Κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο τραγούδι συμβαίνει αυτό που συνέβαινε κατά τη δεκαετία του 1950, απλά περισσότερο πολωμένο.
Στα 1950 ο ένας πόλος ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης κι άλλοι λαϊκοί δημιουργοί (συμπεριλαμβανομένου του νεοεμφανιζόμενου Μάνου Χατζιδάκι) και από την άλλη το τραγούδι των νεόπλουτων, πραγματικών ή κατά φαντασίαν, στο οποίο συμμετείχαν εν μέρει και κατά περίπτωση το αρχοντορεμπέτικο, το λεγόμενο ελαφρό, τα εισαγόμενα σουξέ και ρυθμοί, μεγάλο μέρος των παραγόντων του λαϊκού τραγουδιού (της μετεξέλιξης του ρεμπέτικου και του σμυρναίικου) – ακόμα και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, σε χαμηλό βαθμό και, υποθέτω, βρίζοντας στα βλάχικα.
Στα χρόνια που ζήσαμε εμείς (ας πούμε από το 1974 και μετά) υπήρχε αρκετό λαϊκό τραγούδι, αλλά χαμηλής αξιοπιστίας. Υπήρχε η αναβίωση του ρεμπέτικου, ορισμένες φορές κυριολεκτικά για γέλια. Υπήρχε το πολιτικό τραγούδι το οποίο ουσιαστικά ολοκλήρωσε τον κύκλο του πριν το 1980. Δρούσε και το ελληνικό ροκ, για μια σημαντική μειοψηφία. Αυτό που κυριάρχησε στη μεγάλη εικόνα ήταν το κιτς: το σκυλάδικο (και η συνέχειά του, το πεκινουάδικο) η επιβίωση του ελαφρού (ως ελαφρολαϊκό αρχικά και στη συνέχεια ξεκάθαρα ως κωλάδικο) και φυσικά η εισαγόμενη ντίσκο και κάθε άλλο διεθνές κακό συναπάντεμα – αρκεί να συμπεριλάμβανε τις αξίες του ημεδαπού κωλάδικου.
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ (κανάλια και ραδιόφωνα) σερβίρουν κατά 90% τοξικά μουσικά σκύβαλα. Εξαιρέσεις υπάρχουν, κυρίως στα ραδιόφωνα της ΕΡΤ και ελάχιστες τηλεοπτικές εκπομπές (πάλι της ΕΡΤ). Ωστόσο, όποιος θέλει βρίσκει πέραν αυτών και ακούει καλή μουσική, στο διαδίκτυο. Εννοώ (σ’ αυτό το σημείωμα) καλή μουσική από Έλληνες δημιουργούς και εκτελεστές, από το 1923 ως το 2023. Το μουσικό μέλλον δεν διαγράφεται καθόλου απαισιόδοξο, καθώς επιτέλους η ελληνική μουσική παράδοση συναντιέται και συνομιλεί χωρίς κόμπλεξ (ανωτερότητας ή κατωτερότητας) με τις μουσικές του κόσμου. Ξέροντας ότι θα είναι πάντα μειοψηφική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και ότι αυτό δεν έχει καμιά σημασία.
– Άλα, ρε μάγκες! – όπως θα έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας.