Όταν σκοτώθηκε ο Αλμπέρ Καμί, στις 4 Ιανουαρίου 1960, με τον Ζαν Πολ Σαρτρ ήταν όχι απλώς τσακωμένοι, αλλά έβγαζαν ο ένας τα μάτια του άλλου με πολύ δημόσιες επιστολές και κριτικές και τόνους χολής, σε κάτι εξαιρετικά γραμμένους λίβελους εκατέρωθεν.
Είχαν γνωριστεί στο Παρίσι, το 1943 και είχαν γίνει αμέσως κολλητοί, γνώριζαν εξάλλου από πριν ο ένας το έργο του άλλου.
Μετά ο Καμί έκανε στροφή στη φιλοσοφική του σκέψη, ή πάντως έτσι το εξέλαβε ο Σαρτρ.
Η βασική τους φιλοσοφική διάσταση είναι εν πολλοίς αυτή που καθόρισε τη σύγχρονη σκέψη και την καθορίζει ακόμη:
Μεγαλοαστός και σκληροπυρηνικός Μαρξιστής (αυτόν εννοούσε αριστερά του χαβιαριού ο πρωθυπουργός μας), ο Σαρτρ υποστήριζε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και αν είναι να την κάνουμε τη ρημάδα την επανάσταση δεν θα κολλήσουμε σε μερικές σφαγές.
Πίστευε στο στόχο, στο μεγάλο. Δώστε του ό,τι όνομα θέλετε του μεγάλου.
Ο Καμί, τρίτη γενιά φτωχών Γάλλων μεταναστών στην Αλγερία, από την άλλη, ήταν ουμανιστής ως το κόκκαλο. Αφού τελείωσε με την αυτοκτονία, καταπιάστηκε με το φόνο και κατέληξε ότι κανένα έγκλημα δεν πρέπει να τιμωρείται με ένα άλλο έγκλημα. Αυτήν την τελευταία φράση μπορείτε να τη λέτε κάθε μέρα τρεις φορές, σαν προσευχή.
Ο Καμί απέρριψε μετά βδελυγμίας τις επαναστάσεις, γράφοντας ότι το μόνο που κάνουν είναι να φέρνουν στην εξουσία ένα άλλο σύστημα καταπίεσης.
Ήταν αναρχικός· καμία εξουσία δεν ήθελε. Πίστευε στον άνθρωπο. Αυτός τον ταλάνιζε.
Ο Σαρτρ τον μίσησε. Γίνανε από δύο φιλοσοφικά χωριά.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Καμί, ο Σαρτρ έγραψε συντετριμμένος ένα επικήδειο.
«Είχαμε μαλώσει. Ένας καυγάς δεν έχει σημασία, όμως, ακόμη κι αν εκείνοι που μάλωσαν δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος να ζούμε μαζί, χωρίς να χάνουμε ο ένας τον άλλον από το βλέμμα μας, σε αυτόν τον στενό κόσμο που μας δώθηκε.
Ο καυγάς μας δεν με εμπόδιζε να τον σκέφτομαι, δεν με εμπόδιζε να νοιώθω τα μάτια του πάνω στο βιβλίο ή την εφημερίδα που διάβαζα και να αναρωτιέμαι διαρκώς “τι σκέφτεται γι αυτό;”, “τι σκέφτεται αυτήν τη στιγμή;”», έγραψε.
«Ο επίμονος ανθρωπισμός του, λιτός και αισθησιακός, διεξήγαγε έναν αβέβαιο πόλεμο ενάντια στα ογκώδη και άμορφα γεγονότα της εποχής. Αλλά από την άλλη, μέσα από τις σκληρές του απορρίψεις επιβεβαίωσε, στην καρδιά της εποχής μας, ενάντια στους Μακιαβελιστές και ενάντια στο Είδωλο του ρεαλισμού, την ύπαρξη του ηθικού ζητήματος.
Θα έπρεπε να τον αποφύγεις ή να τον πολεμήσεις· ήταν αναγκαίος σε αυτήν τη σύγκρουση που κάνει την πνευματική ζωή αυτό που είναι».
Δεν ξέρεις τι να πρωτοεκτιμήσεις σε αυτές τις αράδες.
‘Ηταν τυχερός ο κόσμος. Αποτέλεσαν ανάχωμα αυτοί οι διανοητές σε ανείπωτες κατρακύλες.
Ή έστω τις καθυστέρησαν.