Μαθητεύουμε και θα μαθητεύουμε ακόμα για πολύ. Κι εκείνοι που θα έρθουν μετέπειτα θα μαθητέψουν κι εκείνοι. Δουλεύουμε πάνω σ’ ένα τίμιο δρόμο, κι αυτός είναι ο μόνος έπαινος που ζητάμε να μας αποδοθεί, έλεγε ο Κάρολος Κουν. Επίκαιρο εαν λάβει κανείς υπόψιν την αντιπαράθεση των ημερών με αφορμή την απόφαση των συναρμοδίων υπουργείων Εσωτερικών, Παιδείας και Πολιτισμού που εξομοιώνει τους αποφοίτους των δραματικών σχολών (και παρεμφερών, όπως οι σχολές χορού) με εκείνους του λυκείου. Μία ιστορική αναδρομή είναι εξόχως διδακτική.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ
Γύρω από το έτος 1934, όπως το λέει ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κάρολος Κουν και ο Διονύσιος Δεβάρης μου μίλησαν για ένα θίασο που θα έκαναν ύστερα από ακροάσεις και μακρά μαθητεία των υποψηφίων. Θέλανε να διαλέξουν ηθοποιούς μέσα από το λαό, που να είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι ρωμέικοι και όχι ψευτοκοσμοπολίται, χρήσιμοι μόνο στο μπουλβάρ που τότε μεσουρανούσε.
Αυτή ήταν η αρχή της πρώτης Σχολής του Καρόλου Κουν, με διευθυντή τον Διονύσιο Δεβάρη. Ο Δεβάρης ήταν δημοσιογράφος, είχε υπάρξει ηθοποιός της Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου και ήταν αυτός που ενθάρρυνε τον Κουν να περάσει στο επαγγελματικό θέατρο, δημιουργώντας έναν Oργανισμό, τη Λαϊκή Σκηνή και μια Σχολή. H Σχολή, που στεγαζόταν σε μια σοφίτα του χαμένου πια Δημοτικού Θεάτρου στην πλατεία Κοτζιά, δημιουργήθηκε για να προετοιμάσει τους ηθοποιούς που θα έπαιζαν στην πρώτη παραγωγή, την Ερωφίλη, η οποία ανέβηκε τον Απρίλη του 1934.
Από την αρχή λοιπόν της επαγγελματικής του ενασχόλησης με το θέατρο ο Κουν συνδέει τη σκηνοθετική του εργασία με την εκπαίδευση των ηθοποιών του. Πρώτοι μαθητές του ήταν ο Λαυρέντης Διανέλλος, η Φρόσω Κοκόλα, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Παντελής Ζερβός, ο Δημήτρης Ντουνάκης και άλλοι πεντέξι ακόμη, που δεν έμειναν όμως στο θέατρο.
Την εκπαίδευση των ηθοποιών, σ´ αυτή την πρώτη φάση, αναλαμβάνει ο ίδιος ο Κουν. Είναι απαραίτητο να ερευνηθούν νέες μέθοδοι, ώστε να εκφραστούν τα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά που αναζητούσε εκείνη την εποχή. Μέθοδοι που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις στομφώδεις ακαδημαϊκές πρακτικές της εποχής, που είχαν τις ρίζες τους στον 19ο αιώνα. Λέει ο Κουν: Για να πραγματοποιηθεί ένα γνήσιο ελληνικό εξπρεσιονιστικό θέατρο αποτάνθηκα, για να μορφώσω ηθοποιούς, στις λαϊκές τάξεις, όπου υπήρχαν ακόμη υπολείμματα πλούσια σε εκφράσεις, σε κινήσεις, αισθήματα και ψυχικό κόσμο… Παραμερίζοντας τις δικές μου πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, αρπάχτηκα από μια γνήσια εκδήλωση ζωής, της πιο έντονης που θα μου παρουσιαζότανε. Οι κινήσεις, η στάση, η κουβέντα, όλα είχαν νόημα, προέρχονταν από μια αληθινή ψυχική κατάσταση και ανάγκη, αν όχι βέβαια πνευματική, χωρίς επιτήδευση, χωρίς περιορισμούς, χωρίς απαγορεύσεις καλών τρόπων συμπεριφοράς, που συχνά ναρκώνουν κάθε πλαστικότητα σ´ άλλες τάξεις. Πρωτόγονα αισθήματα, αλλά τουλάχιστον γνήσια, αληθινά και ποσό έντονα ζωντανά.
