Ήταν σχεδόν σαν σήμερα, 15 Δεκεμβρίου του 2005, όταν οι New York Times έφεραν στο φως της δημοσιότητας υπόθεση υποκλοπών…
Της Μαρίνας Ρήγου
Με εντολή Τζωρτζ Μπους, λίγο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η NSA παράνομα παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες αμερικανών πολιτών (https://www.nytimes.com/2005/12/16/politics/bush-lets-us-spy-on-callers-without-courts.html). Οι δημοσιογράφοι της έγκριτης εφημερίδας, James Risen και Eric Lichtblau, τιμήθηκαν με το βραβείο Pulitzer για το αποκαλυπτικό τους ρεπορτάζ.
Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1973, ήταν η Washington Post που είχε τιμηθεί με το ίδιο βραβείο δημοσιογραφικής αριστείας για τις αποκαλύψεις της σχετικά με το την πιο γνωστή υπόθεση υποκλοπών: το Watergate (https://www.washingtonpost.com/watergate-50th-anniversary/?clsrd). Μια υπόθεση που ξεκίνησε με την απόπειρα εγκατάστασης “κοριών” στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτιριακό συγκρότημα Watergate, και που τελικά οδήγησε στην παραίτηση του αμερικανού προέδρου Richard Nixon. Ο Bob Woodward και ο Carl Bernstein ήταν αυτοί που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της δημοσιογραφικής διερεύνησης της υπόθεσης και συνέβαλαν στη βράβευση της εφημερίδας τους.
Ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Glenn Greenwald, ήταν αυτός που με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για μια σειρά προγραμμάτων παρακολούθησης παγκόσμιας εμβέλειας από την NSA, συνέβαλε στη βράβευση του Guardian το 2014 με το βραβείο Pulitzer. (https://www.pulitzer.org/winners/guardian-us). Για τον ίδιο λόγο και με τη συμβολή των δημοσιογράφων Martin Baron και Barton Kellman βραβεύτηκε για μια ακόμη φορά η Washington Post (https://www.pulitzer.org/winners/washington-post-1).
Τα στοιχεία είχε δώσει το 2013 ο Edward Snowden, εργαζόμενος στην NSA. Οι τηλεφωνικές υποκλοπές από την εταιρεία Verizon ήταν η πρώτη αποκάλυψη, για να ακολουθήσουν τα στοιχεία για τα προγράμματα Prism, Boundless Informant, Blarney και XKeyScore. Συνέλλεγαν δεδομένα απ’ ευθείας από τους servers των εννέα μεγαλύτερων διαδικτυακών εταιρειών: Microsoft, Yahoo, Google, Facebook, PalTalk, AOL, Skype, YouTube και Apple. Η PalTalk, αν και μικρότερη σε σχέση με τις άλλες, είναι ιδιαίτερης σημασίας καθώς φιλοξένησε επικοινωνιακό φορτίο στη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, αλλά και στη διάρκεια της εξέγερσης και του εμφυλίου στη Συρία. Οι άλλες οκτώ, αποτελούν τον κορυφαίο παγκόσμιο χώρο αποθήκευσης και διακίνησης δεδομένων τεραστίου όγκου τα οποία αφορούν στις επικοινωνίες και τη διαδικτυακή κίνηση των χρηστών τους.
Το 2016, η υπόθεση της Cambridge Analytica κατέστησε ευρέως γνωστή τη δυνατότητα απόλυτης ψηφιακής ιχνηλάτισης και συλλογής στοιχείων για τα προφίλ των διαδικτυακών χρηστών και τις επικοινωνίες τους. Ο Christopher Wylie, εργαζόμενος στην εταιρεία, ήταν αυτός που έδωσε τα στοιχεία στον Guardian και τον Observer. Οι συνέπειες της χρήσης των στοιχείων έδωσαν την ευρύτητα της δημοσιοποίησης και οδήγησαν στην εκ νέου συζήτηση για τη δυνατότητα παρακολούθησης και συλλογής στοιχείων. Συνέπειες που καταγράφηκαν στα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών με την ανάδειξη του Donald Trump στην προεδρία των ΗΠΑ και στην έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ με το βρετανικό δημοψήφισμα του Brexit.
Σειρά αποκαλύψεων, δείγματα εξαιρετικής δημοσιογραφίας με σεβασμό προς το κοινό, το δημόσιο συμφέρον και την αλήθεια. Σειρά αποκαλύψεων που επιβεβαιώνει την τάση της εξουσίας για τον απόλυτο έλεγχο.
