Από τον Αύγουστο του 2019, όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει από τον τότε πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας των δανεισμό των «Ελγίνειων», ώς σήμερα η κυβέρνηση ακολουθεί την ίδια πολιτική για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα: διαπραγμάτευση κυβέρνησης με κυβέρνηση και κυβέρνησης με μουσείο.
Παρά το κλίμα αισιοδοξίας που ενόψει εκλογών προσπαθεί να δώσει η κυβέρνηση με πληροφορίες που είτε δίνονται ευθέως είτε διαρρέουν, η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η στρατηγική δεν έχει αποδώσει καρπούς. Οσοι θεώρησαν ότι η επίσκεψη του πρωθυπουργού στον βασιλιά Κάρολο θα έφερνε κάποιο αποτέλεσμα, αγνοούν τη βρετανική πραγματικότητα. Ο Κάρολος δεν μπορεί να κουνήσει ως μεσαιωνικός βασιλιάς το σκήπτρο του και να επιβάλει την οποιαδήποτε άποψη μπορεί να έχει για το θέμα. Ισα ίσα, κάθε προσπάθεια να προκληθεί βασιλική παρέμβαση σε οποιοδήποτε θέμα προσβάλλει και ενοχλεί τη βρετανική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα πάει, λοιπόν, στις εκλογές με το θολό επιχείρημα ότι έχει καλύψει το 90% του δρόμου και αν μείνει στην εξουσία θα φτάσει στο τέρμα. Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.
Μια άλλη στρατηγική πρότεινα με άρθρο μου στην «Καθημερινή» την 21η Μαρτίου 2021: αντί η επανένωση των Γλυπτών να παρουσιάζεται ως εθνικό ζήτημα που το χειρίζεται αποκλειστικά η κυβέρνηση, να τοποθετηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις ως ζήτημα που αφορά ένα έργο παγκόσμιας εμβέλειας που αφορά το σύνολο της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Ως τέτοιο μπορεί να αντιμετωπισθεί με συνεννοήσεις Μουσείου (Ακρόπολης) με Μουσείο (Βρετανικό). Εγραφα: «Η πρόταση είναι απλή: η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής να ορίσει επιτροπή από Ελληνες και ξένους εμπειρογνώμονες και προσωπικότητες, οι οποίοι θα προσεγγίσουν το Βρετανικό Μουσείο για λογαριασμό του Μουσείου Ακρόπολης, για να εξετάσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να γίνει δυνατή η επανένωση των Γλυπτών. Δεδομένου ότι κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να θριαμβολογήσει για μια επιτυχία και κάθε αντιπολίτευση θα αναζητούσε λόγους για να στηλιτεύσει την κυβέρνηση, ο ορισμός της επιτροπής θα πρέπει να γίνει με αυξημένη πλειοψηφία, για να είναι δεδομένη η υπερκομματική στήριξη. Σε μια περίοδο αυξανόμενης πόλωσης θα ήταν πραγματικό δώρο στους Ελληνες πολίτες να υπάρξει ευρύτερο κλίμα συνεννόησης σε αυτό το θέμα, ιδίως σε ένα επετειακό έτος». Αν αντικαταστήσουμε το «επετειακό» με «προεκλογικό», τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Σύμφωνα με γνωστό αφορισμό του Αϊνστάϊν, «παράνοια είναι να επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά την ίδια πράξη και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα». Δικαιολογείται επομένως να μου αποδώσει κανείς παράνοια, δεδομένου ότι αυτή την πρόταση την έχω επαναλάβει σε πληθώρα άρθρων και συνεντεύξεων στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, πάντοτε χωρίς αποτέλεσμα. Αλλά στην υποψία της παράνοιας εκτίθεται και η ελληνική κυβέρνηση, όταν επαναλαμβάνει τις ίδιες ενέργειες με το ίδιο αποτέλεσμα: οι ελπίδες να αναπτερώνονται, αλλά τα Γλυπτά να μένουν καθηλωμένα στο Λονδίνο.
Η μόνη ξεκάθαρη, μόνιμη, ηθικά αποδεκτή και επιστημονικά δόκιμη λύση είναι η άνευ όρων δωρεά.
Παρά την άρνηση της κυβέρνησης να εξετάσει μια άλλη προσέγγιση στο θέμα, την πρότασή μου προβάλλει στην ιστοσελίδα της η Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα και την υιοθέτησε πρόσφατα η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Την επαναλαμβάνω λοιπόν, μαζί και με την άποψή μου ότι η μόνη ξεκάθαρη, μόνιμη, ηθικά αποδεκτή και επιστημονικά δόκιμη λύση είναι η άνευ όρων δωρεά· όχι η ανταλλαγή, όχι ο δανεισμός, όχι η σταδιακή επανένωση, όχι η υπό όρους κατοχή. Είναι η λύση που επιλέχθηκε για θραύσμα της ζωφόρου που δόθηκε το 2006 από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στο Μουσείο Ακρόπολης. Αυτό ήταν το πρώτο Παρθενώνειο που επανενώθηκε με τα Γλυπτά στο Μουσείο Ακρόπολης και όχι το θραύσμα «Fagan» από το Παλέρμο, όπως συχνά αναφέρεται ανακριβώς. Αφού το Βρετανικό Μουσείο παραχωρήσει με άνευ όρων δωρεά τα Γλυπτά, τότε μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για συνεργασίες μαζί του για την προβολή του ελληνικού πολιτισμού με περιοδικές εκθέσεις των περιφερειακών μουσείων της χώρας.
* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Αναδημοσίευση από την “Καθημερινή” της 11ης Δεκεμβρίου 2022