Ο Γιάννης Λούλης σε άρθρο του που δημοσιεύεται, το Σάββατο (14/01), στην «Εφημερίδα των Συντακτών» αναφέρεται στη γρήγορα φθορά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και στον ρόλο των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων στον δρόμο προς τις εκλογές.
Συγκεκριμένα, ο ίδιος – μεταξύ άλλων – υποστηρίζει: «Η πραγματικότητα είναι, πέρα από το ρόλο πολλών δημοσκοπήσεων, πως υπάρχει ένα άκρως ανησυχητικό νέο φαινόμενο στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Κάθε πολίτης με φιλελεύθερες αντιλήψεις, όποιο κόμμα και να στηρίζει, αντιλαμβάνεται πως, περισσότερο παρά ποτέ, συγκροτήματα ΜΜΕ, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τείνουν να λειτουργούν ως φιλοκυβερνητικά φερέφωνα. Αυτή, είναι μια ωμή αλήθεια. Και στο παρελθόν, βεβαίως, υπήρχαν παρόμοια φαινόμενα. Όχι όμως στην έκταση που τώρα βιώνουμε».
Ακόμα, ο Γιάννης Λούλης προσθέτει πως, παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, «όποια και να ’ναι η “πρωθυπουργική καταλληλότητα” του Μητσοτάκη, η ΝΔ χάνει πλέον έδαφος. Η “ασπίδα Μητσοτάκη”, λοιπόν, μπορεί να είναι τυπικά γυαλιστερή. Όμως έχει πάψει να αντέχει στην πίεση που υφίσταται μια εύθραυστη, πλέον, κυβερνητική εικόνα!». Έτσι, λοιπόν, ο ίδιος συμπεραίνει πως «μένει λοιπόν να δούμε πού θα οδηγήσει το σταυροδρόμι αυτό. Το πιο πιθανό όμως είναι, πως ο πιο μεγάλος τραυματίας, θα είναι η κυβέρνηση. Όχι άδικα».
Ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Λούλη:
«Να λοιπόν που το εγχώριο πολιτικό τοπίο, το οποίο αρχικά έμοιαζε να κυριαρχείται πλήρως από το κυβερνών κόμμα, εισήλθε σε ένα νέο κρίσιμο σταυροδρόμι. Με αμφιλεγόμενη, πλέον, την κυριαρχία αυτή. Έτσι, οι εκλογές που θα έρθουν, αρχίζουν να μην προεξοφλούν κυβερνητικό περίπατο. Στην πραγματικότητα, διαφαίνεται πως το πολιτικό κλίμα γίνεται όλο και πιο βαρύ για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Λεπτομέρεια ίσως, αλλά όχι ασήμαντη, είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα άλλαξαν ακόμη και τον τόπο διακοπών του πρωθυπουργού, ο οποίος αναζήτησε άλλο χώρο περισυλλογής από εκείνο που είχε σχεδιάσει αρχικά. Αντιλαμβανόμενος πλέον πως η κυβερνητική παράταξη διανύει την πιο πιεστική και δύσκολη φάση της διαδρομής της. Τούτο μάλιστα ήρθε ακόμη πιο έντονα στην επιφάνεια, μέσα από την πιο αξιόπιστη (διαχρονικά) δημοσκόπηση, της χώρας, την MRB. Που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά. Με δεδομένο άλλωστε, ότι μια πληθώρα δημοσκοπήσεων (για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση) είναι αναξιόπιστες.
Η πραγματικότητα είναι, πέρα από το ρόλο πολλών δημοσκοπήσεων, πως υπάρχει ένα άκρως ανησυχητικό νέο φαινόμενο στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Κάθε πολίτης με φιλελεύθερες αντιλήψεις, όποιο κόμμα και να στηρίζει, αντιλαμβάνεται πως, περισσότερο παρά ποτέ, συγκροτήματα ΜΜΕ, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τείνουν να λειτουργούν ως φιλοκυβερνητικά φερέφωνα. Αυτή, είναι μια ωμή αλήθεια. Και στο παρελθόν, βεβαίως, υπήρχαν παρόμοια φαινόμενα. Όχι όμως στην έκταση που τώρα βιώνουμε.