Η αποκάλυψη του “Pegasus project” το 2021 δεν φαίνεται πλέον να εκπλήσσει παρά μόνο ως προς το εύρος της παρακολούθησης και τη δυνατότητα που έχει το κατασκοπευτικό λογισμικό Pegasus να εγκαθίσταται χωρίς καμία ενέργεια από την πλευρά του χρήστη (zero-click). Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το λογισμικό που ανέπτυξε η ισραηλινή εταιρεία NSO στοχεύει στα κινητά τηλέφωνα. Από τη στιγμή που εγκαθίσταται δίνει το στίγμα της τοποθεσίας που βρίσκεται το τηλέφωνο, καταγράφει μηνύματα, αντιγράφει φωτογραφίες, ηχογραφεί τηλεφωνήματα, βιντεοσκοπεί και ενεργοποιεί το μικρόφωνο ώστε να παρακολουθεί και τις δια ζώσης συνομιλίες. Μετατρέπει δηλαδή την κινητή τηλεφωνική συσκευή σε μια κατασκοπευτική επιτηρητική συσκευή που μεταφέρει δεδομένα για τον χρήστη του αδιαλείπτως, 24 ώρες το 24ωρο. Η ύπαρξη του λογισμικού της NSO γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή το 2015. Χρησιμοποιείται σε 45 χώρες παγκοσμίως προκειμένου να επιτηρούνται ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικοί αντίπαλοι. Η αποκάλυψη έγινε από διεθνή ομάδα ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Ακολούθησε το Predator της Intellexa και οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων. Η ισραηλινή εταιρεία που υπόσχεται τη νίκη στoν ψηφιακό αγώνα δρόμου, έχει γραφεία και στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στη χώρα μας και οι πολιτικοί συνοδοιπόροι έχουν μπει στο στόχαστρο των παρακολουθήσεων.
Εκπλήσσει η αποκάλυψη για το Predator στην Ελλάδα; Για τους “παλιούς” η απάντηση είναι μάλλον όχι. Ίσως και για τους νεώτερους. Ο Θεοφάνης Τόμπρας και ο Χρήστος Μαυρίκης είχαν δείξει το δρόμο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές του ’90. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για άλλο ένα πλήγμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και για υπονόμευση της πολιτικής. Πολύ δε περισσότερο δεδομένου του τρόπου που αντιμετώπισε η πολιτική τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις. Ένα πλήγμα για την ίδια τη Δημοκρατία και για τη χώρα.
Το γεγονός ότι -με βάση τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα- έχουν βρεθεί στο στόχαστρο του κατασκοπευτικού λογισμικού 13 δημοσιογράφοι, ή το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις γίνονται με τη συμβολή δημοσιογράφων, σημαίνει αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τους δημοσιογράφους και τα μέσα; Ασφαλώς και όχι. Εξάλλου δεν γίνεται να “μπαίνουν όλοι στο ίδιο σακί” είτε για καλό, είτε για κακό. Επιπλέον η παρακολούθηση προφανώς δεν αποφαίνεται για την ποιότητα της δημοσιογραφίας του παρακολουθούμενου. Οι επαφές του δημοσιογράφου και οι απόψεις τους είναι συχνά το ζητούμενο. Βεβαίως η σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία μπορεί να είναι ένας καθεαυτό ελκυστικός στόχος για υποκλοπή συνομιλιών εξαιτίας των ζητημάτων που ερευνά.
Η κρίση εμπιστοσύνης του κοινού προς τους δημοσιογράφους και τα μέσα δεν είναι καινούργια και δεν αφορά μόνο τη χώρα μας. Οι όροι “συστημικά” ή/και τοξικά μέσα μπήκαν απλώς σχετικά πιο πρόσφατα στο λεξιλόγιο και την αντίληψη του κοινού. Από τη δεκαετία του ’90 οι πολίτες αμφισβητούσαν την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας και των μέσων από την πολιτική και το ιδιωτικό συμφέρον. Όμως πάντα έρχονται στο φως της δημοσιότητας συγκλονιστικά στοιχεία για υποθέσεις κατάχρησης εξουσίας που κάθε κυβέρνηση, πρωθυπουργός ή πρόεδρος θα ήθελε να κρύψει. Ο Richard Nixon ήταν ένας από αυτούς. Ειδικά σήμερα, την εποχή των νέων μέσων, η δυνατότητα αποκαλύψεων είναι περισσότερο εφικτή από ποτέ. Το ίδιο όμως ισχύει και για τις παρακολουθήσεις.
