Γιατί είναι κρίσιμη η βελτίωση του παγκόσμιου συστήματος κλιματικών παρατηρήσεων – Είναι εφικτή, η συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας στο +1,5 βαθμό
Λίγο πριν κλείσει το 2022, τέσσερις επιστημονικοί συνεργάτες του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΠΒΑ) του Iνστιτούτου ΕΝΑ εξετάζουν τις προοπτικές για το κλίμα στη βάση μιας διαθεματικής αποτίμησης των αποτελεσμάτων της Διάσκεψης του ΟΗΕ για τη Κλιματική Αλλαγή (COP27) που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στην Αίγυπτο.
Ολιβιέ Βαρδακούλιας, Κώστας Λαγουβάρδος, Άγγελος Σωτηρόπουλος και Χρίστος Τσαντήλας μιλούν για τις κρίσιμες πτυχές τα και «ανοιχτά» ζητήματα της COP27 για τον κόσμο και την Ελλάδα το 2023:
- Πώς επηρεάζουν η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση και οι πολεμικές αναταραχές τον αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής;
- Ποιες είναι οι εξελίξεις στο πεδίο της χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για κλιματικές δράσεις;
- Γιατί είναι κρίσιμη η βελτίωση του παγκόσμιου συστήματος κλιματικών παρατηρήσεων;
- Ποια είναι η υφιστάμενη κατάσταση σε ό,τι αφορά τη διάσταση της προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής;
- Πώς μπορεί να συνεισφέρει ο τομέας της γεωργίας στην επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων;
- Είναι ακόμα εφικτή, με τα τρέχοντα δεδομένα, η συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας κοντά στο +1,5 βαθμό Κελσίου;
- Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει ειδικότερα η χώρα μας σε όλα τα ανωτέρω πεδία;
«Το χρηματοδοτικό σκέλος αποτελεί διαχρονικά διαπραγματευτικό αγκάθι στην διεθνή κλιματική πολιτική»
– Ποιες είναι οι σημαντικές αποφάσεις της COP27 ως προς τη χρηματοδότηση μέτρων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή;
Λόγω σημαντικών περιορισμών στη χρηματοδότηση τόσο από τον Δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, τα μέτρα προσαρμογής και μετριασμού παραμένουν ανεπαρκή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το χρηματοδοτικό σκέλος αποτελεί συνεπώς διαχρονικά διαπραγματευτικό «αγκάθι» στη διεθνή κλιματική πολιτική.
Πριν από περίπου μια δεκαετία, οι ανεπτυγμένες χώρες δεσμεύτηκαν να παρέχουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος προς τις αναπτυσσόμενες χώρες κατά την περίοδο 2020-2025. Εντούτοις, ακόμα και αυτός ο στόχος -που υπολείπεται κατά πολύ των πραγματικών χρηματοδοτικών αναγκών των αναπτυσσόμενων χωρών (της τάξης των 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως)- δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, η σημαντικότερη εξέλιξη της COP27 (με την κομβική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι η δημιουργία ενός Ταμείου Απωλειών και Ζημιών (Loss and Damage Fund), το οποίο αποτελεί πάγιο διαχρονικό αίτημα τόσο των πιο ευάλωτων χωρών στην κλιματική κρίση όσο και των διεθνών περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Ο διακριτός αυτός χρηματοδοτικός μηχανισμός αποσκοπεί στη χρηματοδότηση δράσεων για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών που πολλαπλασιάζονται λόγω της κλιματικής κρίσης στις πιο ευάλωτες χώρες του πλανήτη (όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα μικρά νησιωτικά Κράτη). Παρότι πρόκειται σαφώς για μια θετική εξέλιξη, οι μέχρι στιγμής χρηματοδοτικές δεσμεύσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες και αποτελούνται εν πολλοίς από την αναδιαμόρφωση υφιστάμενων χρηματοροών και όχι από νέους πόρους. Επιπρόσθετα, η λεπτομερής αρχιτεκτονική αυτού του νέου εργαλείου μένει να διευκρινιστεί.
– Υπήρξε κάποια ουσιαστική πρόοδος σχετικά με τις συνολικότερες δεσμεύσεις για την υποστήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών;
Όχι, σε ό,τι αφορά τις συνολικές δεσμεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων μετριασμού και προσαρμογής, και την αδυναμία επίτευξης του στόχου των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, η COP 27 δεν απέφερε νέες εξελίξεις πέραν γενικών διακηρύξεων για την επίτευξη του στόχου κατά το 2023 (ενώ προβλεπόταν για το 2020).
