Πρέπει να ήταν το 2013, όταν παρουσιάσαμε το πολύτιμο βιβλίο του Νότη για το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη, ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Καζαντζής κι η αφεντιά μου. Λίγο τον έζησα, πολύ τον αγάπησα. Το κείμενο της εισήγησής μου δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό “μετρονόμος”, το μοναδικό περιοδικό για τη μουσική στη χώρα μας σήμερα.
Θωμάς Κοροβίνης
ΝΟΤΗΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ,
Ο Νότης Μαυρουδής, γνωστός ως τραγουδοποιός ήδη από την δεκαετία του’ 60, συνδεδεμένος με την άνθηση του «νέου κύματος», συνθέτης με διακριτική μα σημαντική προσφορά μέχρι σήμερα, με ξεχωριστό λυρικό, «ποιητικό» ταλέντο στις μελωδίες του, βιρτουόζος κιθαριστής και κορυφαίος δάσκαλος κιθάρας, ερευνητής της ελληνικής μουσικής, διανοητής και πολιτικοποιημένος συμπατριώτης μας, καλλιτέχνης με λαμπρά διαπιστευτήρια, έχει ήδη μια ιδιαίτερη προσωπική παράδοση πίσω του και –θα’ λεγα ότι- πρωτίστως είναι δάσκαλος, με την έννοια ότι, ανεξάρτητα με το αν και το πόσο συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις προσωπικές του απόψεις για μουσικά αλλά και κοινωνικά θέματα, και ιδίως σε επιμέρους ζητήματα, όπου μπορεί να παρουσιάζεται ίσως κάθετος και, εμμανής, ο ιδιαίτερος λόγος του τεκμηριώνεται και διανθίζεται με αφοριστικές ρήσεις και πειστικά παραδείγματα που είναι αποτέλεσμα παραγωγής μιας παιδεμένης και εμπειριωμένης διανοητικής διεργασίας υψηλής ποιότητος, ενώ παράλληλα η σεμνή πορεία του, η αδιάπτωτη εργατικότητά του και η γενικότερη παρουσία και παρεμβατικότητά του στα πολιτιστικά πράγματα, είναι στοιχεία διακριτά μιας σύγχρονης, όχι εφησυχασμένης, αλλά δυναμικής και αγωνιστικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας.
Ο Νότης Μαυρουδής έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα της δουλειάς του με μουσικές συνθέσεις όπως «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» σε ερμηνεία του Γιώργου Ζωγράφου και «Ήταν μεγάλη η νύχτα» με την Σούλα Μπιρμπίλη, τα μελοποιημένα ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι με το «Παιδί της γης» μέχρι το υπέροχο «Cart postale», όπου σε στίχους του αείμνηστου φίλου μας Ηλία Κατσούλη διάφοροι τραγουδιστές αφηγούνται ιστορίες θρυλικών ανθρώπων, όπως ο Καβάφης, η Πιάφ, ο Αττίκ, η Ρόζα, η Νίνου, η Φλέρυ και άλλων. Έχοντας δάσκαλο τον μέγιστο Δημήτρη Φάμπα, έβγαλε σαν δάσκαλος ο ίδιος εξαιρετικούς μαθητές, κιθαριστές και τραγουδοποιούς.
Ένα εμβληματικό για τη νεώτερη μουσική ιστορία μας επίτευγμα του Μαυρουδή είναι η έκδοση του μοναδικού για το διάστημα που κυκλοφόρησε –από το 1982 μέχρι το 1986- περιοδικού για κιθάρα, του περίφημου, δυσεύρετου σήμερα «taR».
Η μουσική προσωπικότητά του προσδιορίζεται από τον ίδιο μέσα σε λίγες προτάσεις σε μία συνέντευξή του στον Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη, όπου παράλληλα δηλώνεται περίπου και το ιδεολογικό του πορτρέτο, το οποίο ορίζεται σημαντικά από την αδιάκοπη ανησυχία του και το φιλέρευνο δαιμόνιό του για τα μουσικά πράγματα (σελ. 178): «Δεν ξέρω πως τοποθετείται η έννοια του ‘’δρόμου’’ στη ζωή και την τέχνη. Εάν ‘’δρόμος’’ σημαίνει ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη μουσική τέχνη, τότε, ναι, ακολουθώ έναν δρόμο που επέλεξα εδώ και πολλά χρόνια και επιμένω σ’ αυτόν, αλλά με ανοιχτά τα παράθυρά μου ώστε να βλέπω και πέρα από μένα… Όμως, ποτέ δεν αισθάνθηκα περιορισμένος όταν θέλω να ψάχνω καινούριους ορίζοντες. Ανήκω στο χώρο της μουσικής ποικιλοτρόπως : με την κιθάρα, τη διδασκαλία, τα τραγούδια μου, τους δίσκους μου, τη συγγραφή μου και οτιδήποτε άλλο μου προκαλεί το ενδιαφέρον για να ανιχνεύω ό, τι κυοφορείται».