Οι περιπτώσεις εκτεταμένων παράνομων υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και δεδομένων που αναφέρθηκαν δεν είναι μοναδικές, είναι απλώς οι πιο γνωστές και έχουν συμβάλει στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική. Όμως την πτώση της πολιτικής στην αξιακή κλίμακα των πολιτών έχει ακολουθήσει κι αυτή των μέσων και των δημοσιογράφων.
Ειδικά για τη χώρα μας η έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού προς τα μέσα, τους δημοσιογράφους και τις ειδήσεις αποδίδεται ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ο δείκτης εμπιστοσύνης είναι σταθερά σε χαμηλές θέσεις στην Ευρώπη. Για το 2022, η Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report 2022) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δείχνει ότι μόλις το 7% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι τα μέσα είναι ανεξάρτητα από αθέμιτες πολιτικές επιρροές ενώ μόλις το 8% θεωρεί τα μέσα ανεξάρτητα από αθέμιτες επιχειρηματικές επιρροές. Στην ίδια έκθεση, η εμπιστοσύνη του κοινού στις ειδήσεις φθάνει μόλις στο 27% και η χώρα μας βρίσκεται στην 42 θέση σε σύνολο 46 χωρών. Οι Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα για το 2022 έδωσαν μια τραγική εικόνα για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα, εμφανίζοντας τη χώρα μας ως προς την ελευθερία του Τύπου (https://rsf.org/en/country/greece) στην 108η θέση σε σύνολο 180 χωρών παγκοσμίως, με χώρες που παραδοσιακά η ελευθερία του Τύπου αμφισβητείται, να βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις από τη δική μας στην ιεράρχηση. Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ το 2021 έχει συμβάλει ιδιαίτερα σε αυτό καθώς στον υπολογισμό της τελικής κατάταξης των χωρών ως προς την ελευθερία του Τύπου, οι δολοφονίες δημοσιογράφων έχουν μεγάλο συντελεστή.
Έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τον Σεπτέμβριο του 2022 (https://trustinjournalism.imedd.org/el/), επιβεβαιώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού στους δημοσιογράφους: το 74,5% των ερωτηθέντων δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους και το 93% θεωρεί ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική εξάρτηση δημοσιογράφων και ΜΜΕ από τις κυβερνήσεις ή/και τα κόμματα. Το ποσοστό της έλλειψης εμπιστοσύνης αυξάνεται στις νεαρές ηλικιακές κατηγορίες, στους απόφοιτους ανώτερης/ανώτατης εκπαιδευτικής βαθμίδας και σε όσους πολιτικά αυτοπροσδιορίζονται στο κέντρο και την αριστερά.
Όσον αφορά την υπόθεση των υποκλοπών, ένα ποσοστό 62,5% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα μέσα ενημέρωσης καλύπτουν ανεπαρκώς την υπόθεση. Ασφαλώς ένα σημαντικό ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι η αιτία της ανεπάρκειας, δηλαδή εάν αυτό οφείλεται σε έλλειψη στοιχείων, σε δημοσιογραφική ανεπάρκεια ή σε ηθελημένη αποσιώπηση στοιχείων. Το 26,5% πάντως θεωρεί ότι η κάλυψη του θέματος είναι πλήρης. Και βέβαια θα πρέπει να υπογραμμιστεί η έλλειψη εμπιστοσύνης σ’ οποιονδήποτε θεσμό, με την πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης στην κορυφή της αρνητικής λίστας. Ακολουθεί η εκκλησία.
Το γεγονός ότι μεταξύ των θυμάτων παρακολούθησης είναι δημοσιογράφοι δεν μπορεί να αλλάξει την άποψη των πολιτών για τη δημοσιογραφία και τα μέσα. Οι δημοσιογράφοι είναι αυτοί που, μακριά από εμπάθεια και συμφέροντα κάθε είδους, με επαγγελματισμό, σεβασμό στη δεοντολογία και το κοινό τους, ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα ή για την ακρίβεια πολύπλευρη προσέγγιση των θεμάτων, θα μπορούσαν να την αλλάξουν. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Οι μεγάλες ιστορικές εφημερίδες τον έχουν δείξει. Κι ας μην ξεχνάμε “Democracy Dies in Darkness” (Washington Post).
*Επικ. Καθηγήτρια στο Τμήμα ΕΜΜΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δημοσιογράφος