Κρίσιμη αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα προνομιακή για την χώρα μας είναι η ανάπτυξη των τομέων της πολιτιστικής και θρησκευτικής διπλωματίας, που παρά τα ισχυρά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, παραμένει αναιμική.
Του Γιάννη Αμανατίδη*
Η ανάπτυξη της πολιτιστικής διπλωματίας βοηθά στη δημιουργία βάσης εμπιστοσύνης με τους άλλους λαούς, που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να αξιοποιήσουν για την επίτευξη πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών συμφωνιών. Δημιουργεί σχέσεις με έθνη και λαούς, οι οποίες υφίστανται πέρα από τις αλλαγές κυβερνήσεων. Παρέχει θετική ατζέντα συνεργασίας, παρά τις όποιες πολιτικές διαφορές. Δημιουργεί μια ουδέτερη πλατφόρμα επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων. Λειτουργεί ως ένα ευέλικτο, καθολικά αποδεκτό όχημα για επαναπροσέγγιση με χώρες που οι διπλωματικές σχέσεις είναι τεταμένες ή δεν υφίστανται. Είναι η μοναδική που μπορεί να προσεγγίσει τους νέους ανθρώπους και ένα ευρύ φάσμα κοινού με πολιτιστικά ενδιαφέροντα.
Για την άσκηση αυτής της πολιτικής πέρα από την αντίστοιχη Διεύθυνση στο ΥΠΕΞ (Ε3), οι εποπτευόμενοι σχετικοί φορείς είναι η Ελληνική Εθνική Επιτροπή UNESCO και το Ελληνικό Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, ενώ το Διεθνές Κέντρο Μελετών Ευξείνου Πόντου έχει κυρίως σχέση με τις οικονομικές διευθύνσεις (Β4).
Το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού (ΙΕΠ πρώην ΕΙΠ), που αποτελεί τον κύριο εξωστρεφή φορέα διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού και ενσωμάτωσε το 2013 – εν μέσω αντιδράσεων- και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Η εκ νέου υπαγωγή του στο ΥΠΕΞ , με επανίδρυση του ΕΚΕΒΙ στο ΥΠΠΟΑ, μετά από διάλογο και διαβούλευση θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην εξωστρέφεια και αποτελεσματικότητα της πολιτιστικής διπλωματίας. Στην θεσμική μνήμη του ΥΠΕΞ υπάρχουν τα σχετικά σχέδια νόμου, που συζητήθηκαν μεταξύ των δύο Υπουργείων, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Σημαντική στιγμή υπήρξε η δημιουργία του Ancient Civilization Forum (ACF),Φόρουμ των Αρχαίων Πολιτισμών, με την ανάπτυξη συνεργασίας και θετικών δράσεων. Δράση, η οποία έμεινε ουσιαστικά χωρίς συνέχεια.
Ο έτερος τομέας της Θρησκευτικής Διπλωματίας επιβάλλεται από την δυναμική επανεμφάνιση της δημόσιας θρησκείας στην παγκόσμια σκηνή με πολύπλοκες επιπτώσεις.
Οι θρησκευτικοί παράγοντες συνεισφέρουν μία νέα διάσταση εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης και, ως εκ τούτου, αυξημένης επιρροής στη διπλωματική διαδικασία. Είναι σεβαστοί, συχνά ακόμα και ως παγκόσμια πνευματικά πρότυπα, και μπορούν να καθοδηγήσουν ευκολότερα. Αυτό τους δίνει τεράστια επιρροή σε ορισμένες πολιτικές εξουσίες. Η θρησκεία αποτελεί καθοριστικής σημασίας διπλωματικό πόρο, ως πηγή μείζονος επιρροής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη φέρουν μαζί τους στη διπλωματική διαδικασία απτούς πόρους, όπως η εξουσία και το κεφάλαιο, οι θρησκευτικοί παράγοντες φέρουν άυλους πόρους, όπως ο σεβασμός, η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση. Και οι δύο μπορούν να εργαστούν αποτελεσματικά για την ενίσχυση της θέσης της χώρας στη διεθνή κοινότητα.
Στην κατεύθυνση αυτή εργασθήκαμε, διοργανώνοντας, ως Υπουργείο Εξωτερικών, στην Αθήνα, δύο Διεθνείς Διασκέψεις με θέμα «Θρησκευτικός και Πολιτιστικός Πλουραλισμός και Ειρηνική Συνύπαρξη στην Μέση Ανατολή», εκκινώντας έναν περιεκτικό και σφαιρικό διάλογο με έμφαση στην ανθρωπιστική κρίση που βιώνουν οι πληθυσμοί των περιοχών της Μέσης Ανατολής, ενώ σημαντική ήταν η συμβολή στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στο Κολυμπάρι της Κρήτης.
Φαίνεται, όμως, ότι ο τομέας αυτός δεν αντιμετωπίζεται με την πρέπουσα αξία. Οικουμενικό Πατριαρχείο, πρεσβυγενή Πατριαρχεία και η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Η Ειδική Γραμματεία Πολιτιστικής και Θρησκευτικής διπλωματίας ενίσχυσε τους τομείς αυτούς και δυστυχώς καταργήθηκε.
Η Διασπορά αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας μας ως έθνους. Αποτελεί μέρος της εθνικής μας ταυτότητας, των επιτευγμάτων και της διεθνούς εικόνας μας. Η ύπαρξή της είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας μεταναστεύσεων, που για τους περισσότερους δεν ήταν θέμα επιλογής. Έχοντας φτάσει στον εικοστό πρώτο αιώνα είχαμε πιστέψει, ότι εκείνες οι περιστάσεις ανήκαν στο παρελθόν. Όμως η οικονομική κρίση του 2008 συνετέλεσε στο να στερηθεί ο λαός μας, και ιδιαίτερα οι νέοι μας, τις θέσεις εργασίας και τις ευκαιρίες που τους αξίζουν.
Είχαμε ανοίξει έναν δίαυλο διαλόγου με τους ομογενείς σχετικά με την απόδοση κινήτρων για την ενθάρρυνση της Διασποράς να καταστεί πιο ενεργά μέρος των εθνικών προσπαθειών για τη δημιουργία επενδύσεων, γνωρίζοντας ότι οι ομογενείς, διαθέτοντας τη διττή εμπειρία, είναι εξαιρετικοί πρεσβευτές και ικανοί διαπραγματευτές.
Μια ισχυρότερη σχέση μεταξύ του εθνικού κέντρου και της ελληνικής ομογένειας, είναι σκόπιμη και επείγουσα. Η στρατηγική εμπλοκή της Διασποράς, που θα είναι εδραιωμένη σε μία μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ικανότητα εκτίμησης των αναγκών, με σαφή έμφαση στη μεταφορά πληροφοριών και δεξιοτήτων θα μπορούσε να αποτελέσει το σημείο έναρξης.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι, επίσης, ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν οι ελληνικής καταγωγής επιστήμονες, με δεδομένη τη σημασία της επιστήμης και της τεχνολογίας στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την οικονομική ανάπτυξη. Η επιστημονική συνεργασία και η μετατροπή του «brain drain» σε «brain circulation» μεταξύ της διασποράς και της Ελλάδας μπορεί να επηρεάσει θετικά την κατάσταση των διακρατικών κοινοτήτων. Ως εκ τούτου, η χρήση των δεξιοτήτων των Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό, είναι σύμφωνη με την κατεύθυνση της αναπτυξιακής πολιτικής και θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης για εξειδικευμένους επιστήμονες.
Υλοποιήσαμε αναβαθμισμένα προγράμματα φιλοξενίας, με στοχευμένες δράσεις και με την πρόβλεψη διατήρησης της επαφής με τους συμμετέχοντες καθώς και την επιστημονική αξιοποίηση των συμπερασμάτων, γεγονός που έλειπε στο παρελθόν.