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε μοιάζει πολυσχιδές και πολυποίκιλο αλλά κατά βάση είναι ομόκεντρο, γιατί ο πυρήνας της προβληματικής του είναι το ελληνικό τραγούδι και οι παραφυάδες του με βασικό κίνητρο το αδιάπτωτο μεράκι του δημιουργού για την μουσική δημιουργία και την έρευνα του μουσικού σύμπαντος. Στην περίπτωση του Νότη –και ιδιαίτερα μ’ αυτό το πόνημα- φαίνεται όλη η ενασχόληση αυτή να ξεκινά από βαθιά αγάπη και να τείνει στην απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση «νεοελληνική μουσική».
Το Α΄ μέρος του βιβλίου έχει τον τίτλο « Για την ελληνική δισκογραφία». Στο πρώτο υποκεφάλαιο επιχειρείται μια «Περί συνεννόησης προσπάθεια» γύρω από το σκοτεινό και πολυδαίδαλο σύστημα ορολογιών και ταξινομήσεων των ειδών του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Επισημαίνεται και καταγγέλλεται το παράδοξα αρνητικό -για μια χώρα με τεράστια μουσική, τραγουδιστική και χορευτική παράδοση- να μην έχει μέχρι σήμερα υπάρξει σχεδόν καμιά σοβαρή πρόταση, που να επιχειρεί μέσα από συνέδρια και συμπόσια(και από επιστημονικές έρευνες, θα συμπλήρωνα) να αναδείξει τα συμπεράσματα του προβληματισμού πάνω στο θέμα της κατάταξης των κατηγοριών, των σχολών, των ρευμάτων και των σχέσεων των μουσικών ειδών μεταξύ τους. Εδώ, θα πείτε ότι η χώρα δεν έχει αξιωθεί μελέτες –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- για τα είδη του ελληνικού τραγουδιού ξεχωριστά αλλά ούτε και μονογραφίες για σοβαρές μουσικές προσωπικότητες, για ερμηνευτές, για στιχουργούς-ποιητές, για ενορχηστρωτές, για οργανοπαίχτες, για οργανοποιούς, ούτε για τα μουσικά όργανα, μα ούτε καν για το μπουζούκι που θεωρείται και είναι το κατεξοχήν έγχορδο-σύμβολο της λαϊκής μουσικής και που τυγχάνει πλέον πανελλήνιας, καθολικής αποδοχής (εξαιρείται βέβαια μα δεν εξαντλείται βιβλιογραφικώς κυρίως το ρεμπέτικο).
Ο συγγραφέας, έπειτα από παράθεση σειράς σκέψεών του, οδηγείται στην πιθανή υιοθέτηση ενός όρου –που μας εξηγεί πώς καλλιεργήθηκε στο ισπανικό τραγούδι με προτροπή του Ντε Φάλλια-, και που είναι ο όρος «βαθύ τραγούδι». Η ονομασία αυτή θα μπορούσε να περιλάβει τραγούδια με ιδιαίτερο βάθος και κύρος, είτε «έντεχνου» ύφους -χαρακτηρισμός ευρέως φάσματος συνθέσεων και τραγουδιών που δεν αποδέχεται με ευκολία ο Μαυρουδής, είτε λαϊκού ή άλλου ύφους, «βαθύτερης δημιουργικής πνοής», που σχετίζονται με την ποιητική τέχνη και κατέχουν μιαν ιδιαίτερη οντότητα. Ενδιαφέρουσα η πρόταση αλλά αρκετά παρακινδυνευμένη, αν σκεφτεί κανείς ότι τα όρια ανάμεσα στο «ποιοτικό» και «βαθύ» τραγούδι και το μη ποιοτικό και ρηχό ή αβαθές φαίνονται αρκετά έως πολύ ασαφή.