Αυτό προφανώς δεν αποτελεί θετική εξέλιξη καθώς το υφιστάμενο «χρηματοδοτικό κενό» (χάσμα μεταξύ σημερινού επιπέδου επενδύσεων σε μετριασμό και προσαρμογή και των επενδυτικών αναγκών) αναμένεται να διευρυνθεί ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της ενεργειακής κρίσης, των δραματικών δευτερογενών επιπτώσεων της στις διεθνείς τιμές τροφίμων και σε άλλα βασικά αγαθά και της ανόδου των επιτοκίων που ήδη ωθεί μια σειρά αναπτυσσομένων χωρών σε κρίσεις χρέους και σε αύξηση του κόστους κεφαλαίου για ιδιωτικές επενδύσεις.
Εν απουσία αντιστάθμισης μέσω διεθνών εργαλείων και πρόσθετης χρηματοδότησης εκ μέρους των πλουσιότερων οικονομιών, που ευθύνονται για την κλιματική κρίση, αυτός ο συνδυασμός αναμένεται να επιβραδύνει σημαντικά το επίπεδο δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες σε δράσεις μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Η εξέλιξη αυτή αναμένεται συνεπώς να προκαλέσει εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην προσαρμοστική ικανότητα των πιο ευάλωτων κατοίκων του πλανήτη όσο και στην επίτευξη του στόχου συγκράτησης της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου.
* Ολιβιέ Βαρδακούλιας, Οικονομολόγος, Can Europe
«Η διαφορά του μισού βαθμού θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη μας»
– Ποια είναι η γενική εικόνα που έχετε διαμορφώσει για τις εργασίες και τα αποτελέσματα της COP27;
Θα έλεγα ότι τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Αν εξαιρέσουμε μέτρα όπως η δημιουργία Ταμείου Απωλειών και Ζημιών, για το οποίο άλλωστε πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα υλοποιηθεί, αυτό που αναμέναμε είναι περισσότερες δράσεις και δεσμεύσεις σχετικά με τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κοντά στο όριο των +1,5 βαθμών Κελσίου (σε σχέση με τη μέση θερμοκρασίας της Γης πριν τη βιομηχανική περίοδο).
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε και επομένως απομακρύνεται ακόμα περισσότερο η επίτευξη του στόχου αυτού. Αν δεν υπάρξει μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια αντιστροφή της τάσης αύξησης των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων, θα μιλάμε πλέον για το όριο των + 2 βαθμών, το ανώτατο όριο που είχε θέση η Συμφωνία των Παρισίων επτά χρόνια πριν. Δυστυχώς αυτή η διαφορά του μισού βαθμού θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη μας.
Στην COP27 συζητήθηκε μεταξύ άλλων το θέμα της ενίσχυσης της λειτουργίας ενός Παγκοσμίου Συστήματος Κλιματικών Παρατηρήσεων. Τι πρέπει να συγκρατήσουμε για το συγκεκριμένο θέμα με βάση τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν;
Η Σύνοδος επανέλαβε την ανάγκη να ενισχυθεί το Παγκόσμιο Σύστημα Κλιματικών Παρατηρήσεων. Αν δεν έχουμε συνεχείς και συστηματικές μετρήσεις των μετεωρολογικών παραμέτρων δεν θα είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε σωστά τις αλλαγές που επιφέρει η κλιματική αλλαγή.
Η Σύνοδος τονίζει ιδιαιτέρως την ανάγκη για συλλογή μετρήσεων σε περιοχές όπως τα μεγάλα υψόμετρα, οι έρημοι και οι Πόλοι. Οι περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα οι Πόλοι, θερμαίνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι ο υπόλοιπος πλανήτης και επομένως η συνεχής παρακολούθηση των μετεωρολογικών συνθηκών είναι πλέον πρωταρχικής σημασίας.
Ταυτόχρονα, οι μετρήσεις σε ορεινές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων μετρήσεων του ύψους χιονιού, πρέπει να ενισχυθούν γιατί το χιόνι αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κρίκο του υδρολογικού κύκλου και η μείωση της χιονοκάλυψης αλλά και της ποσότητας του χιονιού θα οδηγήσει σε διαταραχές στην παροχή νερού τις επόμενες δεκαετίες.
– Ποιες είναι οι προκλήσεις και προεκτάσεις για τη Ελλάδα από τις εργασίες και αποφάσεις της COP27 σχετικά με το θέμα της ενίσχυσης της λειτουργίας ενός Παγκοσμίου Συστήματος Κλιματικών Παρατηρήσεων;
Η Ελλάδα, δυστυχώς, πάσχει από συστηματικές μετρήσεις των μετεωρολογικών συνθηκών. Παρόλο που υπάρχουν προσπάθειες, όπως αυτή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών τα τελευταία 15 έτη, για πύκνωση των μετρήσεων, απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια συλλογής δεδομένων. Ειδικότερα στις ορεινές περιοχές, οι συστηματικές μετρήσεις χιονιού γίνονται μόνο σε 2-3 σημεία, τα οποία είναι πολύ λίγα, δεδομένου του έντονου ανάγλυφου της χώρας μας.
