“Το «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», δεν είναι ένα λεκτικό πυροτέχνημα αλλά ήρθε για να μείνει”, επισημαίνει (σε άρθρο του που περιλαμβάνεται σε αφιέρωμα προβλέψεων για το 2023 του ΕΛΙΑΜΕΠ) ο ναύαρχος ε.α Αλέξανδρος Διακόπουλος, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Κυριάκου Μητσοτάκη και διαχειρίστηκε, μεταξύ άλλων, και την κρίση του Oruc Reis, το καλοκαίρι του 2021.
Ο κ. Διακόπουλος που παραμένει ατύπως σε έναν ευρύ κύκλο ειδικών που συνομιλούν με το Μέγαρο Μαξίμου, προχωρά σε μία εξαιρετικά ανησυχητική πρόβλεψη σχετικά με την πρόκληση “θερμού επεισοδίου” από την Τουρκία, τους επόμενους μήνες, με αιχμή έναν ναυτικό αποκλεισμό για να αποτραπεί η μεταφορά οπλικών συστημάτων και στρατευμάτων στα νησιά του Αιγαίου. Με αυτό τον τρόπο, αναφέρει, η Τουρκία ίσως προχωρήσει προεκλογικά σε μία κρίση πεδίου, για να ενισχύσει την αιτίασή της περί αποστρατικοποίησης των νησιών.
“Η Τουρκία κτίζει μεθοδικά, μέσω αυτών των εστιών έντασης, ένα αφήγημα που την εμφανίζει ως «αμυνόμενη» απέναντι στις ελληνικές προκλήσεις και παραβιάσεις των συνθηκών ενώ έχει ήδη προσχεδιάσει τις ενέργειές της. Υπό το φως των παραπάνω είναι πιθανό να δούμε τουρκικά πολεμικά πλοία να παρεμποδίζουν ενδεχόμενη μεταφορά στρατευμάτων ή υλικού στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου“, επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Το άρθρο με τις προβλέψεις του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας του πρωθυπουργού ναυάρχου Αλέξανδρου Διακόπουλου:
Στην περίοδο ρευστότητας και γεωπολιτικής αβεβαιότητας που ζούμε, μπορούμε να πούμε για τις προκλήσεις ασφάλειας, παραφράζοντας τον Donald Rumsfeld, ότι υπάρχουν αυτές που γνωρίζουμε ότι τις γνωρίζουμε (known knowns), αυτές που γνωρίζουμε ότι δεν τις γνωρίζουμε (known unknowns) και επίσης αυτές που δεν γνωρίζουμε ότι δεν τις γνωρίζουμε (unknown unknowns). Το βέβαιο είναι ότι στο εγγύς μέλλον οι παράμετροι αστάθειας και οι παράγοντες κινδύνου θα είναι αυξημένοι.
Το 2022 σημαδεύτηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε ριζικά το ευρωπαϊκό τοπίο ασφάλειας καθώς μια σύγκρουση με συμβατικά και υβριδικά μέσα διεξάγεται στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου χωρίς να διαφαίνεται τέλος. Το σημαντικότερο είναι πως διακυβεύεται όχι μόνο η δυνατότητα της Δύσης να υποστηρίξει και να επιβάλλει μια παγκόσμια τάξη που θα βασίζεται σε κανόνες, αλλά και αυτή η ίδια η αρχή της μη επέμβασης, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτός ο πόλεμος λειτουργεί ως καταλύτης στην διαμόρφωση ενός νέου και πιο επικίνδυνου, πολυπολικού Κόσμου.
Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό της Αμερικής με την Κίνα καταλαβαίνουμε ότι το εγγύς μέλλον προοιωνίζεται γεωπολιτική αστάθεια και ρευστότητα, σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ευρωπαϊκοί και ευρωατλαντικοί θεσμοί λοιπόν, αντιμετωπίζουν άνευ προηγουμένου προκλήσεις, όπως και η Ελλάδα που αποτελεί μέρος τους και η οποία εκτός του ότι περιβάλλεται από εστίες αστάθειας έχει να αντιμετωπίσει και τον επιθετικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας.
