Διαβάζω διάφορα περι Βασιλείας, αλλά λείπει το στοιχειώδες. Πόσες μοναρχίες υπήρχαν πριν τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πόσες έμειναν έπειτα;
Του Αντώνη Λιάκου
Η μεγάλη βασιλοκτονία έγινε σε εκείνον τον πόλεμο, κι όσες γλύτωσαν καταργήθηκαν μετα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τις φυτεμένες μοναρχίες στα νεοπαγή κράτη του 19ου αιώνα δεν έμεινε καμιά. Η τελευταία που καταργήθηκε ήταν η ελληνική, ουσιαστικά από το Δεκ. 1967 και τυπικά και επίσημα από το 1974. Χρησιμοποιήθηκε στον 19ο αι για την αναγνώριση της χώρας σε ένα περιβάλλον μοναρχιών και μεταπολεμικά ως εργαλείο στον Ψυχρό πόλεμο. Δεν είχε ερείσματα όπως οι λίγες βασιλείες που έχουν μείνει ακόμη αποδυναμωμένες στην Ευρώπη. Ακόμη και ο ρόλος που μπορούσε να παίζει οφειλόταν στις πολιτικές ισορροπίες, όχι στα ερείσματά της. Με αυτή την έννοια, αν και η γενιά μου αγανάκτησε με τους βασιλιάδες, δεν βλέπω λόγο να ξετυλίγουμε τις σημαίες του αντιμοναρχικού αγώνα σήμερα. Ο Καραμανλής είχε καταλάβει ότι είχε λήξει ο ρόλος της βασιλείας ως εγγυήτριας του κοινωνικού καθεστώτος και της ένταξης στη Δύση. Τύλιξε την οικογένεια σε μια κόλα χαρτί, και τους βασιλικούς τους φόρτωσε και στην δική του καρότσα των εκλογών. Χωρίς ερείσματα οι βασιλιάδες δεν είχαν και σοβαρό επιτελείο να τους συμβουλεύει. Το μέγιστο που μπορούσαν να αποκομίσουν ήταν τα φορτηγά με την περιουσία τους, και τότε ας όψονται οι ελληνικές κυβερνήσεις, και συγκεκριμένοι υπουργοί. Τώρα γύρω από το Τατόι και τα διάφορα ψώνια χτίζεται περισσότερο ένα life style ελιτίστικων προδιαγραφών που αρέσει στο περιβάλλον της κυβέρνησης αυτής. Στα σοβαρά σημειολογικά δεν το διακινδυνεύει όμως.
Πάντως ένα από τα πιο ωραία κείμενα για την ιστορία της ελληνικής μοναρχίας είναι του ποιητή Νικόλα Κάλα. Καλό θα ήταν να ανεβεί στο διαδίκτυο.
Με αφορμή την παραπάνω ανάρτηση και την προτροπή του ιστορικού Αντώνη Λιάκου, αναζητήσαμε το σχετικό κείμενο του ποιητή Νικόλα Κάλα και το ανεβάζουμε στο διαδίκτυο:
Η ΟΣΦΥΣ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ Η ΜΟΝΑΡΧΙΚΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ
Πρώτοι μας δυνάστες οι Βιτελοβλάχοι
Κόθωνας με Αμυαλία. Μετά
ξέρασεν ο Βόλγας την Αφροδίτην Βρωμάροβνα
που τόκισε τους Γλυκοβούργους με χυλόπιτες
και τους Ρωμιούς με αναθέματα.
Του πετεινού ο γιος αντίς από την Πόλη
πήρε την Ασοφία.
Ένας του γιος ασπάστηκε τη Μαϊμού
Κι ο άλλος εγκαινίασε μεταξωτό πολιτισμό.
Η Χέσσα μηχανεύτηκε ανάπαυλα πράματα
κι ο Κοπρώνυμος Β’ Άνω Μωρία.
Πάνε τώρα οι Γλυκοβούργοι
αλλού να φάνε την κοπενχάη τους
στο Τυχεράν της Ιρανίας ίσως .
Εδώ ποταποί παττακοί ηρακλείδες
του στόματος ψιττακίζουν
έρχεται, ερχέζεται ο Βάσος Υλικός.
Ελλάς εργατών κι αγροτών, Ελλάς ποιητών
φοβού τους Δαναούς. Προσοχή
Ήτταν ή Επί Τάνκς.
Βακιλοκτόνος
Ο Nicolas Calas είναι ένα από τα ψευδώνυμα που κατά καιρούς χρησιμοποιούσε ο Νικόλαος Καλαμάρης (Λοζάνη 1907-Νέα Υόρκη 1988), ποιητής, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός τέχνης – ένα από τα πιο εξέχοντα πνεύματα της χώρας μας. Τριάντα ετών, και μετά τις νομικές σπουδές του στην Αθήνα, μετώκησε στο Παρίσι, όπου γρήγορα συνδέθηκε και συνοδοιπόρησε με τους σουρεαλιστές ποιητές. Το 1940 πέρασε τον Ατλαντικό, και πέντε χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, εργαζόμενος ως καθηγητής Καλών Τεχνών σε Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Από εκεί θα επισκεφθεί σποραδικά και μάλλον σπάνια την Ελλάδα, για διαλέξεις και συνεργασίες με περιοδικά τέχνης. Τα Ποιήματα (1933) και τα τέσσερα Ποιητικά Τετράδιά του (1933-36) είναι τα πρώτα του βιβλία και εντάσσονται στην αιχμή της τότε ευρωπαΪκής πρωτοπορίας, με ελεύθερο, “επαναστατικό” και ρηξικέλευθο στίχο. Τα μείζονα θεωρητικά του έργα γράφτηκαν στα γαλλικά και τα αγγλικά αντίστοιχα: Οι ανά χείρας Foyers d’ incendie και το Confound the Wise! Έκτοτε, δημοσιεύεται πλήθος μελετημάτων και κριτικών του σε έντυπα μοντέρνας τέχνης, ενώ το 1977 εκδόθηκε στη χώρα μας η Οδός Νικήτα Ράντου, τα ποιήματα που έγραψε στα ελληνικά μ’ αυτό το ψευδώνυμο. Ορισμένα άλλα έργα του: Primitive Heritage (1953), Icons and Image of the Sixties (1971) και Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής (1982).