Με την αρωγή της Πολιτείας πρέπει να οργανωθούν και να ενισχυθούν οι συστηματικές μετρήσεις των μετεωρολογικών συνθηκών σε επιλεγμένα ορεινά σημεία της χώρας μας. Για παράδειγμα, οι εγκαταστάσεις των χιονοδρομικών κέντρων θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη φιλοξενία σταθμών σε μεγάλα υψόμετρα, σε συνεργασία με τους εγχώριους επιστημονικούς φορείς που εξειδικεύονται στη συλλογή περιβαλλοντικών μετρήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους.
Τα νησιά, ιδίως των Κυκλάδων, έχουν περιορισμένες βροχοπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα η ανάγκη για νερό αυξάνεται συνεχώς λόγω του τουρισμού. Λόγω της κλιματικής αλλαγής, η πίεση για νερό θα γίνει ακόμα πιο μεγάλη, επομένως η οργάνωση και λειτουργία μετρητικών διατάξεων σε ένα οργανωμένο δίκτυο γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική.
* Δρ. Κώστας Λαγουβάρδος, Μετεωρολόγος – Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
«Οι πόλεμοι ενισχύουν τις πολλαπλές κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, επαναφέρουν πολιτικές που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή και δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή της εν γένει»
– Ποια είναι η γενική εικόνα που έχετε διαμορφώσει για τις εργασίες και τα αποτελέσματα της COP 27;
Τα αποτελέσματα της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα (COP27) κρίνονται δυστυχώς φτωχά σε σχέση με την υπάρχουσα και προβλεπόμενη κλιματική πραγματικότητα. Παρόλο που οι δύο τελευταίες εκθέσεις των ομάδων εργασίας I και II της διακυβερνητικής επιτροπής για το κλίμα αλλά και το σύνολο σχεδόν της διεθνούς βιβλιογραφίας και των διεθνών οργανισμών αναφέρουν ρητά την επιτακτική ανάγκη για άμεσο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογή των κοινωνιών, η διαδικασία αυτή φαίνεται να εξελίσσεται με εξαιρετικά βραδύ ρυθμό «ακολουθώντας την άνοδο του βραδύποδα στο δέντρο».
Μάλιστα, παράγοντες όπως η ενεργειακή κρίση, οι πολεμικές συρράξεις και οι ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις τους διαμορφώνουν συνθήκες οπισθοδρόμησης σε σχέση με την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Οι πόλεμοι ενισχύουν τις πολλαπλές κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, επαναφέρουν πολιτικές που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή και δυσχεραίνουν εν γένει την αντιμετώπισή της. Στην COP27 ωστόσο δεν έγινε λόγος για την ανάγκη να αποκατασταθεί άμεσα η παγκόσμια ειρήνη.
Επίσης, το σύνολο των 24 αποφάσεων της COP27, όπως συνέβη και σε όλες τις προηγούμενες διασκέψεις δεν περιλαμβάνει ουσιαστικές αποφάσεις για την επίλυση του προβλήματος, δηλαδή για την άμεση και δεσμευτική μείωση των αερίων του θερμοκηπίου προκειμένου να επιβραδυνθεί η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Συνεπώς, η γενική εικόνα που έχω διαμορφώσει για την COP27 είναι οι σοβαρές αντιφάσεις και η έλλειψη δεσμευτικότητας που χαρακτηρίζουν τις εργασίες και τα αποτελέσματά της.
– Στην COP27 συζητήθηκε μεταξύ άλλων το θέμα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (climate change adaptation). Τι πρέπει να συγκρατήσουμε για το συγκεκριμένο θέμα με βάση τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν;
Στις αποφάσεις της COP27 εκφράστηκε ανησυχία για το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός χωρών, και κυρίως οι λιγότερο ανεπτυγμένες και άρα πιο τρωτές χώρες, δεν έχουν ακόμα εκπονήσει ή υλοποιήσει στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Αυτό αναγνωρίζεται με μεγάλη ανησυχία από την COP27 όπως στην πρόσφατη έκθεση της ομάδας εργασίας ΙΙ της διακυβερνητικής επιτροπής για το κλίμα αναφορικά με τα σοβαρά «κενά προσαρμογής» που παρατηρούνται στον κόσμο.
