Αφού κατέστρεψε την τουρκική οικονομία και εξαθλίωσε τη μεσαία τάξη που ο ίδιος είχε στηρίξει, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σέρνει τώρα τη χώρα του σε έναν περιττό πόλεμο και χειραγωγεί τα δικαστήρια εναντίον των αντιπάλων του, αναφέρει σε άρθρο του το Politico, το οποίο υπογράφει ο συνεργάτης του μέσου, Πολ Τέιλορ.
Πρόκειται για μια αδίστακτη προσπάθεια του Ερντογάν να προσκολληθεί στην εξουσία το 2023 -την εκατονταετηρίδα της Τουρκικής Δημοκρατίας- και ας ελπίσουμε ότι θα αποτύχει, αναφέρεται στο άρθρο.
Όπως τονίζεται, οι προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, που πρόκειται να διεξαχθούν στις 23 Ιουνίου, είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική -αν και σε καμία περίπτωση η δικαιότερη- ψηφοφορία στον κόσμο φέτος. Θα καθορίσει εάν αυτό το έθνος των 85 εκατομμυρίων πολιτών, στη διασταύρωση της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, θα συνεχίσει να κινείται προς τον δρόμο για να γίνει μια αυταρχική, επεκτατική δύναμη, ή αν θα επιλέξει ένα πιο φιλελεύθερο, πλουραλιστικό μονοπάτι.
Για πρώτη φορά από τότε που το AKP, το κόμμα του Ερντογάν, ανέλαβε την εξουσία το 2002, υπάρχει μια σοβαρή προοπτική πολιτικής αλλαγής. Ο πληθωρισμός τρέχει πάνω από 80% ετησίως, η τουρκική λίρα έχει πέσει κατακόρυφα έναντι του δολαρίου και η δημοτικότητα της κυβέρνησης έχει βυθιστεί καθώς οι οικονομικές δυσκολίες έχουν αυξηθεί.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Ερντογάν -ο οποίος κυβερνά όλο και πιο αυταρχικά μετά την αλλαγή του συντάγματος- αντιμετωπίζει σοβαρά πολιτικά προβλήματα, με το AKP να λαμβάνει μόλις το 30%.
Φυσικά, η απάντησή του υπήρξε χαρακτηριστικά βάναυση τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές μέτωπο, τονίζει ο συντάκτης του άρθρου.
Παρά τις διαφωνίες τόσο από την Ουάσιγκτον όσο και από τη Μόσχα, ο Ερντογάν απειλεί να στείλει τανκς στη Συρία, προσπαθώντας να απομακρύνει τις κουρδικές πολιτοφυλακές που συμμάχησαν με τη Δύση στον αγώνα κατά των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Φαίνεται αποφασισμένος να δημιουργήσει μια ουδέτερη ζώνη στην άλλη πλευρά των νότιων συνόρων της Τουρκίας.
Απειλές σε βάρος της Ελλάδας
Το άρθρο συνεχίζει: «Την ίδια ώρα, ο Τούρκος πρόεδρος απειλεί να πλήξει τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα, εν μέσω κατασκευασμένων διαφωνιών για τις γεωτρήσεις φυσικού αερίου, την Κύπρο και την υποτιθέμενη “στρατιωτικοποίηση’”των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο -αν και το διεθνές οικονομικό και πολιτικό κόστος οποιασδήποτε τέτοιας ενέργειας την καθιστά εξαιρετικά απίθανη».
Από τότε που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ερντογάν έχει μετατρέψει την Τουρκία σε απαραίτητο μεσολαβητή μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Κατάφερε επίσης να υποστηρίξει την Ουκρανία – μεταξύ άλλων με πωλήσεις drone – διατηρώντας παράλληλα εμπορικούς και ενεργειακούς δεσμούς με τη Ρωσία και χωρίς να διακυβεύσει την προσωπική του σχέση με τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν ή να προκαλέσει την οργή της Δύσης, σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Όπως τονίζεται, την ίδια ώρα στην Τουρκία ο Ερντογάν χρησιμοποίησε τη δικαιοσύνη, που δεν φημίζεται για την ανεξαρτησία της, με στόχο να αποκλείσει τους πιο ισχυρούς πιθανούς αντιπάλους του. Το άρθρο κάνει αναφορά στην υπόθεση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου -για για τον οποίο λέει ότι πρόκειται για μια δημοφιλή προσωπικότητα του κοσμικού κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), που θα μπορούσε να είναι υποψήφιος της αντιπολίτευσης για την προεδρία. Με τις μεθοδεύσεις του Ερντογάν μπορεί να του απαγορευτεί να είναι υποψήφιος, συνεχίζει το άρθρο.
«Επίσης, περισσότεροι από 100 πολιτικοί από το κύριο φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) περιμένουν να δικαστούν με κατηγορίες για τρομοκρατία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απαγόρευση του κόμματος. Το HDP δεν είναι μέρος της συμμαχίας των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, η οποία συγκροτεί μια κοινή εκλογική πλατφόρμα, από τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά έως τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά. Ωστόσο, θα μπορούσε να έχει μεγάλη επιρροή εάν – όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – ούτε το AKP ούτε η αντιπολίτευση κερδίσουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο».
Το άρθρο παρατηρεί ότι και ο Ερντογάν, πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, το 2002 καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση επειδή διάβασε ένα υποτιθέμενο ισλαμιστικό ποίημα, του απαγορεύθηκε να είναι υποψήφιος και αναγκάστηκε να περιμένει πριν γίνει πρωθυπουργός.
Ωστόσο, μένει να δούμε πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φτάσει όσον αφορά την πραγματική στρατιωτική δράση για να παίξει το εθνικιστικό χαρτί στον αγώνα του για επανεκλογή».
Το άρθρο σημειώνει: «Σε 20 χρόνια, ο Ερντογάν έχει εγκαταλείψει την πολιτική “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” και έχει προχωρήσει σε σύγκρουση με τη Συρία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και την Αρμενία. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, άρχισε μια προσέγγιση με αρκετούς από αυτούς τους αντιπάλους – εν μέρει επειδή η αποτυχία των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης που υποστηρίχθηκε από την Τουρκία τον ανάγκασε να προσαρμόσει την εξωτερική του πολιτική, αλλά και επειδή χρειάζεται απεγνωσμένα αραβικό και δυτικό κεφάλαιο για να στηρίξει την οικονομία, που πλήττεται από την απερίσκεπτη πολιτική του να διατηρεί χαμηλά επιτόκια».
Ενώ η κοινή γνώμη είναι έντονα εθνικιστική στην Τουρκία, μια χερσαία εισβολή στη Συρία με επακόλουθη αντίδραση των ΗΠΑ ή της Ρωσίας και τελική υποχώρηση της Άγκυρας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ -όπως και η ωμή χρήση του δικαστικού σώματος για να παραγκωνίσει την αντιπολίτευση, τονίζεται στο δημοσίευμα, με τον συντάκτη να καταλήγει:
«Από την άλλη πλευρά, μια περιορισμένη διασυνοριακή επιχείρηση με λίγες τουρκικές απώλειες θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους ψηφοφόρους, με τον ίδιο τρόπο που τα τακτικά πλήγματα του Ισραήλ στη Γάζα ως αντίποινα για τις επιθέσεις με πυραύλους της Παλαιστινιακής Χαμάς θεωρούνται αστυνομικές επιχειρήσεις και όχι πόλεμοι. Οι επόμενοι μήνες θα είναι έτσι γεμάτοι πολεμικές χειρονομίες, κυρίως για να σηματοδοτήσουν την 100η επέτειο από την ίδρυση μιας σύγχρονης, κοσμικής δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ πάνω από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Με πληροφορίες από POLITICO