Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθεί κανείς με μια περίοδο τόσο δύσκολη, αλλά και τόσο συναρπαστική όσο εκείνη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το διάστημα 2015-2019. Να εξηγήσει τα διλήμματα, τις δύσκολες επιλογές, τις επιτυχίες αλλά και τις αστοχίες. Το βιβλίο «Με την πλάτη στον τοίχο« δεν επιδιώκει να κάνει μια συνολική καταγραφή της πορείας αυτού του εγχειρήματος. Περιορίζεται σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές.
Είναι ένα βιβλίο πολλών συγγραφέων, που γράφουν σε επικοινωνία μεταξύ τους, όπως ακριβώς δούλεψαν εκείνη την περίοδο. Ένας συλλογικός τόμος που καταπιάνεται με μια σειρά από ζητήματα που διαχειρίστηκε το υπουργείο Οικονομικών: από τη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο από τα Μνημόνια μέχρι τη δημιουργία του λεγόμενου υπερταμείου και από τη φορολογική πολιτική μέχρι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους. Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο που αποτυπώνει μια συλλογική προσπάθεια.
Οι συγγραφείς δεν καταγράφουν μόνο την εμπειρία τους, αλλά και τη δουλειά δεκάδων ανθρώπων που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Εμπλέκονται, επίσης, με την κριτική της διαπραγματευτικής τακτικής της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όντως χρέωσε την Ελλάδα με 80 δισ. επιπλέον χρέος; Ήταν η αιτία για ένα «τρίτο, αχρείαστο Μνημόνιο»; Σκοπίμως υπερφορολόγησε τα μεσαία στρώματα; Πολλές πτυχές των ζητημάτων που αναδεικνύονται δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό – άλλωστε, η επικοινωνία με τον κόσμο, όπως επισημαίνεται στο σχετικό δελτίο Τύπου, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αυτό το βιβλίο καλύπτει το κενό, αν αναδεικνύει το άγχος της ομάδας να ανταποκριθεί στις ανάγκες εκείνων που τους εμπιστεύτηκαν, αυτό επαφίεται στη ματιά του αναγνώστη και της αναγνώστριας.
Στον τόμο αυτό γράφουν οι Γιώργος Γερμανός, Αδάμ Καραγλάνης, Μαρία Κουμερτά, Βίκη Κουφορίζου, Δημήτρης Λιάκος, Δημήτρης Παπαγιαννάκος, Έλενα Παπαδοπούλου, Αντώνης Παπαζαχαρίου, Σπύρος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Σταθάκης, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χρήστος Τσίτσικας.
Οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης ήταν παρατεταμένες και δύσκολες, αν και λιγότερο δραματικές. Ολοκληρώθηκαν στο Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016 με την υπογραφή συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο. Όπως σε κάθε διαπραγμάτευση, υπήρξαν κέρδη και απώλειες.
Το θέμα της πρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής που έπρεπε να επιτευχθεί αποτελούσε, ασφαλώς, μια επιπλέον επιβάρυνση για τον ελληνικό λαό, η οποία ερχόταν να σωρευτεί στις προηγούμενες. Κάποια από τα μέτρα ψηφίστηκαν πριν από τις διαπραγματεύσεις για την πρώτη αξιολόγηση ως προαπαιτούμενα για την υπογραφή του Μνημονίου τον Αύγουστο, άλλα κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης και κάποια ακόμη μετά. Επιπλέον, ορισμένα από τα μέτρα εφαρμόστηκαν σταδιακά. Μετά την αρχική προσαρμογή του Αυγούστου, έπρεπε να εξοικονομήσουμε 1% του ΑΕΠ από τις συντάξεις, ένα επιπλέον 1% του ΑΕΠ από την πλευρά των φόρων εισοδήματος και ένα ακόμα 1% από «άλλα μέτρα». Οι λεπτομέρειες αναλύονται πληρέστερα σε άλλα κεφάλαια αυτού του βιβλίου.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι το τι καταφέραμε να αποφύγουμε. Για παράδειγμα, οι τέσσερις θεσμοί απαίτησαν αύξηση του ΦΠΑ στην ενέργεια, στους λογαριασμούς νερού, ακόμη και στο εμφιαλωμένο νερό από 13% σε 24%. Όλα παρέμειναν στο 13%, ενώ καταφέραμε να αποτρέψουμε την αύξηση του ΦΠΑ στα εισιτήρια του θεάτρου, τα βιβλία και τα περιοδικά (έντυπα) από το 6% στο 13%. Η αντιπολίτευση και το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα έχτισαν ένα ολόκληρο αφήγημα μιας κυβέρνησης ερωτευμένης με τους υψηλότερους φόρους, αγνοώντας το γεγονός ότι οι ίδιοι, όταν ήταν στην εξουσία, δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή και είχαν κάνει τέτοιες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες -κυρίως με περικοπές μισθών και συντάξεων του δημόσιου τομέα-, που υπήρχαν λίγα περιθώρια, ειδικά για μια προοδευτική κυβέρνηση, να επιτύχει την υπόλοιπη δημοσιονομική προσαρμογή μέσω αυτής της οδού.
