ποτέ στην ζωή τους πόλη, έφτασαν να χτίζουν εκ βάθρων μια τέτοια.
Δεν συγκρατείς τα ονόματα τους, όσο το πρόσωπο, τις εκφράσεις, τα λόγια και τις συνήθειες τους. Η κάμερα των Λάγγη και Γαϊτανίδη τους ακολουθεί μέσα στα μικροαστικά διαμερίσματα τους (ρετρό αισθητικής πια) που χτίστηκαν για να στεγάσουν την ανάγκη μιας ζωής να υπάρξει, μιας οικογένειας να δημιουργηθεί, της ανάγκης ενός μικρόκοσμου να ελπίζει. Ίσως η ανωνυμία τους να συντηρείται και από γραφής σεναρίου, ακριβώς για να καταδείξει τη συνθήκη: Τους ανώνυμους, λαϊκούς εργάτες που ύψωσαν τις πολυκατοικίες του κέντρου, που ίδρυσαν ολόκληρες μικρο-συνοικίες γύρω από την Ακρόπολη, τους εκτελεστές της περίφημης αντιπαροχής – ενοχοποιημένης για την Αθήνα που αγαπάμε να μισούμε. Στα μάτια και στις αφηγήσεις τους, η αθηναϊκή πραγματικότητα της πολυκατοικίας είναι η κοιτίδα μιας σειράς ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών.
Ο Β’ Παγκόσμιος τελειώνει, όχι όμως και ο πόλεμος που δίνει την σκυτάλη στον Εμφύλιο. Στην δεκαετία του ’50 η πρωτεύουσα είναι το πεδίο μιας εντονότατης πόλωσης, όπου με εξαίρεση το ιστορικό κέντρο, οι υπόλοιπες αθηναϊκές γειτονιές ζουν φτωχικά, χωρίς πηγή ρεύματος ή νερού, κατοικημένες στην πλειονότητα τους από εσωτερικούς μετανάστες που έχουν φτάσει από τα χωριά και τα νησιά σε αναζήτηση εργασίας. Αυτό συμβαίνει, κατά κόρον, μέχρι την έλευση της πολυκατοικίας που εγκαθιστά (σε διαφορετικούς ορόφους μεν αλλά στο ίδιο κτίριο δε) ανακατεμένη αυτήν την κοινωνία. Εκεί επιχειρείται μια πρώτη απόπειρα συνύπαρξης, ανεξάρτητα από την ταξική καταβολή.
Το ενδιαφέρον είναι, όπως γίνεται καθαρό και στο φιλμ, πως τα χαμηλά στρώματα – που μπορεί να μην ήξεραν γραφή και ανάγνωση, να μην είχαν τελειώσει το Δημοτικό ή να ψυχοπλακώνονταν στη θέα της μεγάλης πόλης εντός της οποίας που έπρεπε να ζήσουν – ήταν αυτοί που έχτιζαν και πολυκατοικίες προνομιούχων.
Η πρακτική της αντιπαροχής γίνεται – όπως σημειώνει και ο επιστημονικός της σύμβουλος και αναπληρωτής καθηγητής Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Πατρών, Πάνος Δραγώνας «ο βασικός κορμός της ανοικοδόμησης: Η δόμηση γίνεται από κάτω προς τα πάνω. Δηλαδή, δεν υπάρχει το μεγάλο κεφάλαιο, ούτε κάποιο πολεοδομικό σχέδιο. Χτίστες και μικροεργολάβοι απευθύνονται στους οικοπεδούχους και τους ζητούν την παραχώρηση τους με αντάλλαγμα κάποια διαμερίσματα στη νέα πολυκατοικία. Ευτυχώς, κάποιοι πολεοδόμοι της εποχής παρεμβαίνουν και τηρούνται κάποια όρια, προστατεύοντας, για παράδειγμα, τους λόφους, το ύψος της δόμησης σε σχέση με την Ακρόπολη κοκ», σημειώνει. Στους «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» καταρρίπτονται εύγλωττα και με πολύ χιούμορ οι επικρατέστεροι μύθοι για την αντιπαροχή ως πολιτειακός θεσμός ή ως έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Φυσικά, σε αυτό το πλαίσιο της ανάγκης μαζικής στέγασης, οι αισθητικοί όροι πάνε περίπατο και οι πολυκατοικίες με υπογραφή αρχιτεκτόνων περιορίζονται σε περιοχές όπως στο Κολωνάκι, το Λυκαβηττό, το Σύνταγμα. «Υπήρξε μια έκρηξη άναρχης επιθυμίας, την οποία το κράτος δεν προλάβαινε να οργανώσει. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από σπίτι, γι’ αυτό και δεν νοιάζονταν για αισθητική. Τους οδηγούσε αυτός ο πραγματισμός. Η ηθική πραγματικότητα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους», τονίζει ο Τάσος Λάγγης κι αυτό επαληθεύεται και από τα λόγια των πρωταγωνιστών του: «Κοιτάζαμε να βάλουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας» λένε και σήμερα.Η αρχή μιας φιλικής πόλης
