Βύρων Κοτζαμάνης*
1.Το παρόν και το παρελθόν
Ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο (έχει αυξηθεί σημαντικά (7,6 εκατ. το 1951, 10,6 το 2022, + 3,0 εκατομ.). Η αύξηση αυτή προήλθε αποκλειστικά από τους 20 ετών και άνω, καθώς το πλήθος το 0-19 ετών μειώθηκε κατά 900 χιλιάδες περίπου ανάμεσα στο 1951 και το 2021 (υπενθυμίζουμε ότι ο πληθυσμός της ομάδας αυτής υπολείπεται σήμερα κατά 350 χιλ. των 65+). Την ίδια περίοδο οι άνω των 65 ετών και οι άνω των 85 ετών αυξήθηκαν ταχύτατα (από 520 χιλ. οι 65+ σε 2,41εκατομ, από 33 μόλις χιλ.οι 85+ σε 390χιλ. )με αποτέλεσμα την γήρανση του συνολικού πληθυσμού που αποτυπώνεται και στην αύξηση της μέσης ηλικίας (30,2 έτη το 1951 44,2 έτη σήμερα).
Την ίδια περίοδο:
1)Ο πληθυσμός μας έχει αστικοποιηθεί ταχύτατα καθώς τα 2 στους 3διαμένουν πλέον σε αστικές περιοχές (38% το 1951) και ένα ιδιαίτερα υψηλό % του έχει συγκεντρωθεί σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (αυτών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης),
2) Από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες δεκάδες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περίπου 900.000 αλλοδαπούς η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη μας.
3) Έχει αυξηθεί κατά περίπου 17 έτη η μέση προσδοκώμενη χρόνο ζωής στη γέννηση (γήρανση εκ των «άνω»),
4) Έχει περιορισθεί η γονιμότητα/γεννητικότητα (γήρανση εκ των «κάτω») με αποτέλεσμα οι γεννήσεις το 2022 να είναι σχεδόν οι μισές από αυτές των αρχών της δεκαετίας του 1950 οι δε γυναίκες που γεννήθηκαν το 1985 να κάνουν λιγότερα παιδιά από ότι οι δυο προηγούμενες γενεές : αυτές που γεννήθηκαν π.χ το 1935 έκαναν περίπου 2,25 παιδιά/γυναίκα -γύρω από το όριο αναπαραγωγής της εποχής-0, ενώ αυτές που γεννήθηκαν το 1985 θα κάνουν κατά μέσο όρο 1,45-πολύ κάτω από το όριο αυτό-.
5) Έχει αυξηθεί σημαντικά αριθμός των θανάτων λόγω της γήρανσης (οι θάνατοι το 2020, προ της πανδημίας είναι 2,5 περισσότεροι από αυτούς του 1951) με αποτελέσματος το φυσικό ισοζύγιο ( γεννήσεις-θάνατοι) από θετικότατο στις αρχές της δεκαετίας του 1950 να αλλάξει πλέον πρόσημο την τελευταία δεκαετία και να γίνει εξαιρετικά αρνητικό(-46 χιλ. το 2020). Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναστραφεί και το ισοζύγιο είναι αδύνατον πλέον να αλλάξει πρόσημο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, κυμαινόμενο από – 45 έως -50 χιλ. ετησίως.
2. Το «δημογραφικό», μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών του
1)Η υπέρ-συγκέντρωση του πληθυσμού της χώρας μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειάς της και η εγκατάλειψη του υπαίθρου χώρου καθώς τα 2/3 σχεδόν του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο πλέον στο 7% της συνολικής επιφάνειας). Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι οι μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα έχουν ανακοπεί την τελευταία δεκαπενταετία ενώ αναδύεται ταυτόχρονα μια τάση αναστροφής τους. Η τάση αυτή όμως, ακόμη και αν ενισχυθεί με κάποια μέτρα (ενίσχυση πχ νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο) δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες.
2) Η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης (εξόδου από την χώρα τόσο νεών Ελλήνων όσο και νέων αλλοδαπών που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα) και η δημιουργία σημαντικών αρνητικών μεταναστευτικών ισοζυγίων μετά το 2011 , παρόλη την εγκατάσταση στην χώρα μας την τελευταία πενταετία τμήματος των παρατύπως εισερχομένων αλλοδαπών (βλ. «προσφυγική κρίση»).Τα ισοζυγία αυτά αν παραμείνουν αρνητικά και στο μέλλον, προστιθέμενα στα αρνητικά φυσικά ισοζυγία, θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού και στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης
3) Η μείωση του συνολικού πληθυσμού που έχει αρχίσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, μια μείωση που θα συνεχισθεί και τις επόμενες δεκαετίες. Η μείωση αυτή δεν αφορά όλες τις χωρικές ενότητες της χώρας μας καθώς καταγράφονται ήδη από τώρα (2011-21) σημαντικές διαφοροποιήσεις από τον μέσο εθνικό όρο(-3,5%). Η μείωση αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα τόσο στη μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (των 20-64 ετών, 6,2εκατομ. σήμερα) και στην όσο και στην αύξηση της μέσης και διάμεσης ηλικίας του. Ειδικότερα, με βάση τις διαθέσιμες προβολές αν δεν αυξηθούν στο μέλλον τα ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στον οικονομικά ενεργό πληθυσμού και δεν μειωθεί η ανεργία, αναμένεται μια σημαντική μείωση του πληθυσμού των απασχολουμένων τις επόμενες δεκαετίες.