Επιπλέον, η αντιπολίτευση αρνιόταν συστηματικά να εμπλακεί σε μια συζήτηση με την κυβέρνηση για τους συμβιβασμούς, τα μέτρα αντιστάθμισης και τις προτεραιότητες που έπρεπε να τεθούν. Θα ήταν, για παράδειγμα, προτιμότερο να επιτευχθεί η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή μέσω αυξήσεων του ΦΠΑ στο νερό και στην ενέργεια; Ο Πόουλ Τόμσεν του ΔΝΤ σίγουρα συμφωνούσε. Υποστήριζε με συνέπεια πως αποφεύγοντας τέτοιες αυξήσεις, υιοθετούσαμε αυτά τα μέτρα που -με την κομψότητα που τον χαρακτήριζε- τα ονόμασε «μέτρα Μίκι Μάους», τα οποία ήταν αμφίβολης ποιότητας και μη βιώσιμα. Εμείς, από την άλλη πλευρά, θεωρούσαμε πως οι μικρές αυξήσεις στους φόρους σε ορισμένα είδη, από τον καφέ μέχρι τους υπολογιστές και τα συνδρομητικά τηλεοπτικά κανάλια, διαμοίραζαν την επιβάρυνση στο σύνολο του πληθυσμού. Οι διαπραγματεύσεις, μάθαμε, συνεπάγονται πάντα τέτοιου είδους συμβιβασμούς, αλλά, όπως θα βλέπαμε, όχι τέτοιους που να μπορούμε εύκολα να τους επικοινωνήσουμε με τον κόσμο. Αυτό ίσχυσε και για τη δημοσιονομική προσαρμογή από την πλευρά των συντάξεων και του ασφαλιστικού – η πλήρης ιστορία της οποίας υπερβαίνει την άμεση ευθύνη του υπουργείου Οικονομικών και μένει να ειπωθεί.
Είναι όμως γεγονός ότι υπήρχε άριστη σχέση με το υπουργείο Εργασίας και, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, μπορέσαμε να αντικρούσουμε μερικές από τις χειρότερες προτάσεις των θεσμών. Εκείνο που δεν μπορέσαμε να κάνουμε ήταν να εμποδίσουμε την κατάργηση του ΕΚΑΣ, ενός επιδόματος σε μερικούς από τους φτωχότερους συνταξιούχους, το οποίο οι θεσμοί υποστήριξαν πως ήταν κακώς σχεδιασμένο και εστιασμένο (η κριτική ήταν εν μέρει σωστή) και του οποίου οι πρόσθετες ανάγκες θα έπρεπε να καλυφθούν μέσω του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). Το μόνο που καταφέραμε ήταν η σταδιακή κατάργηση αυτού του επιδόματος σε βάθος χρόνου. Και αν κι αυτή ήταν μια δέσμευση που είχε συμφωνηθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις, μας κόστισε πολιτικά.