«Η Αθήνα δεν είναι η πόλη των επίσημων πολεοδόμων, αλλά της κατοικημένης ζωής. Γι’ αυτό ζούμε σε μια πολύ φιλική πόλη, όσο κι αν οι Αθηναίοι γκρινιάζουν για το αντίθετο. Η απλότητα της αρχιτεκτονικής αντανακλά και την απλότητα των ανθρώπων», παρατηρεί ο σπουδαίος ανθρωπολόγος, ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και πολιτογραφημένος Έλληνας, Μάικλ Χέρτσφιλντ – που συμμετέχει στην ταινία ως αφηγητής. Ο Χέρτσφιλντ, κάτοικος Παγκρατίου εδώ και πολλά χρόνια – πριν η γειτονιά δεχθεί την επίθεση του Airbnb – εξηγεί πως οι νεοφιλεύθεροι κανόνες οπωσδήποτε απειλούν αυτές τις κατακτημένες, για δεκαετίες, ποιότητες· αλλά εκτιμά πως «αντίθετα με άλλες πόλεις της Ευρώπης, δεν θα εξαφανιστούν τελείως. Η Αθήνα παραμένει ανθρώπινη κι αυτό δεν χαλάει εύκολα. Το πρόβλημα υπάρχει και είναι η ισχύς του νεοφιλελευθερισμού, στην οποία δεν αντιστέκεται ούτε η κυβέρνηση. Αντιστέκονται, όμως, οι Αθηναίοι με τον τρόπο που βιώνουν το χώρο, με την ποιότητα της κοινωνικότητας τους. Αυτή η αλληλεγγύη είναι μια ελληνική αξία που πιστεύω ότι θα ενισχύσει την επιθυμία να μην παραδοθεί η πόλη».
Κι αν είναι, λοιπόν, η μικροαστική πολυκατοικία, της – σχετικά – χαμηλής δόμησης που θα σώσει την Αθήνα, αυτό μένει να αποδειχθεί. Το βέβαιο είναι πως το Airbnb καταφτάνει εξίσου σαρωτικά με τον θεσμό της αντιπαροχής πριν από 60 και 70 χρόνια. Ωστόσο, ο Πάνος Δραγώνας παρατηρεί πως τα κίνητρα του τότε και του σήμερα απέχουν παρασάγγας. «Οι κάτοικοι των Αθηνών εκείνης της εποχής γίνονταν ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, άρα και εντάσσονταν στο σύστημα ως καταναλωτές, με μικρή δύναμη. Σήμερα, οι ξένοι αγοραστές των διαμερισμάτων εκμεταλλεύονται άλλες δυνατότητες της πόλης, αφήνοντας τον τουρισμό να διαμορφώσει εκ νέου την Αθήνα. Επιτρέποντας να δημιουργηθούν ολόκληρες ζώνες αναψυχής και κατανάλωσης, οδηγώντας σε μια ακραία τουριστικοποίηση του κέντρου. Όμως, στο τέλος και αυτή η πρακτική θα ακυρώσει τον τουρισμό, αφού κι ο τουρίστας έλκεται από την ετερογένεια της πόλης, τον πραγματικό της χαρακτήρα».Ανθρώπινη και βιώσιμη Αθήνα
Η συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου και κάτοικος μιας πόλης που επίσης ζει υπό την απειλητική ανάσα του Airbnb Ιωάννα Θεοχαροπούλου, εντοπίζει και μια άλλη στοιχειώδη διαφορά: Η αντιπαροχή βοήθησε στην άνοδο της λαϊκής τάξης ενώ η τουριστικοποίηση πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι σαφές ότι η Θεοχαροπούλου έκανε αυτή την έρευνα και προχώρησε στη συγγραφή των «Χτιστών», αντιδρώντας στην γενική θεώρηση πως η πολυκατοικία «είναι ένα βάρος για την Αθήνα και η πηγή των προβλημάτων της». Η Θεοχαροπούλου θεωρεί πως το κοινοτικό εγχείρημα της αντιπαροχής οδήγησε σε μια πυκνή αλλά και ζωντανή πόλη, ενδεχομένως πιο βιώσιμη και σε ανθρώπινη κλίμακα από πολλές άλλες.
To βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ωνάση, του οποίου και αποτελεί παραγωγή – όπως και η ομώνυμη ταινία. Ως δίδυμο παρουσιάζονται σε αμερικανικές πόλεις και πόλεις του Καναδά (ήδη έχουν ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, το Τορόντο και το Βανκούβερ) ενώ ακολουθούν το Λος Άντζελες, η Ουάσιγκτον, το Σικάγο και το Ρότερνταμ.