Το γεγονός αυτό επιτείνεται από την ανεπαρκή και μη αποδοτική χρηματοδότηση της προσαρμογής από το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα (Green Climate Fund) το οποίο είχε θέσει ως στόχο να συγκεντρώσει 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2020. Αλλά ακόμα και οι χώρες που έχουν στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (όπως για παράδειγμα η Ελλάδα) δεν έχουν προχωρήσει σε ουσιαστικές δράσεις προσαρμογής σε τομεακό επίπεδο.
Τα βήματα που πραγματοποιούνται επί του παρόντος είναι πολύ αργά και υπολείπονται των προκλήσεων που ανακύπτουν από τις φυσικές κλιματικές εξελίξεις.
– Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος σχετικά με την Ελλάδα και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή;
Η Ελλάδα διαθέτει Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) από το 2016 η οποία στηρίζεται στη Μελέτη του 2011 της Τράπεζας της Ελλάδος (η οποία άνοιξε ευτυχώς το θέμα της προσαρμογής της χώρας σε συνεργασία με άλλους φορείς). Σήμερα ωστόσο -έξι έτη μετά την εκπόνηση της Στρατηγικής- δεν έχουμε ακόμα εγκεκριμένα τα 13 Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) τα οποία απαιτούνται για την υλοποίηση της ΕΣΠΚΑ.
Ανάλογες περιπτώσεις αδράνειας αποτελούν μια συνήθη κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός εξαιρετικά ανησυχητικό λαμβάνοντας υπόψη την ένταση της κλιματικής αλλαγής και τις φυσικές καταστροφές που προκαλεί.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ειδικότερα, ως μεσογειακή χώρα, αναμένεται να πληγεί εντονότερα από τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Μεσόγειος αποτελεί περιοχή υψηλής τρωτότητας (vulnerability hotspot).
* Δρ. Άγγελος Σωτηρόπουλος, Φυσικός, PhD, MSc
«Η διατήρηση του στόχου συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου κινδυνεύει να καταστεί ανέφικτη και η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού»
– Ποια είναι η γενική εικόνα που έχετε διαμορφώσει για τις εργασίες και τα αποτελέσματα της COP 27;
Σκοπός της COP27 ήταν η επιτάχυνση των παγκόσμιων δράσεων για το κλίμα, μέσω της μείωσης των εκπομπών, η ενίσχυση της προσαρμογής μέσω αυξημένων χρηματοδοτήσεων και η «Δίκαιη μετάβαση» για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιτεύχθηκαν; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή έχει δοθεί από τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Antonio Guterres, ο οποίος δήλωσε με σαφήνεια ότι η COP27 έκανε ένα βήμα μόνο στο θέμα της κλιματικής δικαιοσύνης με την απόφαση να δημιουργήσει ένα Ταμείο Απωλειών και Ζημιών (Lost and Damage Fund).
Σύμφωνα με τον Α. Guterres αυτό ωστόσο δεν αρκεί. Χρειάζεται σήμερα ένα πολύ πιο ισχυρό πολιτικό στίγμα για να ανακτηθεί η απολεσθείσα εμπιστοσύνη προς τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό για το πρόβλημα των εκπομπών και επίσης να ακουστεί περισσότερο ο λόγος των χωρών «πρώτης γραμμής» που είναι πιο εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Οι διάφορες δράσεις και συνεργασίες για την Δίκαιη μετάβαση -αν και σημαντικές- κρίνονται συνολικά ανεπαρκείς και προτείνεται, στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ενός Συμφώνου Αλληλεγγύης για το Κλίμα (Climate Solidarity Pact) στο οποίο θα πρέπει να συμβάλλει και ο ιδιωτικός τομέας με οικονομική και τεχνική υποστήριξη για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επίσης, τονίστηκε ότι υφίσταται ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των σημερινών επιπέδων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και αυτών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της.
Γι’ αυτό ο Γενικός Γραμματέας ζητάει το διπλασιασμό της παγκόσμιας προσπάθειας σε ό,τι αφορά το κρίσιμο πεδίο της προσαρμογής. Συνολικά, η διατήρηση του στόχου συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου κινδυνεύει να καταστεί ανέφικτη και η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Συνολικά, χώρες παραγωγής ορυκτών καυσίμων και υψηλών εκπομπών αποδυνάμωσαν και αφαίρεσαν βασικές δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών τους και τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Ο πλανήτης βρίσκεται συνεπώς σήμερα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Στην COP27 συζητήθηκε μεταξύ άλλων το θέμα της εφαρμογής της κλιματικής δράσης στον τομέα της γεωργίας και της ασφάλειας τροφίμων.