Προστασία πρώτης κατοικίας
Ενα άλλο θέμα που ξεκίνησε πριν από την πρώτη αξιολόγηση, αλλά ήταν κεντρικό σε όλη τη διαπραγμάτευση, κατά τη διάρκεια αυτής αλλά και μετά, ήταν η προστασία της πρώτης κατοικίας, για την οποία προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε σαν βάση τον λεγόμενο νόμο Κατσέλη. Και πάλι οι θεσμοί είχαν μια πολύ σκληρή θέση για την ανάγκη μιας τέτοιας ρύθμισης, υποστηρίζοντας πως μόνο οι κατοικίες των φτωχότερων χρειάζονταν τέτοια προστασία, όπως συνέβαινε στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Αυτή ήταν μία από τις πολλές εκκλήσεις τους στις «βέλτιστες πρακτικές». Μόνο που τέτοιες πρακτικές είχαν ελάχιστη σχέση με την ελληνική οικονομία, που τα προηγούμενα χρόνια είχε χάσει περίπου το 25% του ΑΕΠ της, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να αντιμετωπίζει μεγάλη έλλειψη ρευστότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμπίπτει στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών. Το να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι ένα πράγμα και στις νομοθετικές μας παρεμβάσεις προσπαθούσαμε πάντα να λαμβάνουμε υπόψη αυτό το στοιχείο. Αλλά η άρνηση προστασίας, λόγω αυτού του προβλήματος, σε δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν προβλήματα χωρίς δική τους υπαιτιότητα, ήταν κάτι διαφορετικό. Υπό αυτό το πρίσμα μπορέσαμε να διευρύνουμε το πεδίο εφαρμογής της μελλοντικής προστασίας πολύ πέρα από αυτό που προέβλεπε η αρχική θέση των θεσμών, προστατεύοντας όχι μόνο τους πιο ευάλωτους αλλά και τις κύριες κατοικίες όσων έχουν εισοδήματα μεσαίας τάξης.
Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι στο ζήτημα της πρώτης κατοικίας, και όσων συνδέονται με αυτό, συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες με έντονα ιδεολογικά στοιχεία. Με δεδομένο δε το αυστηρό πλαίσιο που επιβάλλει ένα πρόγραμμα προσαρμογής αλλά και τα πολλά επίπεδα των ζητημάτων, η ελληνική πλευρά κατάφερε σημαντικές νίκες που όχι μόνο ενίσχυσαν την κοινωνική συνοχή, αλλά επιπλέον δημιούργησαν υποδομή και τεχνογνωσία για το μέλλον.
Καθαρή έξοδος
Από μια ευρύτερη οπτική, ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα που τέθηκε σε εφαρμογή με το τέλος της αξιολόγησης ήταν η εξειδίκευση των μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Αυτό περιλάμβανε όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία άρχισαν να εφαρμόζονται αμέσως μετά, αλλά και τα μεσοπρόθεσμα και πιο μακροπρόθεσμα μέτρα που θα ξεκινούσαν με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Επιπλέον, όπως εξηγεί λεπτομερώς το κεφάλαιο «Διαπραγμάτευση χρέους: προς έναν καθαρό διάδρομο για τη χώρα», ο καθορισμός ενός ανώτατου ορίου στις μεσοπρόθεσμες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας (15% έως το 2038 και 20% στη συνέχεια) ήταν ένα κρίσιμο στοιχείο για την ύπαρξη καθαρού διαδρόμου για την ελληνική οικονομία την περίοδο μετά το Μνημόνιο.
Ολα τα παραπάνω δεν επαρκούν για να αναδειχθεί το εύρος των ζητημάτων που συζητηθήκαν στην πρώτη αξιολόγηση. Η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης ήταν ένα κομμάτι της επιχειρηματολογίας του αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος. Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα θέματα που ήταν υπό διαπραγμάτευση περιλάμβαναν μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, το τραπεζικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένης της ανακεφαλαιοποίησης), στη Δημόσια Διοίκηση, την αγορά ενέργειας, τη φορολογική διοίκηση, σε φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ανεξάρτητες Αρχές, την ίδρυση της ΕΕΣΥΠ, παρεμβάσεις στη φορολογία εισοδήματος καθώς και άλλα παραμετρικά μέτρα, την εισαγωγή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι ήταν ένα χρονοβόρο και δύσκολο εγχείρημα.
