Το ακόλουθο κείμενο του Ιταλού φιλοσόφου Ρομπέρτο Εσπόζιτο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica»:
Aπό πού προέρχεται η δυσθυμία των δημοκρατιών μας; Δεν μιλώ για τις απειλές που τις θέτουν σε κίνδυνο από το εξωτερικό – τις οικονομικές κρίσεις, την οικοδόμηση τειχών, την επίθεση της φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας.
Μιλώ για το εσωτερικό σαράκι που τις διαβρώνει, καθιστώντας τες πιο ευάλωτες μπροστά σε αυτές τις απειλές.
Στις τρέχουσες ερμηνείες αυτό ανάγεται σε δύο κύριες αιτίες, αντιτιθέμενες μεταξύ τους. Ή σε μιαν εκκοσμίκευση η οποία υποτίθεται ότι θα είχε συμπαρασύρει, μαζί με τη θρησκευτική πίστη, και την πίστη στις αξίες. Ή, αντίθετα, σε μιαν ατελή εκκοσμίκευση που δεν επιτρέπει μιαν αληθινή ισότητα των ατομικών δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα καμιά από αυτές τις δύο αναλύσεις δεν συλλαμβάνει τον πυρήνα του προβλήματος.
Αυτός δεν βρίσκεται ούτε σε μια γενική κρίση αξιών ούτε σε μιαν έλλειψη κανόνων, αλλά στην ανεπαρκή σύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα δύο πεδία, στο ρήγμα που έχει ανοίξει ανάμεσα σε αξίες και κανόνες. Πρόκειται για το ζήτημα της νομιμοποίησης. Οι δυτικές δημοκρατίες υποφέρουν από ένα έλλειμμα νομιμοποίησης.
Τι εννοούμε όμως με αυτόν τον όρο; Στα λατινικά συναντάμε το επίθετο legitimus, αλλά η έννοια της νομιμοποίησης είναι πιο πρόσφατη. Αυτή γεννιέται όταν αποδυναμώνεται η ιδέα πως οι γήινες εξουσίες έχουν θεϊκή προέλευση.
Στα νεότερα κράτη η θρησκευτική επικύρωση της εξουσίας αντικαθίσταται εν μέρει από το σύστημα των νόμων. Μόνο εν μέρει όμως.
Οσο εκτεταμένη και αν είναι, η αρχή της νομιμότητας δεν αρκεί για να αντικαταστήσει την υπερβατική πηγή, από την οποία η μοναρχική εξουσία αντλούσε το αδιαμφισβήτητο κύρος της.
Η αρχή της νομιμότητας μπορεί να ισχύει και να ρυθμίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων μέσω της κύρωσης. Δεν καλύπτει όμως την ανάγκη για οικουμενικές αξίες, προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται και οι ίδιοι οι νόμοι.
Σε αυτήν την ανάγκη, που δεν εξαντλείται από τη νομιμότητα, ανταποκρίνεται η αρχή της νομιμοποίησης.
Η πρώτη θεωρία περί νομιμοποίησης στη νεωτερικότητα ανάγεται στον Χομπς. Σύμφωνα με τον Χομπς, η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας έγκειται στη συμφωνία μεταξύ των ατόμων που τη θεσπίζουν.
Μετά τον Χομπς, στην αφετηρία της φιλελεύθερης αντίληψης είναι ο Λοκ, ο οποίος επιμένει στην αναγκαιότητα της συναίνεσης των κυβερνώμενων ως προϋπόθεση της άσκησης της εξουσίας.
Πιο απαιτητικός είναι ο Ρουσό: η συναίνεση από μόνη της δεν αρκεί, γιατί διαφορετικά ένας τύραννος που θα την είχε θα ήταν νόμιμος.
Δεν είναι όλες οι συμβάσεις θεμιτές, όπως δεν είναι και όλα τα αγαθά διαθέσιμα. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να απαρνηθούμε την ελευθερία. Μια συμφωνία που θα προέβλεπε μια τέτοια απάρνηση δεν θα ήταν έγκυρη.
Με αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση, η αρχή της νομιμοποίησης τείνει να συμπίπτει με τη λαϊκή βούληση, καθώς η τελευταία γίνεται προαπαιτούμενο των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων, τα οποία δεν έχουν πλέον καμία σχέση με την ιερή τους καταγωγή.
Μια τέτοια εκκοσμίκευση του κριτηρίου νομιμοποίησης τείνει να το περιορίζει στους τυπικούς κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και να το ταυτίζει με τη νομιμότητα.
Από δω γεννιέται η δυσθυμία των πολιτικών μας συστημάτων, που στερούνται έναν πολύτιμο συμβολικό πόρο. Ολο και περισσότερο επικρατεί η ιδέα ότι η νομιμότητα ενσαρκώνει, με τις ουδέτερες διαδικασίες της, τις θεμελιώδεις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, έτσι ώστε να καθίστανται ανώφελες άλλες μορφές νομιμοποίησης.