– Τι πρέπει να συγκρατήσουμε για το συγκεκριμένο θέμα με βάση τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν;
Οι τομείς της γεωργίας και της ασφάλεια τροφίμων χαρακτηρίζονται από μειωμένη ανθεκτικότητα σε μια περίοδο κατά την οποία τα ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν έντονα τη λειτουργία τους βλάπτοντας ιδιαίτερα τους μικροπαραγωγούς και πολύ περισσότερο τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ειδικότερα στις τελευταίες, περισσότερα από 800 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο αντιμετωπίζουν συνθήκες πείνας.
Οι αποφάσεις της COP27 για τους συγκεκριμένους τομείς δυστυχώς είναι απογοητευτικές. Στο Σχέδιο Εφαρμογής των αποφάσεων, το ζήτημα της γεωργίας περιορίζεται σε μόλις τρεις σειρές παραπέμποντας στις προτάσεις της ομάδας εργασίας για την εφαρμογή των κλιματικών δράσεων στη γεωργία και την επισιτιστική ασφάλεια.
Το κείμενο αυτό δυστυχώς με τη σειρά του περιλαμβάνει μόνο παροτρύνσεις, επισημάνσεις και προσκλήσεις προς τα κράτη να εντείνουν αόριστα τις προσπάθειές τους σε σχέση με την προώθηση βιώσιμων συστημάτων παραγωγής, ενδυναμώνοντας το ρόλο των τοπικών κοινωνιών, ή παρακλήσεις για σχετικές επιστημονικές και τεχνολογικές συμβουλές καθώς και αποφάσεις σχετικά με τη δημιουργία διαδικτυακής πύλης διάχυσης πληροφοριών για προγράμματα, πρωτοβουλίες, κ.λπ.
Δεν υπάρχει συνεπώς καμία πρόβλεψη για δεσμευτικές αποφάσεις σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου συγκράτησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου μέσω κατάλληλων συστημάτων γεωργικής παραγωγής.
– Ποιες είναι οι προκλήσεις και προεκτάσεις για τη Ελλάδα από τις εργασίες και αποφάσεις της COP27 σχετικά με το θέμα της εφαρμογής της κλιματικής δράσης στον τομέα της γεωργίας και της ασφάλειας τροφίμων;
Για να επιτευχθεί ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας (μηδενικές εκπομπές), σε ό,τι αφορά τον τομέα της γεωργίας πρέπει μέχρι το 2050 να μειωθούν οι εκπομπές από 12.5 Gt το χρόνο που ήταν μέχρι το 2020, σε μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2030, να αποθηκευτούν στη γη 5 Gt μέχρι το 2040 και άλλοι 10 Gt αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν αποφασιστικά μέτρα στη γεωργία που αφορούν στη διαχείριση των δασών, των γεωργικών γαιών, των βοσκοτόπων και των εκτάσεων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του δημοσίου.
Οι στόχοι αυτοί δεν φαίνεται να εξασφαλίζονται με τις αποφάσεις της COP27 για τη γεωργία. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας, αν και βρίσκεται σε περιοχή που θεωρείται περιοχή υψηλής τρωτότητας (vulnerability hotspot) ως προς τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές απέχουν πολύ από την υιοθέτηση δράσεων προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο πρωτογενής τομέας της γεωργίας είναι απαξιωμένος ενώ η γεωργική γη -μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί μια ουσιαστική συμβολή στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών με όχημα την ορθή διαχείρισή της- είναι εντελώς απροστάτευτη και συρρικνώνεται συνεχώς προς όφελος άλλων τομέων.
Βιώσιμα συστήματα καλλιέργειας όπως η γεωργία συντήρησης, η γεωργία άνθρακα, η αγροδασοπονία, η γεωργία ακριβείας, η έξυπνη γεωργία παραμένουν ακόμα έννοιες θεωρητικές που απέχουν πολύ από το να αξιοποιηθούν στην πράξη.
Το μόνο σύστημα βιώσιμης διαχείρισης που αξιοποιείται είναι η οργανική γεωργία, η οποία δυστυχώς στοχεύει κυρίως στην απόκτηση οικονομικού οφέλους από τους παραγωγούς και όχι στον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου στον πρωτογενή τομέα της γεωργίας είναι συνεπώς απολύτως αναγκαία και επιτακτική.
* Δρ. Χρίστος Τσαντήλας, Γεωπόνος, Δρ. Εδαφολογίας, πρ. Διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών & Κτηνοτροφικών Φυτών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού (ΕΛΓΟ) ΔΗΜΗΤΡΑ