Αλλά ας προσεγγίσουμε τις εξελίξεις μέσα από το ξετύλιγμά τους. Έτσι άλλωστε θα φτάσουμε στο νέο σταυροδρόμι του πολιτικού σκηνικού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το 2019, επικράτησε με μεγάλη διαφορά της τάξης του 8,3%. Κυρίως το πέτυχε χάρη σε αρνητική ψήφο, αλλά και κόπωση από την αναπόφευκτα τραυματική φάση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο νέος πρωθυπουργός εμφανίσθηκε συγκροτημένος και μεθοδικός. Είχε, παράλληλα, πολύ καλή διεθνή παρουσία. Το διαβόητο «επιτελικό κράτος» του Μαξίμου, έμοιαζε ως μια ομάδα ικανών τεχνοκρατών που θα συντόνιζαν την κυβέρνηση. Η αρνητική ψήφος λοιπόν έγινε θετική προδιάθεση για την κυβέρνηση. Για κάποιο διάστημα.
Όμως, το γυαλιστερό φαίνεσθαι, άρχισε να θολώνει. Αργά, αλλά όλο και πιο έντονα. Ειδικά, μια αίσθηση αλαζονείας σκαρφάλωσε στην επιφάνεια. Το πάλαι ποτέ «σεμνά και ταπεινά» άλλων ηγεσιών, εξοβελίστηκε. Η όποια αλαζονεία έγινε γρήγορα ο αντίποδας του μέτρου και της σύνεσης. Γιατί ο Μητσοτάκης, λ.χ., ανέλαβε την ηγεσία της ΕΥΠ; Ακατανόητο. Γιατί αφέθηκε παντελώς ανεξέλεγκτος ο ικανός αλλά αλαζονικός και αυτοκαταστροφικός Δημητριάδης, συγγενής μάλιστα του πρωθυπουργού; Σε λίγο λοιπόν θα έσκαγε ο χείμαρρος των παρακολουθήσεων που χρεώθηκε εξ ολοκλήρου και βολικά στον Δημητριάδη. Αυτός αποπέμφθηκε. Τι ακριβώς γνώριζε ή δεν γνώριζε ο πρωθυπουργός, είναι αδύνατο να πιστοποιηθεί. Όμως, όφειλε να γνωρίζει! Ενώ η ζημιά στην κυβέρνηση ήταν σοβαρή, καθώς ο μύθος του «επιτελικού κράτους» εξαϋλώθηκε. Ακολούθησαν οι πρόσθετες αποκαλύψεις από το Documento για υποκλοπές κυριολεκτικά εκτός ελέγχου. Αυτές δεν έχουν αμφισβητηθεί. Μετά ήρθε το προκλητικό σκάνδαλο Πάτση, με ουρά τον Χειμάρρα. Ειδικά για τον Πάτση, το 65,5% πιστεύει (με μόνο το 13,8% να διαφωνεί) πως η σκοτεινή διαδρομή του ήταν σε γνώση της κυβέρνησης (MRB).
Ας σταθούμε όμως για λίγο στην MRB, ως εταιρεία δημοσκοπήσεων. Η MRB, επί χρόνια, κατακυρώθηκε με το κύρος της, ως η πιο αξιόλογη στον τομέα της. Από το 1980, στις αναλύσεις μου εμπιστευόμουν και αξιοποιούσα τις έρευνές της. Στο τέλος της χρονιάς εκείνης, με βάση τα στοιχεία της, θα έγραφα ένα άρθρο στη Wall Street Journal, προκαλώντας διάφορες αντιδράσεις στην Ελλάδα, εκτιμώντας ότι το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα πετύχαινε μια σαρωτική νίκη. Έκτοτε, σε όλα τα βιβλία μου, που αφορούσαν την Ελλάδα και το πολιτικό της τοπίο, για δεκαετίες αξιοποιούσα τα στοιχεία της εταιρείας. Ειδικά στον τόμο μου “Στις ρίζες του κακού: Πώς και γιατί εκτροχιάστηκε η μεταπολίτευση”, από τις εκδόσεις Καστανιώτη (2017), οι αναφορές στις ανεκτίμητες δημοσκοπικές έρευνες της MRB είναι πολλές.