Αυτό το θεμελιώδες λάθος πηγάζει από μια κοντόθωρη ερμηνεία της πρώτης σύγχρονης θεωρίας περί νομιμοποίησης, που επεξεργάστηκε ο Μαξ Βέμπερ.
Με βάση αυτή τη θεωρία υπάρχουν τρεις μορφές νομιμοποίησης: η παράδοση του αιώνιου χθες, το χάρισμα του χαρισματικού ηγέτη και η ορθολογική εμπιστοσύνη στον νόμο.
Σε ένα ορισμένο σημείο φάνηκε ότι, καθώς αποδυναμώθηκαν οι δύο πρώτες πηγές κύρους, δεν απέμενε παρά η τρίτη. Αρχισαν έτσι να ταυτίζουν το κύρος με την εξουσία και τη νομιμοποίηση με τη νομιμότητα.
Με αυτόν τον τρόπο όμως οδηγούμαστε στο να λείπει ένα από τα δύο πόδια στα οποία στηρίζεται η διακυβέρνηση της κοινωνίας.
Οπως έχει εξηγήσει ο Καρλ Σμιτ στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το άδειασμα του κύρους προς όφελος της καθαρής νομιμότητας καταλήγει στο να αυτονομηθεί το πολιτικό σύστημα από τις ανάγκες των κυβερνώμενων.
Ο Σμιτ δεν ήταν βέβαια δημοκράτης. Αυτό δεν αναιρεί όμως το γεγονός ότι ο κίνδυνος που αυτός επισήμανε απειλεί και τη δημοκρατία, καθώς αυτή όλο και περισσότερο ταυτίζεται με μιαν εκδοχή απλής διαχείρισης.
Ηδη ο Οτο Κιρκχάιμερ υποστήριζε ότι στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η νομιμοποίηση συμπίπτει με τη νομιμότητα.
Ο Νίκλας Λούμαν θα υποβαθμίσει μάλιστα τη νομιμοποίηση, ταυτίζοντάς την με την προσαρμογή των πολιτών στις τεχνικές διαδικασίες των κοινωνικών συστημάτων. Το ότι η δημοκρατία είναι και μια τυπική τεχνική είναι βέβαιο. Αν είναι όμως μόνο αυτό, καταλήγει να χάνει κάθε αναφορά σε ιδέες και αξίες.
Το δίκαιο κινδυνεύει να χάσει κάθε σχέση του με τη δικαιοσύνη. Το να θεωρούμε ότι η νομιμοποίηση των κυβερνώντων περιορίζεται στην ψήφο και στον σεβασμό των κανόνων είναι μια αυταπάτη, για την οποία εδώ και πολύ καιρό πληρώνουμε το τίμημα. Αν η αρχή της νομιμοποίησης αντικαθιστούσε την αρχή της νομιμότητας, το σύνορο μεταξύ δημοκρατικών συστημάτων και αυταρχικών συστημάτων θα γινόταν δυσδιάκριτο, όπως έγινε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Αλλά και το αντίστροφο φαινόμενο, με την απορρόφηση της νομιμοποίησης από τη νομιμότητα, συνεπάγεται διαλυτικές συνέπειες, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν στο κείμενό του «Κρίση της νομιμοποίησης και υπερτροφία της νομιμότητας».
Ο Πιέρο Ινιάτσι, στο βιβλίο του «Forza senza legittimità. Il vicolo cieco dei partiti», αναλύει την απώλεια εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα.
Πριν ακόμα χάσουν τα μέλη τους και τους στρατευμένους αγωνιστές τους, τα κόμματα είχαν κατασπαταλήσει το απόθεμα αξιοπιστίας που διέθεταν.
Αυτό όμως δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μια συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του ηγέτη. Επειδή αυτή η συγκέντρωση εξουσίας όχι μόνο δεν παράγει νέο κύρος, αλλά καθιστά πιο φανερή την έλλειψή του.
Η νομιμοποίηση δεν είναι ένας πόρος που μπορεί να δημιουργηθεί με τη συνταγματική μηχανική, αυξάνοντας το βάρος της εκτελεστικής εξουσίας σε σχέση με τη νομοθετική.
Ακριβώς η τωρινή παρέκκλιση προς την προσωποποίηση της πολιτικής, που χαρακτηρίζει τα δυτικά πολιτικά συστήματα, αποκαλύπτει μιαν έλλειψη νομιμοποίησης.
Καθώς εξαντλήθηκαν οι παραδοσιακές της πηγές, η νομιμοποίηση δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά μια διαδικασία. Αυτή δεν χρησιμεύει μόνο για να δικαιολογεί τα ήδη θεσμισμένα νοήματα, αλλά και για να ενσωματώνει σε αυτά τις νέες ανάγκες που αναδύονται από την κοινωνία.