Η Λαϊκή Σκηνή αντέχει ως το 1936, οπότε διαλύεται για οικονομικούς κυρίως λόγους, αλλά το τέλος της συμπίπτει και με τη εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, που επιβάλλει σκληρή λογοκρισία. Εκείνα τα χρόνια απαγορεύονται παραστάσεις έργων ακόμη κι εκείνων όπως ο Προμηθέας Δεσμώτης ή η Αντιγόνη!
Από το 1936 ως το 1942 ο Κουν σκηνοθετεί στο επαγγελματικό θέατρο στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυρίας Κατερίνας (Ανδρεάδη).
Ενδιάμεσα, το 1939, ανεβάζει τον Βυσσινόκηπο, του Τσέχωφ με θίασο δικό του από νέους ηθοποιούς, ηθοποιούς από τη Λαϊκή Σκηνή και τον Αντώνη Γιαννίδη, δανεικό από το θίασο της Κοτοπούλη για το ρόλο του Φιρς.
Το ανέβασμα του Βυσσινόκηπου ήταν μια δοκιμή για τον Κουν, λίγο προτού ριχτεί στον στίβο του επαγγελματικού θεάτρου. Τα αποτελέσματα της δοκιμής υπήρξαν θριαμβευτικά.
Το 1941, μέσα στην κατοχή, ο Κουν αποφασίζει να δημιουργήσει το νέο του σχήμα, το «Θέατρο Τέχνης», με κοντινούς συνεργάτες του τον Μάριο Πλωρίτη, τον Ανδρέα Νομικό, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον Κώστα Χατζηαργύρη και τον Γιάννη Στεφανέλη, πάλι ξεκινώντας με τη δημιουργία Σχολής, για να φτιάξει τους καινούργιους ηθοποιούς του. Είναι η δεύτερη φάση της πορείας του, κατά την οποία απομακρύνεται από τον λαϊκό εξπρεσιονισμό και κατευθύνεται προς τον ποιητικό ρεαλισμό, όπως ορίζει ο ίδιος το νέο του ύφος. Σ´ αυτή τη φάση η επίδραση από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είναι εμφανής, αφού ονομάζει το θέατρο του με το όνομα του θεάτρου του Στανισλάβσκι, αλλά και η επιρροή από τον Βαχτάγκωφ και τον μαγικό ρεαλισμό του είναι καθοριστική· ο Γιώργος Σεβαστίκογλου μεταφράζει αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Βαχτάγκωφ, από το Theatre Arts, για τους μαθητές του Θεάτρου Τέχνης.
Στις πρώτες παραστάσεις του «Θεάτρου Τέχνης» ηθοποιοί του είναι οι νέοι μαθητές, που ήρθαν να μαθητεύσουν μετά από μια αγγελία στην εφημερίδα Βραδυνή της 10ης Ιουλίου του 1941 και οι παλιότεροι από τη Λαϊκή Σκηνή, Παντελής Ζερβός και Λυκούργος Καλλέργης. Ο ίδιος ο Κουν παίζει πότε-πότε.
Ο Κουν λέει ότι η ουσιαστική αφορμή που με ενέπνευσε να αποφασίσω την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης, ήταν η ανάγκη της δημιουργίας ενός θεάτρου συνόλου, μιας ομάδας που θα μάθει να σκέφτεται και να εργάζεται με ψυχική και οργανική ενότητα. Μιας ομάδας ειδικά εκπαιδευμένης κι υποταγμένης σε μια νέα διδασκαλία θεατρικής έκφρασης που θα διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο, για να εξυπηρετήσει, όσο γίνεται καλύτερα, έργα θεατρικά, αποκαλυπτικά και για τους ερμηνευτές και για το κοινό. Η δημιουργία ενός θεάτρου έξω από το εμπορικό κύκλωμα, ενός θεάτρου αδέσμευτου από επιχειρηματία, απαλλαγμένου από βεντετισμούς, ανένδοτο σε καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς.