Για την Ελλάδα, η μεγαλύτερη πρόκληση ασφάλειας παραμένει η Τουρκία, στόχος της οποίας είναι να αναθεωρήσει στη πράξη τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Για την Ελλάδα, η μεγαλύτερη πρόκληση ασφάλειας παραμένει η Τουρκία, στόχος της οποίας είναι να αναθεωρήσει στη πράξη τη Συνθήκη της Λωζάνης. Θέλει τον έλεγχο του μισού Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τις επιδιώξεις της. Κάθε νέα διεκδίκηση (γκρίζες ζώνες, αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, κλπ) έρχεται για να μείνει και απλώς προστίθεται στις προηγούμενες. Αυτό που λοιπόν προστέθηκε μέσα στο 2022, ήταν η ευθεία και απροκάλυπτη απειλή του Προέδρου Ερντογάν, πως «θα έρθουν ξαφνικά ένα βράδυ». Η απειλή αυτή, η οποία επαναλαμβάνεται σε τακτική βάση, σηματοδοτεί και μια νέα φάση στη δυναμική των σχέσεων των δύο Κρατών. Φαίνεται καθαρά πλέον ότι η Τουρκία συμπεριλαμβάνει επίσημα και ανοιχτά την «στρατιωτική επιλογή» στις πιθανές μεθόδους «επίλυσης» των διαφορών της με την Ελλάδα. Η Άγκυρα επιχειρεί να στριμώξει την Αθήνα, θέτοντάς την ενώπιον του διλήμματος να προσέλθει, είτε στο τραπέζι (των διαπραγματεύσεων για όλα τα θέματα που έχει κατά καιρούς εγείρει), είτε στο πεδίο (της σύγκρουσης). Σε κάθε περίπτωση το «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», δεν είναι ένα λεκτικό πυροτέχνημα αλλά ήρθε για να μείνει.
Η Άγκυρα δημιουργεί και διατηρεί ένα πλέγμα πολλαπλών εστιών έντασης, μέσω των οποίων ασκεί καταναγκαστική διπλωματία εις βάρος της Ελλάδας.
Η Άγκυρα δημιουργεί και διατηρεί ένα πλέγμα πολλαπλών εστιών έντασης, όπως σεισμικές έρευνες, τουρκολιβυκό μνημόνιο, αποστρατικοποίηση νησιών, εργαλειοποίηση μεταναστευτικού, υπερπτήσεις και παραβιάσεις ελληνικής κυριαρχίας, μουσουλμανική μειονότητα, κλπ, μέσω των οποίων ασκεί καταναγκαστική διπλωματία (coercive diplomacy) εις βάρος της Ελλάδας. Η Τουρκία κτίζει μεθοδικά, μέσω αυτών των εστιών έντασης, ένα αφήγημα που την εμφανίζει ως «αμυνόμενη» απέναντι στις ελληνικές προκλήσεις και παραβιάσεις των συνθηκών ενώ έχει ήδη προσχεδιάσει τις ενέργειές της. Υπό το φως των παραπάνω είναι πιθανό να δούμε τουρκικά πολεμικά πλοία να παρεμποδίζουν ενδεχόμενη μεταφορά στρατευμάτων ή υλικού στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Καθώς το 2023 θα είναι εκλογική χρονιά και για τις δύο χώρες, όπου καμία Κυβέρνηση δεν θέλει να φανεί αδύναμη ή υποχωρητική, ένα τυχαίο ή και προσχεδιασμένο γεγονός μπορεί να πάρει δυσανάλογες διαστάσεις.
Με δεδομένο ότι το 2023 θα είναι εκλογική χρονιά και για τις δύο χώρες, όπου καμία Κυβέρνηση δεν θέλει να φανεί αδύναμη ή υποχωρητική, ένα τυχαίο ή και προσχεδιασμένο γεγονός μπορεί να πάρει δυσανάλογες διαστάσεις. Ο κίνδυνος μιας ανάφλεξης είναι μικρός αλλά υπαρκτός.