4) Η ιδιαίτερα χαμηλή γεννητικότητα/γονιμότητα δηλ. ο περιορισμένος και μειούμενος αριθμός γεννήσεων, οι επί 4 δεκαετίες χαμηλοί δείκτες ετήσιας γονιμότητας (<1,5 παιδιά/γυναίκα) και η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του αριθμού των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι μετά το 1960 γενεές
5) Η προβληματική εξέλιξη της θνησιμότητας. Αν και η αύξηση των προσδόκιμων ζωής ήταν ταχύτατη στη χώρα μας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, την τελευταία εικοσιπενταετία καταγράφεται μια επιβράδυνσή των ρυθμών τους. Η πιο αργή -σε σχέση με τις χώρες-μέλη της ΕΕ (προ τα διεύρυνσής της το2004 και 2007) αύξηση των κερδών σε έτη ζωής στην Ελλάδα οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο -σε σχέση με τις χώρες αυτές- αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες.
Η μη αποτελεσματική δε αντιμετώπιση τους αποτελεί μια ένδειξη των αδυναμιών του συστήματος υγείας μας (ελλιπής διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων).
Η υφιστάμενη κατάσταση του συστήματος αυτού και οι αδυναμίες / προβλήματά του εξηγούν ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό, και την θέση της χώρας μας το με βάση έναν άλλο δείκτη, τα έτη «υγειούς ζωής» μετά τα 65 χρόνια καθώς μόλις το 40% των ετών αυτών μετά τα 65 στους άνδρες και το 33% στις γυναίκες διανύονται σε «καλή κατάσταση υγείας», γεγονός που είναι ανησυχητικό, ιδιαίτερα δε σε περιπτώσεις επιδημιών (όπως αυτή του COVID-19. Οι πρόσφατες εκθέσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ καταγράφουν αναλυτικά τις αδύναμες του συστήματος μας όπως: το χαμηλό % των δαπανών από δημόσιες πηγές, ο σημαντικότατος ρόλος των ιδιωτικών δαπανών που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/3 του συνόλου ως και οι υψηλές άτυπες πληρωμές (δεδομένα που εγείρουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης);οι περιορισμένοι πόροι για προληπτική φροντίδα (λιγότερο οπό το 1,5% των δαπανών υγείας); το πολύ υψηλό -το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ-επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών περίθαλψης; η έντονη ανισορροπία στην κατανομή του εξοπλισμού και του ανθρώπινου δυναμικού στον διευρυμένο τομέα της υγείας τόσο από γεωγραφική άποψη όσο και σε σχέση με τις ειδικότητες (βλέπε και σχέση διαθέσιμων γιατρών προς νοσηλευτές); οι ανεπάρκειες στην διάγνωση και αγωγή όσον αφορά τους ασθενείς που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και ο μη συστηματικός προ-συμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο; τα υψηλά επίπεδα ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων; Η ανεπαρκέστατη ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας (το σύστημα υγείας μας βασίζεται ακόμη, κυρίως, στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη εις βάρος μιας ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας; οι πολύ χαμηλές (από τις χαμηλότερες στην ΕΕ) δαπάνες για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και μακροχρόνια & προληπτική φροντίδα.
6) Η υψηλή, έντονα διαφοροποιημένη χωρικά και μη αναστρέψιμη δημογραφική γήρανση, η συνεχιζόμενη δηλ. αύξηση τόσο του πλήθους όσο του ποσοστού στον πληθυσμού των άνω των 65 ετών (23% σήμερα, γύρω στο 33% το2050) και η ακόμη ταχύτερη η αύξηση του % των άνω των 85 ετών(3,6 % του συνολικού πληθυσμού σήμερα, γύρω στο 7% αύριο). Υπενθυμίζουμε ειδικότερα ότι ήδη μια ενδεκάδα νομών (το 8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας και το 22% της επιφάνειάς της) «προπορεύονται» στην γήρανση με περισσοτέρους από 1 στους 4 κάτοικους τους να είναι 65 ετών και άνω, ενώ σε δυο δε από αυτούς η αναλογία είναι 1 σχεδόν στους 3 με αποτέλεσμα το ποσοστό των ηλικιωμένων τους να είναι σήμερα υψηλότερο ακόμη και από το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050!!! Οδεύουμε επομένως προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας που, αν συνεχισθεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες εδαφικής, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Η ανακοπή του κύματος φυγής των νέων καιη προσέλκυση – εγκατάσταση στις περιοχές αυτές νεανικού πληθυσμού είναι επομένως αναγκαίες, αν δεν επιθυμούμε να βρεθούμε πολύ σύντομα (και όχι το 2050) σε μια μη αναστρέψιμη πλέον κατάσταση, με ένα μεγάλο τμήμα της χώρας μας να χάνει συνεχώς πληθυσμό έχοντας τρεις ηλικιωμένους στους 10 εναπομείναντες κάτοικους του εκ των οποίων ένας στους τέσσερεις θα ειναι85 ετών και άνω.
7)Οι επερχόμενές ταχύτατες αλλαγές της δομής και σύνθεσης των νοικοκυριών των 65 ετών και άνω. Η ηλικιακή αυτή ομάδα του πληθυσμού είναι η μόνη που θα αυξηθεί τις αμέσως επόμενες δεκαετίες καθώς θα περικλείει 750-800 χιλ. περισσότερα άτομα σε σχέση με σήμερα (2,4 εκατομ.) το 2050 ενώ στο εσωτερικό της η ομάδα των 85+ από 350 χιλ. σήμερα θα ξεπεράσει πιθανότατα τις 650 χιλ. τρεις δεκαετίες μετά, αποτελώντας το 2050 πιθανότατα το 20% των 65 + έναντι του 15,5% σήμερα ). Οι μεταβολές της πορείας των βασικών δημογραφικών συνιστωσών των τελευταίων δεκαετιών (μείωση της γονιμότητας και αύξηση της ατεκνίας, μείωση της θνησιμότητας), σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη σύσταση και διάλυση των συμβιώσεων (γαμηλιότητα και διαζύγια) θα επηρεάσουν αναπόφευκτα και τη δομή και σύνθεση των νοικοκυριών των ηλικιωμένων στο μέλλον. Έτσι το «στενό» οικογενειακό περιβάλλον των 65 + που έχουν γεννηθεί μετά το 1975 θα αποτελείται όλο και από λιγότερα άτομα σε σύγκριση με το αντίστοιχο αυτών που έχουν γεννηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες και ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των μετά το 1975 γενεών όταν φθάσουν στα 65 τους (>90% έναντι του 75% όσων γεννήθηκαν προπολεμικά, με προσδόκιμο ζωής που θα υπερβαίνει τα 25 έτη), θα είναι μόνοι. Αλλά ακόμη και όσοι θα έχουν κάποιους στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, τα άτομα αυτά θα είναι πολύ λιγότερα από αυτά που είχαν γύρω τους οι προηγούμενες γενεές. Έτσι, ακόμη αν υποθέσουμε ότι οι υπάρχοντες οικογενειακοί δεσμοί δεν ατονήσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, με δεδομένο ότι σήμερα η οικογένεια υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το κράτος πρόνοιας, το διακύβευμα είναι προφανές. Το κράτος και όχι η οικογένεια, θα κληθεί να καλύψει τις ανάγκες μεγάλου τμήματος των ηλικιωμένων αυτών με δεδομένο ότι, τα απορρέοντα κόστη θα είναι αδύνατον να καλυφθούν από τους ιδίους(βλ. περιορισμένες δυνατότητες αποταμίευσης και χαμηλές συντάξεις).
Έχοντας ως δεδομένο τις προαναφερθείσες τάσεις και τις αναμενόμενες εξελίξεις τις αμέσως επόμενες δεκαετίες (εξελίξεις που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από την υφιστάμενη κατάσταση, καθώς το σύστημα «πληθυσμός» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες) οι προκλήσεις είναι προφανείς.
Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο δεν είναι δυνατόν να παραμένουν επομένως θεατές. Οφείλουν αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δημογραφικές τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη τους αφετέρου δε, να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα για την μεσο-μακροπροθεμα αναστροφή των τάσεων αυτών . Επομένως προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) και δράσεις (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν την όποια παθητικότητα και στάσεις αναμονής.
Καθ. Δημογραφίας, Επιστ. Υπεύθυνος του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ Ερευνητικού Προγράμματος "Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα" , ΕΛΚΕ/ΕΔΚΑ-Παν. Θεσσαλίας, bkotz@uth.gr.