Έτσι, μ´ αυτό τον προσανατολισμό, το «Θέατρο Τέχνης» αντέχει μέχρι το 1950. Η συνεχής διαρροή ηθοποιών, αν και δημιουργούσε αρκετές δυσκολίες, ήταν κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενη κι ο Κουν είχε συμφιλιωθεί μ’ αυτή την ιδέα. Η εμπορευματοποίηση, όμως, του θιάσου ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια του την υπόσταση ως θεάτρου τέχνης και σε πλήρη αντίθεση με μια από τις θεμελιώδεις αρχές του, ότι δηλαδή δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν διέφερε ριζικά από τα υπάρχοντα θέατρα, όπως είχε συμφωνηθεί, ύστερα από την εντατική προπαρασκευαστική δουλειά με τους μαθητές της Σχολής και τους νέους συνεργάτες του, όταν έβαλαν τις βάσεις της εργασίας τους στο «Θέατρο Τέχνης» το 1941.
Παρόλο που ο θίασος διαλύθηκε το 1950, το «Θέατρο Τέχνης» παρέμεινε ζωντανό μέσω της Σχολής του, που εξακολουθούσε να λειτουργεί αδιαλείπτως. Από το 1950 ο Κουν διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου μαθήματα θεάτρου κι εκεί στους χώρους της σχολής, στεγάζει τη δική του Σχολή, με μια ομάδα καινούργιων μαθητών, οι οποίοι έπρεπε να υποβληθούν στην έντονη και απαιτητική εκπαίδευση που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν και τα προηγούμενα μέλη του θιάσου. Έτσι, το 1954, το «Θέατρο Τέχνης» επανεμφανίζεται σε δικό του χώρο, στο Υπόγειο του Ορφέα, στο κυκλικό θέατρο που έχτισε ο Κουν με τους μαθητές και τους συνεργάτες του, το θρυλικό πια Υπόγειο. Η πρώτη παράσταση είναι Η Μικρή μας Πόλη, που παρουσιάζεται ως επίδειξη των μαθητών της Σχολής του «Θεάτρου Τέχνης».
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος γράφει στην Καθημερινή για την παράσταση: Επιτέλους είδαμε μια παράσταση άρτια, σφιχτοδεμένη με όλους τους -νέους ως επί το πλείστον- ηθοποιούς να υπακούουν σε ένα σύνολο, χαρίζοντας συγκίνηση και δημιουργώντας μιαν απαράμιλλη ατμόσφαιρα. Οι μαθηταί της Δραματικής Σχολής του «Θεάτρου Τέχνης», μας αφήρεσαν το δικαίωμα να τους ονομάζουμε μαθητάς. Είναι ηθοποιοί που δεν θα είχαν να ζηλεύσουν τίποτα από τους πολύπειρους συναδέλφους τους. Κατώρθωσαν να εμφανίσουν ένα σύνολο άψογο, χωρίς ρωγμές αδυναμιών, συντηρώντας μια τονική ομοιομορφία υποκρίσεως που οφείλεται αναντίρρητα στον διδάσκαλο. Αληθινά ο Κάρολος Κουν είναι ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Είναι, ίσως, ο μόνος από τους σκηνοθέτας μας που κατορθώνει να φτιάχνει ηθοποιούς. Επήγαινα στην επίδειξη της Δραματικής Σχολής του με κάποιαν, ομολογώ, δυσπιστία. Επερίμενα να ιδώ τάλαντα εν εκκολάψει και μια παράστασιν φροντισμένην έστω, ευπρεπή, αλλά παράστασιν ερασιτεχνική. Είδα τάλαντα εις την άνθησίν των και παράστασιν που θα την εφθόνουν τα αρτιώτερα θεατρικά συγκροτήματα.
Σ´ έναν τόμο-αφιέρωμα στα 25 χρόνια της παρουσίας του Κουν στο ελληνικό θέατρο, που εκδόθηκε το 1959, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, αυτός ο εμβληματικός Δάσκαλος, λέει, μεταξύ άλλων, για τον Κουν: Δεν ξέρω πολλούς δασκάλους ή πρωτεργάτες της σκηνικής τέχνης, που να δημιούργησαν «Σχολή», που να έχουν το δικό τους «ύφος» στην σύλληψη και στην εκτέλεση του θεατρικού έργου… Η «Σχολή του». Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μεταφορικά, αλλά στην κυριολεξία του. Ο Κάρολος Κουν είναι ένας δάσκαλος κατ’ εξοχήν, και στην πλήρη σημασία της λέξης. Ξέρει να ηλεκτρίζει τα νειάτα και να τα κερδίζει στην διακονία της τέχνης του Θεάτρου. Γοητεύει τους μαθητές του, που τον λατρεύουν. Τους μεταδίνει το πάθος του για το θέατρο.