Λύση για το χρέος
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης προετοίμασε το έδαφος για την τελική έξοδο. Αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα παραβλέπαμε το τελευταίο επεισόδιο που πρέπει να εξεταστεί εδώ, το οποίο αφορούσε την αδικαιολόγητη πίεση του ΔΝΤ, που καθυστέρησε τη δεύτερη αξιολόγηση και οδήγησε στη νομοθέτηση των λεγόμενων μέτρων και αντίμετρων.
[…]
Προφανώς θα υπάρχει πάντα ένα ερώτημα που θα μας βασανίζει: Το 2018 πήραμε το καλύτερο δυνατό ή θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει κάτι καλύτερο; Και το ερώτημα αυτό είναι αδύνατο να απαντηθεί. Είναι γεγονός ότι έπειτα από πολλές συνεδριάσεις, πολλά Eurogroup και Euroworking Group, πολλές διμερείς συζητήσεις και χιλιάδες e-mails, μνήματα και τηλέφωνα, είχαμε μια λύση που καθιστούσε την Ελλάδα από μια υπερβολικά υπερχρεωμένη χώρα σε μια… κανονικά υπερχρεωμένη χώρα. Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο οξύμωρο ή ακόμη και αστείο, αλλά δεν είναι. Διότι σήμαινε ότι σε μια επόμενη κρίση η Ελλάδα δεν θα αντιμετωπιζόταν ως ο παρίας της Ευρώπης, αλλά ως μια χώρα όπως πολλές άλλες. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε να δικαιωθούμε τόσο γρήγορα.
Από την άλλη, πάντα θα υπάρχει η σκέψη μήπως αν είχαμε πιέσει παραπάνω σε κάποιο από τα Eurogroup, δεν είχαν τιναχθεί όλα στον αέρα και αντιθέτως είχαμε πάρει, π.χ., μικρότερα πλεονάσματα για ένα-δύο χρόνια ή μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, ή μεγαλύτερη επιμήκυνση, ή κάτι άλλο. Κι αυτό το ερώτημα σημαίνει ότι αν το είχαμε πετύχει αυτό, θα μπορούσαμε να έχουμε επιστρέψει περισσότερα στην κοινωνία, στους νέους, στους ανθρώπους που τόσο υπέφεραν κατά τη διάρκεια των Μνημονίων. Η αλήθεια είναι ότι αν τον Σεπτέμβρη του 2015 κάποιος μας έλεγε ότι θα είχαμε αυτή τη λύση για το χρέος, θα τον λέγαμε υπερβολικά αισιόδοξο. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όσες και όσοι βρεθήκαμε στις αίθουσες διαπραγμάτευσης θα σταματήσουμε κάποτε να αναρωτιόμαστε τι θα γινόταν αν κάναμε κάποια πράγματα αλλιώς.
Στο τέλος της ημέρας μένει μια σκέψη. Κάθε απόφαση που πήραμε, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη, ξέρουμε γιατί το κάναμε, τη δεδομένη στιγμή, με βάση τις πληροφορίες που τότε είχαμε. Κάποιες ήταν σωστές. Κάποιες φάνηκε στην πορεία ότι ήταν λάθος. Αλλά καμία δεν πάρθηκε με λάθος κίνητρα.
(Πηγή: Αυγή)
***
«Με την πλάτη στον τοίχο»: Σήμερα Τετάρτη 21/12 η παρουσίαση του βιβλίου – Θα χαιρετίσει ο Αλ. Τσίπρας
Οι εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ προσκαλούν σήμερα στην παρουσίαση του βιβλίου “Με την πλάτη στον τοίχο. Διαπραγματεύσεις για την Οικονομία και την Κοινωνία. 2015 – 2019”
Σήμερα, λοιπόν, Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022 και ώρα 7:30 μ. μ. στο Αμφιθέατρο “Αντώνης Τρίτσης”, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50), για το βιβλίο θα συζητήσουν οι:
Βάλια Αρανίτου, καθηγήτρια τμήματος Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ
Ανδρέας Ξανθός, π. υπουργός Υγείας, Τομεάρχης Υγείας ΚΟ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Ευκλείδης Τσακαλώτος, π. υπουργός Οικονομικών, Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Θα χαιρετίσει ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας.
Τη συζήτηση θα συντονίσει η δημοσιογράφος Δώρα Αναγνωστοπούλου.