Ετοιμάσαμε σχέδιο νόμου για το οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην δημοκρατική αυτό-οργάνωση του θεσμού, την ενίσχυση του κύρους του και της αποτελεσματικότητάς του εντός και εκτός συνόρων. Διατάξεις που ενσωματώθηκαν στον νέο Οργανισμό του ΥΠΕΞ επί ΝΔ και ποτέ δεν υλοποιήθηκαν!
Προσεγγίσαμε το ζήτημα της ψήφου των Αποδήμων με ευθύνη και ευαισθησία, όπως όλα τα νομοσχέδια που αφορούσαν τη δημοκρατική έκφραση της βούλησης των πολιτών και τα μεγάλα ή μικρά προβλήματα τους.
Η Επιτροπή, που δημιουργήθηκε στο υπουργείο Εσωτερικών, με τον νόμο 4555/2018, για την ψήφο των εκτός Επικρατείας εκλογέων παρέδωσε την εισηγητική της έκθεση 83 σελίδων, μετά από συνολικά επτά συνεδριάσεις από τον Οκτώβριο του 2018 μέχρι και τον Απρίλιο του 2019. Στις συνεδριάσεις αυτές, τα μέλη της Επιτροπής, με τη συμμετοχή και των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του υπουργείου Εσωτερικών, εξέτασαν όλες τις πολιτικές, συνταγματικές και τεχνικο-οικονομικές πλευρές που άπτονται του θέματος της ψήφου των εκτός Επικρατείας Ελλήνων εκλογέων, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική διεθνή εμπειρία, καθώς και συστάσεις αρμόδιων διεθνών και εθνικών οργανισμών και φορέων.
Στην Εισηγητική αυτή έκθεση βασίστηκε και η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, για την ψήφο αποδήμων-Διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν των εκτός επικρατείας Ελλήνων και Ελληνίδων εκλογέων.
Να σημειωθεί ότι περάσαμε σχετική διάταξη στην Προτείνουσα Βουλή για την Συνταγματική Αναθεώρηση, που στην συνέχεια απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Βουλή, όπου πλειοψηφούσε η ΝΔ.
Εμείς από την αρχή, και κατά τη συνταγματική αναθεώρηση και με νομοθετικές προτάσεις ζητούσαμε να καθιερωθεί γενικευμένο και χωρίς προϋποθέσεις δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι των Ελλήνων του εξωτερικού σε τέσσερις παγκόσμιες περιφέρειες, με ενιαίο ψηφοδέλτιο. Αυτό είναι, άλλωστε, το επικρατέστερο ευρωπαϊκό μοντέλο. Το ακολουθούν Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία.
Υποχωρήσαμε από την πρόταση αυτή, προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία συνταγματική πλειοψηφία και υπερψηφίσαμε τον διακομματικό συμβιβασμό του 2019.
Τρία χρόνια, όμως, η κυβέρνηση απέτυχε πλήρως να εφαρμόσει το νόμο και η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση αποκλειστικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δεσμευτεί μετά τις εκλογές να επαναφέρει την πρότασή του να ψηφίζουν όλοι οι απόδημοι και να εκλέγουν απευθείας τους εκπροσώπους τους, από έναν στην Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία και έναν στον υπόλοιπο κόσμο, με ενιαίο ψηφοδέλτιο, χωρίς κομματικές διαιρέσεις.
Να σημειώσω, επίσης, ότι η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού συγχωνεύτηκε με τη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διπλωματίας, αποδυναμώνοντας έτσι την ισχύ και το κύρος της στον νέο Οργανισμό του ΥΠΕΞ, παρά την καθολική αντίδραση των Ομογενειακών Οργανώσεων και την αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τούτων δοθέντων, ένα νέο ξεκίνημα για την πολιτιστική και θρησκευτική διπλωματία αλλά και για την Ελληνική Ομογένεια είναι εφικτό μόνο με την πολιτική αλλαγή.
Αλλαγή, που θα εκφραστεί στις επερχόμενες εκλογές, γιατί οι ανάγκες αλλά και οι δυνατότητες και το μέλλον του Ελληνισμού το απαιτούν και το αξίζουν.
*πρώην Υφυπουργού Εξωτερικών, βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.