Ο ερευνητής θεωρεί ότι ο δόκιμος αλλά αβασάνιστος όρος «ελαφρό τραγούδι» δεν εκφράζει τίποτε ουσιαστικό. Αντί του όρου «ελαφρό» ίσως ο όρος «αστικό» τραγούδι, που προτιμά, μπορεί πράγματι να ταιριάζει για να χαρακτηρίσει το γνωστό ως ελαφρό. Ο Γιαννίδης, ο Αττίκ, ο Χαιρόπουλος κάνουν όντως αστικό τραγούδι. Αστικό τραγούδι όμως κάνουν και οι ρεμπέτες και οι λαϊκοί συνθέτες, τόσο οι σύγχρονοι μ’ αυτούς, όσο και οι προγενέστεροι και οι επόμενοι. Ο Αττίκ κάνει επομένως –δική μου εκδοχή- ελαφρό αστικό τραγούδι, ελαφρό, σε αντιπαράθεση με το βαρύ, δηλαδή το ρεμπέτικο και το λαϊκό και όχι ελαφρύ ως ποιότητα. (γίνεται αντιληπτό βέβαια ότι τέτοιου είδους θέματα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διεξοδικής μελέτης και ανάλυσης από μουσικολόγους και ερευνητές και τα πιθανά συμπεράσματα να προκύπτουν ως προτάσεις προς περαιτέρω συζήτηση με την επιφύλαξη ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένας αέναος φαύλος κύκλος).
Με το εξαιρετικό άρθρο του «Η ‘’χθεσινή’’ και η ‘’σημερινή’’ μέρα του δίσκου» ο Μαυρουδής -με δεδομένη πλέον την πτώση του δίσκου και την ανυπαρξία εταιριών- αναλύει διεξοδικά το θέμα « το χτες και το σήμερα της δισκογραφίας» επιχειρώντας απελπισμένα να αναζητήσει λύσεις στο αδιέξοδο ζήτημα της μουσικής παραγωγής στην Ελλάδα. «Το καράβι του ελληνικού τραγουδιού είναι όντως βυθισμένο» συμπεραίνει. Μα δεν επαναπαύεται, επισημαίνει τους εκμεταλλευτές του και ανησυχεί για το μέλλον του.
Με το άρθρο του «Πνευματικά δικαιώματα» που έχει γραφτεί ακριβώς τρία χρόνια πριν, ο συγγραφέας προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στους δημιουργούς δίνοντας το στίγμα της εποχής γύρω απ’ αυτό το σπουδαίο αυτό ζήτημα, με αναφορές, αναλύσεις και παραδείγματα σχετικά με το σκοτεινό τοπίο των δικαιωμάτων των δημιουργών, της διαπλοκής, της πειρατείας των μουσικών έργων, ευελπιστώντας ότι μπορούν να βρεθούν λύσεις. «Να αποδοθούν οι πραγματικές διαστάσεις της δύναμης των τραγουδιών και οι ισορροπίες προσώπων και πρωταγωνιστών…. Αφού η κατάσταση δείχνει πως θα αλλάξει, ας αλλάξει λοιπόν με καινούριους κανόνες, που θα αναδείξουν νεότερες δημιουργικές ομάδες», γράφει
Έχοντας παρακολουθήσει στενά την υπόθεση της καταστροφής του πολιτιστικού μνημείου της Columbia πριν από τρία ακριβώς χρόνια μπορώ να πω ότι δεν έχω διαβάσει τίποτε πιο ουσιαστικό σχετικά μ’ αυτό σαν το κομμάτι του συνθέτη μας που κατορθώνει μέσα σε δώδεκα σελίδες να το διατρέξει και να το αναλύσει διεξοδικά.
«Όλα συντείνουν στην διαπίστωση πως το εργοστάσιο αυτό –μαζί με τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις υπήρξε ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ. Ένα σημείο για το οποίο το ελληνικό κράτος δεν θα έπρεπε να αδιαφορήσει και να προσπεράσει έτσι απλά το γκρέμισμα και τη σάρωση της μνήμης του» σημειώνει.
Στο Β΄ μέρος του βιβλίου: «Για το παλαιό αστικό τραγούδι», διατυπώνονται απόψεις του συγγραφέα για τα παλιά ελαφρά τραγούδια, την πριμοδότησή τους από τα τότε μέσα επικοινωνίας , το ραδιόφωνο δηλαδή, και την εκτόπιση του λαϊκού τραγουδιού, την αξία των τριών σημαντικών εκπροσώπων του Αττίκ, Γιαννίδη, Χαιρόπουλο,
Η σημαδιακή γνωριμία του σε χρόνια δύσκολα στα υπόγεια του ραδιοφωνικού σταθμού ενόπλων δυνάμεων με τον, παροπλισμένο εκείνη την εποχή(1965) έξοχο συνθέτη Κώστα Γιαννίδη ή Γιάννη Κωνσταντινίδη. Οι σελίδες που αφιερώνει σ’ αυτή την γνωριμία έχουν την αξία ενός συγκινητικού πεζογραφήματος.
