Τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τις έγραφε από το 1927 μέχρι τον θάνατό του. Τώρα, για πρώτη φορά, μπορούμε να τις διαβάσουμε στο σύνολό τους χάρη στον Πέτρο Μάρκαρη και στη μετάφρασή του, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κείμενα». Όπως παρατηρεί ο Μάρκαρης στην εισαγωγή του, κάποιες από αυτές δημοσιεύτηκαν ενσωματωμένες σε άλλα βιβλία του Μπρεχτ ενώ κάποιες άλλες δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Οι χειρόγραφες ιστορίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας το 2004 έκαναν πιο περίπλοκο το ζήτημα. Πώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι εκδότες τις παραλλαγές τους ή τις λειψές ημερομηνίες και χρονολογίες της συγγραφής τους; Και τι έπρεπε επίσης να γίνει με το όνομα του ήρωα; «Κύριος Κόινερ», «κύριος Κ», «κ. Κ.» ή «Στοχαστής», όπως άλλαζε κατά καιρούς ο Μπρεχτ τις προσφωνήσεις του; Πολλές από τις ιστορίες παρέμειναν ανολοκλήρωτες, άλλες μοιάζουν με σημειώσεις και οι μισές σχεδόν είναι άτιτλες. Όλα αυτά περιλαμβάνονται στην τωρινή έκδοση των Κειμένων μαζί με την αναθεώρηση της παλαιότερης μετάφρασης του Μάρκαρη, και συνιστούν αναμφιβόλως το πλήρες σώμα των «Ιστοριών του κυρίου Κόινερ». Έτσι, ο Μάρκαρης μεταφράζει, μαζί με άλλα, τα κατάλοιπα που ανήκουν στο Αρχείο Bertolt Brecht και έχουν γίνει γνωστά ως Χειρόγραφο της Ζυρίχης.
Όπως παρατηρεί ο μεταφραστής, «οι “Ιστορίες του κυρίου Κόινερ” έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κυρίου Κόινερ εν προκειμένω, σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις». Ο κύριος Κόινερ θέλει όντως να απαλλάξει το άτομο από τις κοινωνικές αντιλήψεις με τις οποίες έχει επιβαρυνθεί, ενθαρρύνοντάς το να δει τα γεγονότα της καθημερινότητάς του όχι όπως φαίνονται αλλά σαν αυτά που είναι: ως προϊόντα μιας κοινωνίας ανισοτήτων και ταξικών προκαταλήψεων σε έναν κόσμο ο οποίος βασίζεται στις σχέσεις εκμετάλλευσης και στην οικονομική δομή του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή τη στρέβλωση των γεγονότων στον νου του μέσου πολίτη ο Μαρξ θα την ονόμαζε «αλλοτρίωση» και από εκεί ακριβώς ξεκινάει ο Μπρεχτ.
Θεατράνθρωπος ολκής, που έγραψε εκ παραλλήλου πλήθος αλληγορικά ποιήματα και πεζά, όπως και κριτικός νους με σπάνια δύναμη και διεισδυτικότητα, ο Μπρεχτ κυριάρχησε στη θεατρική και λογοτεχνική σκηνή όσο ήταν εν ζωή (πέθανε σε ηλικία 58 ετών), αλλά έχει καταφέρει να διατηρήσει μέχρι και τις ημέρες μας ένα μεγάλο κομμάτι της παράξενης λάμψης του. Γιατί, όμως, «παράξενη λάμψη»; Ειρωνικός, με σοφά υπολογισμένη απόσταση από τα θέματα και τους πρωταγωνιστές του, κάποτε ακόμα και κάπως σκοτεινός ή κρυπτικός, ο Μπρεχτ, παρά τη βαθιά του πολιτικοποίηση και τον έντονα αριστερό προσανατολισμό του, δεν είναι στρατευμένος – κι αυτό ακριβώς είναι που μας επιτρέπει να προσέξουμε σήμερα την περίπτωσή του. Οι «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» μιλούν για την εκμετάλλευση, για την ανάγκη της ιδιοκτησίας, που μοιάζει ριζωμένη στην ανθρώπινη καρδιά, για τη φτώχεια και για την πείνα, απέναντι στις οποίες ο ήρωας δείχνει άπειρο σεβασμό, για τη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία, που απογυμνώνουν τον πολίτη όταν τον στρέφουν στη λατρεία του εαυτού του, για τη φιλοπατρία η οποία αποδεικνύεται καταστροφική όποτε φλερτάρει με τον εθνικισμό, αλλά και για την αγάπη, για τον έρωτα και για τη φιλία, όπως προκύπτουν και αποκαλύπτονται κάθε τόσο μπροστά του.
Τίποτε εδώ δεν είναι ιδεολογικά βαρύ, τίποτε δεν είναι προγραμματικό και διδακτικό, τίποτε δεν επιδιώκει να φορτωθεί βίαια στους ώμους μας για να μας εντάξει κάπου. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, το αποκλείει ο ίδιος ο τρόπος γραφής των «Ιστοριών του κυρίου Κόινερ». Αποσπασματικές, ανολοκλήρωτες, άκρως υπαινικτικές και, εκ παραλλήλου, αρθρωμένες σαν αλληγορίες ή σαν παραβολές, αφήνουν πάντοτε ανοιχτό το τέλος τους – μέχρι να αποφασίσουμε οι ίδιοι τι ακριβώς επιδιώκουν να μας πουν. Μα, αυτό δεν ήταν στον καιρό του Μπρεχτ, και δεν είναι και στους δικούς μας καιρούς, το νόημα της τέχνης; Να μας παροτρύνει, δηλαδή, να σκεφτούμε και να αντιδράσουμε με δική μας πρωτοβουλία σε όσα μάς επισημαίνει ο καλλιτέχνης, για το περιβάλλον μας ή για τον εαυτό μας;