Στον φιλομοναρχικό οίστρο των ημερών διαφόρων τηλεοπτικών ψευτο-σελέμπριτις ένα ωραίο παραμύθι που λέγεται και ξαναλέγεται είναι ότι ο Κωνσταντίνος “βασίλευσε” πρακτικά μόλις για τρία – τρισήμισι χρόνια και αν έκανε και μερικά “λάθη” αυτά οφείλονται είτε στη μαμά του είτε στην απειρία του λόγω ηλικίας. Οπου “λάθη” εννοούν την Αποστασία του ’65.
Να υπενθυμίσουμε λοιπόν ότι η Μοναρχία δεν ήταν ο Κοκός, η μαμά του, ο μπαμπάς του και οι φίλοι τους. Η Μοναρχία αποτέλεσε βασικό πόλο εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, σε μια δομή που οριζόταν από το τρίγωνο “Μοναρχία – Στρατός – Κυβέρνηση”.
Ως πόλος εξουσίας η Μοναρχία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την οικογένεια των Γλύξμπουργκ. Ηταν πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο εξουσίας. Είχε δομή “επιτελικού κράτους”, με επικεφαλής, με οργανόγραμμα, με πολιτικούς υπαλλήλους, με προϋπολογισμό, με κεντρικό πυρήνα, με ιδεολογία και στελέχη. Προσωπικότητες όπως ο Πιπινέλης και ο Ροδόπουλος, άνθρωποι με γνώσεις και βασικά στελέχη του μετεμφυλιακού πολιτικού προσωπικού, αποτελούσαν το πολίτ μπιρό της Μοναρχίας, “καθοδηγούσαν” την εκτελεστική εξουσία και έλεγχαν την ανθρωπογεωγραφία όλων των κρατικών μηχανισμών (Δικαιοσύνη, Διοίκηση, ένοπλες Δυνάμεις, αστικά κόμματα, κλπ). Είχαν φιλικό Τύπο και έντυπα (η Καθημερινή της Ελένης Βλάχου ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα), που αναλάμβαναν χρέη διαμεσολάβησης και επικοινωνίας.
Η Μοναρχία χρησιμοποιούσε υπερκείμενα πολιτικά θεσμικά όργανα, όπως το Συμβούλιο του Στέμματος. Τη σύνθεση του Συμβουλίου όριζε αυθαίρετα ο Μονάρχης. Ο Ηλίας Ηλιού έγραψε το 1966 ότι “το Συμβούλιον του Στέμματος είναι θεσμός γενικώς άγνωστος εις τα πολιτεύματα της βασιλευομένης δημοκρατίας, είναι θεσμός Ανακτοβούλιου αρμόζων εις απολύτους Μοναρχίας”.
Επομένως, και το πραξικόπημα της Αποστασίας το 1965 σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, δεν ξεκίνησε ούτε από μία κίνηση της μαμάς του ούτε ήταν μία εκδήλωση απειρίας. Ηταν η επιχείρηση από πλευράς θεσμού Μοναρχίας να μην οριστεί Υπουργός Αμυνας πρόσωπο “μη-αρεστό” σε αυτήν, επομένως να στεγανοποιηθεί ο Στρατός από πολιτικές αλλαγών και εκδημοκρατισμού στον πυρήνα του μετεμφυλιακού ακροδεξιού κράτους. Σε τελική ανάλυση, στόχος ήταν να αποδομηθεί ο αέρας πολιτικής αλλαγής των εκλογών του ’64.
Δεν ήταν μία προσωπική σύγκρουση Κωνσταντίνου – Γ. Παπανδρέου. Ηταν η συντεταγμένη προσπάθεια της μετεμφυλιακής δομής της εξουσίας να περιορίσει και να ελέγξει τις εξελίξεις.
Γι’ αυτό και το επιχείρημα που περιέφερε ο Κ. Μητσοτάκης μετά το ’65 για να δικαιολογήσει το πραξικόπημά του ήταν εν ολίγοις ότι “εμείς θέλαμε τον Γεώργιο Παπανδρέου Πρωθυπουργό, αυτός παραιτήθηκε για ένα πείσμα, ότι δεν όριζε αυτός τον Υπουργό Αμυνας”. Ηθελαν μία Κυβέρνηση ελεγχόμενη, χωρίς βαθιές αλλαγές στους “αρμούς της εξουσίας”. Και το κατάφεραν φτάνοντας στα άκρα…
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook