Το ελληνικό «παράδοξο»: Οικονομική ανάπτυξη με υποχώρηση κοινωνικής ευημερίας, μείωση αγοραστικής δύναμης και αύξηση των ανισοτήτων
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
«Τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-24 αναμένεται να χάσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών. Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης» δηλώνει ο οικονομολόγος, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης & Μελετών Τράπεζας της Ελλάδος, μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ, Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας στο AnatropiNews .
Ο ίδιος μιλά για τον ρυθμό ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών, καθώς και για το αν περιόρισε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, και τονίζει: «Η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν είναι κοινωνικά δίκαιη, καθώς έχει αφήσει στο περιθώριο σημαντικά τμήματα του πληθυσμού και σημαντικοί κοινωνικοί δείκτες έχουν σημαντικά επιδεινωθεί».
-Κύριε Μητράκο σε πρόσφατη μελέτη σας στο ΕΝΑ με τίτλο «Το ελληνικό παράδοξο» προσπαθείτε νομίζω να δώσετε μια τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι διατηρήσιμη, κάτω από τις νέες συνθήκες όπως έχουν πλέον διαμορφωθεί με τη δραματική αύξηση του πληθωρισμού. Πώς προσεγγίζετε το ερώτημα αυτό και τι απάντηση τελικά δίνετε;
Πράγματι αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει η μελέτη που κάναμε, από κοινού με την κυρία Νταή (Οικονομολόγος, Ερευνήτρια, Συντονίστρια Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ). Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα προσεγγίστηκε στην μελέτη μας κυρίως από την πλευρά των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Από την πλευρά των εισοδημάτων, σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να στηρίξει την πολυπόθητη ανάπτυξη. Πράγματι, με βάση όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-24 αναμένεται να χάσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών. Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης. Μία πρώτη ένδειξη των απωλειών αυτών προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το διαθέσιμο εισόδημα. Το β΄ τρίμηνο του 2022 το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 1,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,5%, καθώς το ίδιο τρίμηνο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 11,2%. Οι εξελίξεις αυτές, με την ήδη καταγεγραμμένη για το 2022 και την αναμενόμενη για τα επόμενα τρίμηνα σημαντική απώλεια του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών, δυσχεραίνουν τη διατήρηση των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούν έδαφος για κοινωνικές εντάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
-Τι γίνεται όμως, κ. Μητράκο, από την πλευρά της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών; Μετά από τους περιορισμούς που είχαμε στην περίοδο της πανδημίας, βλέπουμε ένα μεγάλο δυναμισμό στην κατανάλωση των νοικοκυριών κυρίως για υπηρεσίες (τουρισμός, αναψυχή, μεταφορές κ.ά.). Μπορεί αυτός ο δυναμισμός να διατηρήσει την οικονομική δραστηριότητα σε υψηλούς ρυθμούς τα επόμενα έτη;
Πράγματι, όπως επισημαίνει και η μελέτη μας, τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του 2021 και κυρίως τα πρώτα τρίμηνα του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών (αύξηση 6,5% το 2021 και 9,6%% το 9-μηνο του 2022), η οποία αποτελεί το 67,9% του ελληνικού ΑΕΠ (έναντι 51,1% στην ευρωζώνη). Όπως όλοι γνωρίζουμε, η αύξηση της ιδιωτικής ζήτησης τα τελευταία τρίμηνα αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη των πολιτών για κατανάλωση κυρίως υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναψυχή (τουρισμό, εστίαση κ.ά.), μετά από τη διετή περίπου αναβολή τους λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Στηρίχθηκε μάλιστα αυτή η αύξηση της κατανάλωσης στην αξιοποίηση των αποταμιεύσεων του προηγούμενου διαστήματος, αλλά και στα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Όμως, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, γίνεται από το γ΄ τρίμηνο του 2021 όλο και πιο αρνητικό και διαμορφώθηκε σε -14,2% με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το β΄ τρίμηνο του 2022. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ήδη αντιστραφεί σε ελαφρώς συσταλτική μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων. Κατά συνέπεια, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με κινητήρια δύναμη την αυξημένη δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα, καθώς στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στη συμπιεσμένη (αναβαλλόμενη) ζήτηση και αυξημένη ανάγκη των νοικοκυριών για αναψυχή και σε άλλους έκτακτους παράγοντες. Επιπλέον, σταδιακά στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας.
-Κύριε Μητράκο ένα ακόμα ερώτημα που προσπαθεί να διαφωτίσει η μελέτη σας είναι κατά πόσο η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι κοινωνικά δίκαιη. Ο ρυθμός ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών περιόρισε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ώστε να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας; Τι προκύπτει από την μελέτη σας ως προς το κρίσιμο αυτό ερώτημα;
Δυστυχώς, από την πλευρά των κοινωνικών δεικτών όπως είναι η ανισότητα, ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφεται μια σημαντική επιδείνωσή τους, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιτρέψτε μου ορισμένα αδρά δεδομένα. Πρώτον, σύμφωνα με πολύ πρόσφατη έρευνα της Eurostat, στην Ελλάδα με ρυθμό ανάπτυξης 8,1% (σε όρους ΑΕΠ) το 2021, μόλις το 6,9% των νοικοκυριών αυξάνει το εισόδημά του το 2021 σε σχέση με το 2020, ενώ για το 26,3% των νοικοκυριών καταγράφεται μείωση εισοδήματος και για τα υπόλοιπα νοικοκυριά το εισόδημα μένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα. Πρόκειται για την 2η χειρότερη επίδοση μετά την Ιταλία. Δεύτερον, σύμφωνα με τη Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2021 στο 64,6% του μέσου όρου της ΕΕ. Δηλαδή η Ελλάδα κατέλαβε την προτελευταία θέση πριν από τη Βουλγαρία (55%) σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η μικρή, «ανοικτή» και ευάλωτη ελληνική οικονομία έχει να καλύψει πολύ μεγάλη απόσταση για να προσεγγίσει τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ σε μία σειρά δεικτών, όπως είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το ποσοστό απασχόλησης κ.ά. Τρίτον, είναι χαρακτηριστικό ότι για τα 2.971.200 άτομα της χώρας που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό με βάση τον ορισμό της Eurostat, οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια με πολύ υψηλότερο ρυθμό (κατά 45% περίπου υψηλότερο) από ό,τι για το σύνολο του πληθυσμού, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο την οικονομική ανισότητα και τον κίνδυνο φτώχειας. Πράγματι ο δείκτης Gini που μετράει τις διαστάσεις της οικονομικής ανισότητας αυξήθηκε στη χώρα μας από 31% το 2019 σε 31,4 το 2020 και 32,4% το 2021, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας αυξήθηκε από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021. Είναι φανερό από τα στοιχεία αυτά ότι η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν είναι κοινωνικά δίκαιη, καθώς έχει αφήσει στο περιθώριο σημαντικά τμήματα του πληθυσμού και σημαντικοί κοινωνικοί δείκτες έχουν σημαντικά επιδεινωθεί.