Άλαν Κούρντι, πρόσφυγας από τη Συρία, τεσσάρων ετών πνίγηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015 στο Αιγαίο. Ούτε στο Τουρκικό, ούτε το Ελληνικό, απλώς μέσα στο Αιγαίο, στη θάλασσα που δεν χώρισε κανέναν ζώντα οργανισμό πλην του ανθρώπου.
Καθημερινά και κατά το συμφέρον της κυβέρνησης, πυκνά ή αραιά, ακούμε ανά τακτά διαστήματα για πρόσφυγες, κύματα μεταναστών, που “τολμούν” να περάσουν τα σύνορα της Ελλάδας και, κατ’ επέκταση, της Ευρώπης. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι πνίγονται, άλλοι γυρίζουν πίσω στα χώματα της Τουρκίας. Προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη, σε κάποιον συγγενή, γνωστό ή φίλο που τους έχει διηγηθεί πως εκεί, ίσως να σωθούν. Πολλοί εκ των πολέμιων της προσφυγιάς, προωθούν φτηνές δικαιολογίες όπως “πού τα βρήκαν τα λεφτά” για τους διακινητές. Τους περατάρηδες δηλαδή που, ως άλλοι Χάροι, τους παίρνουν τον οβολό, μερικών εκατοντάδων ευρώ, και τους περνούν κακήν κακώς απέναντι. Χερσαία ή θαλάσσια, μακάβρια είναι αυτή η συμφωνία.
Για τον μέσο πολίτη, είναι άλλη μια βάρκα που αναποδογύρισε, δέκα άνθρωποι που πνίγηκαν, άλλοι δέκα που σώθηκαν και θα μείνουν στις δομές φιλοξενίας. Από τι όμως διαφεύγουν αυτοί οι άνθρωποι; Από πού τρέχουν να ξεφύγουν και τι αναζητούν γι’ αυτούς και το μέλλον τους;
Η ταινία “Οι Κολυμβήτριες” (The Swimmers), εστιάζει ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα, χωρίς να δίνει καθολικές απαντήσεις. Αποδίδει όμως κινηματογραφικά, ωμά, συμβολικά ορισμένες φορές, την ανάγκη για φευγιό, για προσφυγιά, για σωτηρία. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα διηγείται την ιστορία δύο αδελφών που, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον εμφύλιο στη Συρία, διασχίζουν το Αιγαίο και προσπαθούν να φτάσουν στη Γερμανία με σκοπό να αγωνιστούν ως κολυμβήτριες στους Ολυμπιακούς του Ρίο 2016 για τη χώρα τους.
Δεν είναι όλοι κολυμβητές όσοι διασχίζουν το Αιγαίο με βάρκες. Δεν είναι όλοι δειλοί όσοι φεύγουν από τον τόπο τους για να σωθούν. Δεν είναι οι πόλεμοι αποφάσεις των λαών και δεν είναι η Ειρήνη, προνόμιο που αποδίδουν οι ισχυροί στους λίγους. Όσοι έφυγαν, δεν έφυγαν ποτέ με χαρά. Η ελπίδα για σωτηρία είναι ίσως η μόνη ισχυρή κινητήριος δύναμη για να παλέψουν με κύματα, διακινητές, ρατσισμό, δυσκολίες ανυπέρβλητες για πολλούς. Δεν χρειάζεται να πεινάς, να πονάς, να είσαι ρακένδυτος για να φύγεις από μια χώρα που έχει διαλυθεί. Μια χώρα που άλλοι αποφάσισαν πως πρέπει να είναι “πλυντήριο” όπλων και πυραύλων. Δεν έχει χώρα και σύνορα η Ειρήνη.
Κάθε Γιούσρα, Άλαν, Σάρα, Ουσμάν αναζητούν ζωή, Ειρήνη, ευκαιρίες. Χώρα έχουν. Κι αν η χώρα τους δεν τους αφήσει να αγωνιστούν γι’ αυτή στους Ολυμπιακούς, έχουν την μία, την παγκόσμια πατρίδα των Προσφύγων.
Με την Προσφυγική σημαία αγωνίστηκε η Γιούσρα το Ρίο. Την χώρα της όμως δεν την ξέχασε ποτέ.