Ένα άλλο θέμα που τον απασχολεί είναι το «Σκρατς-Μέσα από τα αυλάκια των δίσκων». «Είμαι κολλημένος με το σκρατς. Δεν εμπιστεύομαι τα παλαιότερα τραγούδια που δεν το περιέχουν», ομολογεί. «Γοητευτικές αγκυλώσεις», όπως ο ίδιος τις χαρακτηρίζει που φανερώνουν την γνήσια ευαισθησία του.
Στο υποκεφάλαιο με τον τίτλο «Βιάζοντας τη μνήμη» θίγεται το ζήτημα του πως πρέπει να γίνεται η διασκευαστική τροποποίηση -ανασύνθεση ενός παλιότερου τραγουδιού, σημειώνονται κάποιες περιπτώσεις επιτυχών κατά την κρίση του διασκευών που σέβονται το πνεύμα του τραγουδιού και άλλες που το αλλοιώνουν σε σημείο να το καταστρέφουν. Ο συγγραφέας δικαίως εξοργίζεται μπροστά στην εξουδετέρωση της μνήμης ενός τραγουδιού, την ασυδοσία των παραγόντων που υποδέχονται την διαστρέβλωσή του αλλά και την ευκολία με την οποία τέτοιας μορφής ανοσιουργήματα αφήνονται στην υποτιθέμενη σωστή κρίση του κοινού ή του λαού. «Τι άλλο μας μένει λοιπόν;» γράφει στην κατακλείδα του κεφαλαίου. «Μόνο η προσεκτική παρατήρηση και η εμμονή μας να διατηρούμε ό, τι από τα παλαιά μας κρατάει ζωντανούς και αναχαιτίζει την πορεία προς τη γήρανση μιας ολόκληρης κοινωνίας».
Το Γ΄ μέρος τιτλοφορείται «: Για τη γενιά του 1960». Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι στο κρεσέντο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης στη χώρα μας παρατηρείται η εγκατάλειψη των τεράστιων, άχαρων και γκλαμουράτων νυχτερινών σκηνών, όπου συντελούνταν επί σειρά ετών φιέστες με τη συμμετοχή μεγαλόσχημων ονομάτων και νεόπλουτων επιδειξειών μέσα σε απάνθρωπο και ευτελές ακουστικό και θεαματικό κλίμα και η στροφή σε μικρούς χώρους, τύπου «μπουάτ», (ένα θέμα που κατέχει άριστα ο Μαυρουδής όσο λίγοι) όπου οι συνθήκες ευνοούν την επάνοδο σε μια πιο ανθρώπινη και ποιοτική τραγουδιστική ατμόσφαιρα «Αυτοί οι χώροι επαναπροσδιορίζουν τη σχέση καλλιτέχνη και κοινού. Πιστεύω πολύ στους κατάλληλους χώρους, γιατί πολλές φορές γεννούν καταστάσεις που ευνοούν, πέρα από ένα κλίμα και ένα ρεύμα τραγουδιού» γράφει. Στο κεφάλαιο αυτό –μαζί με πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα- υπάρχει εκτενής αλλά όχι εξαντλητική αναφορά στο «Νέο κύμα», την δυναμική του, τους κορυφαίους εκπροσώπους του, τον ιδιοφυή ανάδοχό του Αλέκο Πατσιφά της ΛΥΡΑ, την περίοδο της ακμής του, τους χώρους όπου άνθησε, την ιδιαίτερη ομορφιά του αλλά και τις αντιφάσεις του, την επικοινωνιακή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η σχέση πάλκου και θαμώνων. Η αναδρομή δεν γίνεται για να παρελθοντολογήσει ο Μαυρουδής αλλά για μια νέα θεώρηση του ιδιόμορφου και σημαντικού μουσικού αυτού ρεύματος. Στο υποκεφάλαιο «Εμείς του’ 60 οι εκδρομείς», (το οποίο αποτελεί μια θερμή διάλεξη που διαβάστηκε σε συνεδρία για τους «Δρόμους της νεολαίας από τη δεκαετία του’ 60 ως τη μεταπολίτευση) πάνω «στο δρόμο που περπάτησαν οι μουσικοί του ‘ 60 δίνοντας το στίγμα της εποχής», ο Μαυρουδής παρακολουθεί τους συνοδοιπόρους του και την διαδρομή του τραγουδιού τους για πάνω από μισό αιώνα, πιστεύοντας ότι δεν κατόρθωσαν εντέλει να διαμορφώσουν τις συνθήκες που θα απέτρεπαν την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού στο γνωστό ακαλαίσθητο καταναλωτικό είδος εμπορικού προϊόντος και όχι δημιουργήματος γνήσιας τέχνης.
