Η Νέα ∆ηµοκρατία πέρασε πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις στις αρχές του 2016, λίγο μετά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της. Επί 7 χρόνια καταγράφει ένα ευρύ και σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα
Του Ευτύχη Βαρδουλάκη
Η Νέα ∆ηµοκρατία πέρασε πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις στις αρχές του 2016, λίγο μετά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της. Επί 7 χρόνια καταγράφει ένα ευρύ και σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα. Από τη δεκαετία του ’90, όταν οι δημοσκοπήσεις έγιναν αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών συζητήσεων και αναλύσεων, κανένα κόμμα δεν έχει εμφανίσει ανάλογη ανθεκτικότητα. Ακόμη και κόμματα που κυβέρνησαν επί μακρόν –όπως π.χ. το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1993-2004–, στο μεσοδιάστημα είχαν απολέσει, πρόσκαιρα έστω, το δημοσκοπικό προβάδισμα. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, που σε 9 μήνες το 2015 κέρδισε τρεις αναμετρήσεις (δυο βουλευτικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα), έχασε το προβάδισμα 4 μήνες μετά τη νίκη του τον Σεπτέμβριο 2015, στην πιο ραγδαία σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου στην εκλογική μας ιστορία.
Ακόμη και την περίοδο της κυβερνητικής της θητείας η δημοσκοπική εικόνα της Ν.Δ. μοιάζει αρκετά στέρεη. Οι λόγοι αυτής της σταθερότητας εντοπίζονται τόσο σε δομικά χαρακτηριστικά του σημερινού πολιτικού τοπίου, όσο και σε ζητήματα πολιτικής διαχείρισης.
Από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 έχει ουσιαστικά διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό τοπίο στη χώρα. Τον εκλογικό σεισμό του Μαΐου 2012, με την καταβαράθρωση των παλαιών κομμάτων, την ενίσχυση των πιο ριζοσπαστικών και τον πρωτόγνωρο πολυκερματισμό, ακολούθησε –μέσα σε 40 μέρες μάλιστα– η ανάδειξη ενός νέου, «ήπιου» δικομματισμού. Στην πάροδο αυτών των 10-12 χρόνων οι νέες κοινωνικές συμμαχίες και οι ανάλογες ψυχικές ταυτίσεις σε μεγάλο βαθμό παγιώθηκαν. Επειδή μάλιστα οι διεργασίες συντελέσθηκαν σε δραματικές συνθήκες, ήταν έντονες και προσέδωσαν στους δύο νέους πόλους ισχυρά συνεκτικά στοιχεία.
Αυτό επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να καταγράψει υψηλό ποσοστό στις εκλογές του 2019 και να διατηρεί ακόμη αυξημένη επιρροή στις ομάδες που ριζοσπαστικοποιήθηκαν την περίοδο εκείνη (ιδίως στις νεότερες ηλικίες), διαψεύδοντας όσους προσδοκούσαν την κατάρρευσή του. Αλλά και στη Ν.Δ., αντίστοιχα, να συσπειρώνει ακόμη γύρω της τους πολίτες που την ταραγμένη περίοδο 2010-15 εκφράστηκαν από το λεγόμενο «ευρωπαϊκό τόξο», τους οπαδούς της λεγόμενης «κανονικότητας», καθώς και εκείνους που παλαιότερα θα αποκαλούσαμε απλώς «νοικοκυραίους». Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανθεκτικότητα των κεντροδεξιών κομμάτων στις μεγαλύτερες ηλικίες, δημιουργούν για τη Ν.Δ. μια στέρεη εκλογική βάση.
Πέραν των όποιων δομικών στοιχείων, καθοριστικά αναδεικνύονται και κάποια δεδομένα που αφορούν την πολιτική διαχείριση:
Από τη δεκαετία του ’90, όταν οι δημοσκοπήσεις έγιναν αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών αναλύσεων, κανένα κόμμα δεν έχει εμφανίσει ανθεκτικότητα ανάλογη αυτής της Ν.Δ.
• Πρώτον, ο χειρισμός αλλεπάλληλων κρίσεων. Το γεγονός ότι οι κρίσεις θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό εξωγενείς, δημιουργούν και μια αντίστοιχη ανοχή προς την κυβέρνηση. Η δε επιτυχημένη διαχείριση δύο μεγάλων κρίσεων τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης (Εβρος, πρώτη φάση πανδημίας) της προσέδωσε πολιτικό κεφάλαιο, που στην πορεία λειτούργησε ως «μαξιλαράκι».
• Δεύτερον, η διάψευση ανησυχιών. Αρκετές κοινωνικές ομάδες (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι ή οι δικαιούχοι επιδομάτων) ανησυχούσαν για την πολιτική που θα ακολουθούσε η Ν.Δ. ως κυβέρνηση. Οι φόβοι τους, όχι μόνον δεν επιβεβαιώθηκαν, αλλά αντιθέτως –είτε λόγω μείωσης φόρων – εισφορών είτε λόγω έκτακτων επιδομάτων, με αφορμή την πανδημία και την ενεργειακή κρίση– είχαν επιπλέον εισοδήματα. Αυτό ερμηνεύει και το ότι η Ν.Δ. έχει ακόμη εισροές ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ.
• Τρίτον, τομείς υψηλής κυβερνητικής αποδοχής. Υπάρχουν τομείς όπου η αίσθηση ότι έχει όντως υπάρξει σημαντική πρόοδος είναι ευρεία. Εξωτερική πολιτική και εξοπλιστικά. Ψηφιοποίηση του κράτους. Επενδύσεις. Δημόσια έργα. Τουρισμός. Μείωση ανεργίας και επίλυση του προβλήματος των εκκρεμών συντάξεων (ζήτημα που ακουμπάει 500.000 οικογένειες). Η διαπίστωση αυτή στηρίζει το συνολικό αφήγημα της κυβέρνησης και δίνει πάτημα σε επιμέρους κοινά –παρά την όποια δυσαρέσκεια– να συσπειρώνονται γύρω της.
• Τέταρτον, η τακτική της αντιπολίτευσης. Παρά το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρείται πλέον ριζοσπαστικό κόμμα, εξακολουθεί να απευθύνεται, κατά κύριο λόγο, σε ένα ολοένα και πιο φανατισμένο εκλογικό ακροατήριο. Αυτό όμως τον δυσκολεύει να συνομιλήσει με το κοινό που κρίνει τις εκλογές, ειδικά το πιο μετριοπαθές, που δεν συμμερίζεται αφοριστικές προσεγγίσεις.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ερμηνεύουν τη δημοσκοπική σταθερότητα των τελευταίων ετών. Δεν προεξοφλούν, ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση έχει σημάδια φθοράς και κάθε λάθος είναι πλέον πολλαπλώς επικίνδυνο για εκείνην. Η πληθωριστική κρίση πλήττει την καθημερινότητα των νοικοκυριών και υπονομεύει το κυβερνητικό αφήγημα. Ενώ ένα απρόοπτο γεγονός, μπορεί πάντα να επηρεάσει τα δεδομένα.
Η Ν.Δ. πάντως μοιάζει σήμερα να συνομιλεί καλύτερα με τους πολίτες που έχουν ξεκάθαρη θέση για τον προσανατολισμό της χώρας, αναγνωρίζουν ότι γίνονται βήματα και αισθάνονται εντός των τειχών του «κάστρου» που λέγεται Ελλάδα. Το αν αυτοί επαρκούν και το πώς θα συμπεριφερθούν τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα κοινά, μένει να φανεί.
* Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.
Πρώτη δημοσίευση στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