Τέλος, σε σημαντική πρόκληση ασφάλειας για τη χώρα μας εξελίσσεται η κατάσταση στη Λιβύη. Η Κυβέρνηση της Τρίπολης είναι ολοκληρωτικά υποχείριο της Τουρκίας. Η εξάρτησή της από την Άγκυρα δεν είναι εξάρτηση συμφέροντος αλλά επιβίωσης. Μέσω των συμφωνιών της με την Τρίπολη η Τουρκία μπορεί να δημιουργήσει μια εστία έντασης νότια της Κρήτης, όποτε το κρίνει σκόπιμο, περισφίγγοντας έτσι περισσότερο τον κλοιό της καταναγκαστικής της διπλωματίας.
Στο Κυπριακό η Τουρκία, έχοντας εγκαταλείψει κάθε ιδέα και κάθε προσπάθεια επίλυσης, κινείται πλέον σε μια λογική διχοτόμησης, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και την επιρροή της προς αυτή τη κατεύθυνση.
Παράλληλα, στο Κυπριακό η Τουρκία, έχοντας εγκαταλείψει κάθε ιδέα και κάθε προσπάθεια επίλυσης, κινείται πλέον σε μια λογική διχοτόμησης, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και την επιρροή της προς αυτή τη κατεύθυνση. Αυτή η σκλήρυνση της στάσης της Άγκυρας αυξάνει τις τριβές και την ένταση. Ενδεχόμενη προσάρτηση της Αμμοχώστου θα παροξύνει την ένταση, θα επιφέρει μεγαλύτερη αστάθεια και θα δημιουργήσει ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης.
Η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια αποτελεί μια ακόμα εν δυνάμει πρόκληση ασφάλειας για την Ελλάδα. Οι κίνδυνοι της αποσταθεροποίησης είναι μεγάλοι και συνεχείς. Η περιοχή κινδυνεύει να διολισθήσει ξανά σε εκτεταμένη αστάθεια και ίσως ανοιχτή σύγκρουση. Η κατάσταση στο Κόσσοβο είναι έκρυθμη και στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη σοβεί η κρίση, η οποία μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή και με οποιαδήποτε αφορμή. Ο ανταγωνισμός του σερβικού με το αλβανικό στοιχείο και τα προσκόμματα που θέτει η Βουλγαρία στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, τροφοδοτούν περαιτέρω μια κατάσταση αβεβαιότητας και αστάθειας. Η απουσία μίας συνεκτικής και ρεαλιστικής στρατηγικής της Ε.Ε. για την περιοχή, επέτρεψε την συντήρηση ενός γεωπολιτικού κενού, το οποίο σπεύδουν να καλύψουν η Ρωσία και η Τουρκία, που έχουν ισχυρά ερείσματα στην περιοχή, αλλά και η Κίνα. Όσο καθυστερεί η ενεργοποίηση της διαδικασίας ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων τόσο αυξάνουν οι δυνατότητες παρέμβασης των τρίτων.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και τις πολλαπλές δευτερογενείς κρίσεις ασφάλειας, που είτε προκλήθηκαν άμεσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, είτε επιδεινώθηκαν από αυτόν, όπως η ενεργειακή, η επισιτιστική και η μεταναστευτική. Οι κρίσεις αυτές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με αποτέλεσμα η συνολική τους επίδραση να είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιμέρους επιδράσεων. Είναι η κατάσταση αυτή που ο ιστορικός Adam Tooze αποκάλεσε «πολυκρίση».
Η Ελλάδα λοιπόν μέσα στο 2023 ενδέχεται να αντιμετωπίσει ένα ευρύτατο φάσμα προκλήσεων που περιλαμβάνει από την άμεση πρόκληση της τουρκικής απειλής, τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, την περιφερειακή αστάθεια και τους κλυδωνισμούς του διεθνούς συστήματος και φτάνει μέχρι την «πολυκρίση». Υπό το πρίσμα των παραπάνω, είναι καλό το ότι η βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας η εκπόνηση μιας «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας», η οποία φαίνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ απαραίτητη.