Στο Δ΄μέρος : Περί ακουστικής αισθητικής, που είναι ένα δυναμικό θέμα που απασχολεί τον δημιουργό. Είναι θλιβερό πράγματι τα τερτίπια της νυχτερινής διασκέδασης να ορίζουν σε μεγάλο βαθμό –μαζί με την τηλεμανία και την ποδοσφαιρολαγνεία- την ποιότητα του ήθους μας ως λαού.
«Ένα ευρύτατο κοινό διαμορφωμένο(και υποδουλωμένο θα έλεγα) από την ισχύ των τεχνολογικών μέσων» ορίζει σήμερα την πορεία των μουσικών πραγμάτων. Τι θέλει άραγε ο κόσμος;. Ας μη βγάζουμε αυθαίρετα και επιφανειακά συμπεράσματα. «Υπάρχει», συμπεραίνει εν κατακλείδι ο Μαυρουδής, «κι ένα μεγάλο, διαφορετικό πλήθος, που δεν ανήκει στους ‘’πολλούς’’, και που κρατάει ακόμα το λυρισμό, τις παραδόσεις και τις πνευματικές αξίες, μέσα σε καιρούς δύσκολους, καθώς αντιπαλεύει τις λογικές μιας fast food καθημερινότητας της ζωής»
Με αφορμή ένα δημοσίευμα που αφορά το κατά πόσον ενδιαφέρονται για την πορεία των πολιτιστικών και των κοινωνικών εξελίξεων οι άνθρωποι του πνεύματος, ο Μαυρουδής δικαίως θεωρεί ότι η άποψη πως οι σκεπτόμενοι άνθρωποι σιωπούν ή αδρανούν είναι λανθασμένη, γιατί ουσιαστικά όπως έχουν διαμορφωθεί τα πολιτικά πράγματα, σχεδόν ποτέ δεν τους δίνεται ο λόγος.
Στο άρθρο με τον υπότιτλο «Στιγμές Βατερλώ της σύνθεσης» παρατίθενται παραδείγματα κακόηχου παρατονισμού σε ερμηνείες γνωστών λαοφιλών τραγουδιών εμβληματικών δημιουργών, όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και ο Μαρκόπουλος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το θέμα «Ελληνική ορχηστρική μουσική», όπως το αναλύει ο συνθέτης συμπεραίνοντας πως «δισκογραφικό ρεπερτόριο μόνο με τραγούδια δεν είναι παρά ορφανή δισκογραφία, γιατί οι μουσικές ιδέες δε μπορούν να εξαντλούνται σχεδόν αυτιστικά επί της τραγουδιστικής φόρμας».
Το Ε΄ μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται : Πρόσωπα, περιέχει τρείς προσωπογραφίες κατά την εκτίμηση πάντοτε των πεπραγμένων τους από τον συγγραφέα. Μεταφέροντάς μας την θλίψη του για το φαρμακερό φινάλε του φίλου του –και πολυαγαπημένου φίλου και ημών των Θεσσαλονικέων που τον ζήσαμε από πολύ κοντά τα τελευταία του χρόνια-, του Μανώλη Ρασούλη, αναφέρεται στα σπάνια χαρίσματα του πρωτοπόρου λαϊκού διανοούμενου και ποιητή, την εποποιία της τραγουδοποιίας του, τα εμπόδια που έβρισκε από επιφανείς παράγοντες της μουσικής βιομηχανίας, την ακούραστη καταγγελτικότητά του, τις αγωνίες του για το μέλλον αυτού του λαού, την μοναδικότητα της καλλιτεχνικής του περίπτωσης. Για την Ελένη Καραίνδρου πιστεύει ότι είναι εξέχουσα μελωδός με σπάνια πνευματική προσωπικότητα, που δημιουργεί με τη μουσική της μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η οποία διέπεται από γαλήνη, στοχασμό και κατάνυξη, μια σπάνια λυρική μουσική που μοιάζει με έξοχους ζωγραφικούς πίνακες. Παράλληλα πλέκει και το εγκώμιο του χαρακτήρα και της σεμνής στάσης που κρατάει διαφυλάσσοντας την δημόσια εικόνα της. Θεωρεί τον δημοφιλή μελωδό Γιάννη Σπανό έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του περασμένου αιώνα, που έχει διανύσει μια τεράστια διαδρομή με επιτυχίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γαλλία, παρά την διακριτική και μοναχική του στάση και την σύνεσή του να μην εκτίθεται άσκοπα δημοσίως –πλην κάποιων ατυχών εξαιρέσεων. Εντούτοις πιστεύει ότι χαράμισε ένα μέρος του αστείρευτου ταλέντου του στην υπερπαραγωγική περίοδο της ακμής του. Με την ευκαιρία στιγματίζει το γεγονός ότι μερικοί απ’ τους σπουδαιότερους συνθέτες μας βρέθηκαν μέσα στη δίνη της υπερπληθωριστικής εποχής του μεταπολιτευτικού βιομηχανοποιημένου τραγουδιού, της «αυτοκρατορίας του δίσκου», όπως λέει, και ενέδωσαν σε μια βολική και συμφέρουσα για τους ίδιους «ευκολία» με αποτέλεσμα να βγουν χαμένοι. Παραδείγματα, ο Τσιτσάνης που «αναλώθηκε σε νυχτερινούς χώρους κατεβάζοντας τον πήχυ των τραγουδιών του», ο Θεοδωράκης, που «εξαντλώντας τα αποθέματά του καθηλώθηκε σε βαθιά τραγουδιστική αδυναμία» και ο Νικολόπουλος, που βρίσκεται εδώ και χρόνια σε αμηχανία προσανατολισμού.
Στο «Παράρτημα» υπάρχουν δύο ωραίες, αντιπροσωπευτικές του πνεύματος του δημιουργού, σχετικά πρόσφατες συνεντεύξεις, η πρώτη στον Καπετανάκη, στις 29 Νοεμβρίου 2011 και η δεύτερη στην Μίκα Παπαδοπούλου, στις 8 Ιανουαρίου 2009. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου δίνεται από τον συνθέτη το σκεπτικό σχετικά με τον τίτλο της μουσικής εργασίας «Με δανεικά ιδανικά» που συνοδεύει την έκδοση. Πρόκειται για εννιά τραγούδα σε στίχους –με έντονη ποιητική διάθεση- της Μαίρης Φασουλάκη, με ερμηνείες υποβλητικότατες του Μίλτο Πασχαλίδη (έξοχο το άσμα «Στης Βαβυλώνας τα στενά»), της Μόρφως Τσαϊρέλη και της Μυρτώς Ναούμ. Καθώς οι παραγωγές δίσκων είναι περίπου απαγορευτικές σήμερα, ο Μαυρουδής ενσωμάτωσε και συμπλήρωσε το βιβλίο με μια πολύ γοητευτική και ενδιαφέρουσα κιθαροκεντρική –όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει- μουσική δουλειά, βασισμένη σε έναν κύκλο τραγουδιών, που ο συνθέτης θεωρεί ότι μας δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε τη μορφή της τέχνης την οποία με συνέπεια και αφοσίωση επί μισό αιώνα υπηρέτησε.
Η συνολική αίσθηση μετά την ανάγνωση αυτού του πολυσύνθετου βιβλίου είναι ότι η στόχευσή του σε μια γενικότερη αλλά και επί μέρους αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την σημασία του ελληνικού τραγουδιού, τους χώρους της λειτουργίας του, την αξία όλων των συντελεστών που μπορούν να συνδιαμορφώσουν την ποιοτική του αναβάθμιση, δικαιώνει απόλυτα τον συγγραφέα του. Η γνώμη ενός δημιουργού σαν τον αγαπητό μας Νότη Μαυρουδή, με την αξία, τη βαθιά πείρα, τις αγαθές προθέσεις και τις ευρηματικές προτάσεις και λύσεις, είναι πολλαπλά χρήσιμη και εποικοδομητική. Μακάρι το παράδειγμά του να ακολουθήσουν και άλλοι άνθρωποι του τραγουδιού και της μουσικής για να πλουτίσουν με τις καταθέσεις τους το σπουδαίο αλλά και πολύπαθο αυτό πεδίο του νεοελληνικού πολιτισμού.
———————————–