Ας γυρίσουμε όμως στο τώρα. Τι δείχνει η MRB; Και μάλιστα με δεδομένο το επιβαρυνόμενο διαρκώς κλίμα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη; Ειδικά, οι δυο φορές το χρόνο επονομαζόμενες «τάσεις» της MRB (που ψάχνουν ακόμη πιο βαθιά το τοπίο) κατέγραψαν τα εξής: Ενώ η διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονταν το καλοκαίρι στο 7,2%, τον Δεκέμβριο αυτή συρρικνώθηκε, για πρώτη φορά, στο 5,4%! Άρα χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη δυναμική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε αισθητή αποδυνάμωση της ΝΔ. Έτσι φθάνουμε τώρα σε ταρακούνημα του πολιτικού σκηνικού. Κυρίως με την ΝΔ του Μητσοτάκη, να χάνει έδαφος. Η δυναμική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μεγάλη. Όμως η αποδυνάμωση της ΝΔ είναι φανερή και διόλου αμελητέα!
Ποιοι είναι όμως οι κώδωνες κινδύνου που ηχούν για τη ΝΔ; Ο πιο ηχηρός είναι ότι έχει υποχωρήσει αισθητά η προτίμηση για αυτοδυναμία “πάσει θυσία”. Αυτοί που ζητούν επαναληπτικές εκλογές αν δεν προκύψει αυτοδυναμία έχουν πέσει στο 41,8% (από 44,5%) και εκείνοι που θέλουν κυβερνήσεις συνεργασίας βρίσκονται στο 50,9% (από 49,6%)! Παράλληλα ανησυχητικό, ειδικά για τη ΝΔ, είναι ότι ο Ανδρουλάκης διατηρεί ένα αξιοπρεπές 11,3%, που ίσως και να αυξηθεί. Γενικά πάντως ο “παράγων Ανδρουλάκης”, που με την παρακολούθηση του κινητού η ηγετική ομάδα του Μαξίμου διέπραξε ένα τραγικό λάθος (εκτός από ένα απαράδεκτο ατόπημα), πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες μη αυτοδυναμίας της ΝΔ. Πέρα από αυτό όμως υπάρχει, αν κάποιος πάει βαθύτερα στα δημοσκοπικά στοιχεία, κάτι πιο βουβό, αλλά ιδιαίτερα ανησυχητικό για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Τούτο αφορά τις προοπτικές να μην καταστεί εκ νέου κυρίαρχος του τοπίου.
Είναι γνωστό πως ένα ισχυρό χαρτί του Μητσοτάκη, είναι η “πρωθυπουργική εικόνα”. Αυτή έμοιαζε να σημαίνει πολλά σε βαρύτητα και αποτελούσε ασπίδα για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Στο δείκτη αυτό λοιπόν συνεχίζει πάντα να κυριαρχεί έχοντας χάσει μόνο 1% τους τελευταίους μήνες. Τον Δεκέμβριο συγκέντρωνε λοιπόν 39,3%, έναντι του Τσίπρα που ακολουθούσε με (ένα πάντως όχι αμελητέο) 31,3%, ως «καταλληλότερος πρωθυπουργός». Όμως, επί της ουσίας, κάτι έχει αλλάξει εδώ! Η πρωθυπουργική “καταλληλότητα”, ως αίσθηση, φαίνεται πλέον να μη λειτουργεί ως ασπίδα της ΝΔ ως κυβέρνησης. Με δυο λόγια, ενώ τον Ιούνιο στις έρευνες της MRB η ΝΔ προηγείτο με 7,2%, τώρα η διαφορά οδηγήθηκε στο 5,4% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Συμπέρασμα: Όποια και να ’ναι η “πρωθυπουργική καταλληλότητα” του Μητσοτάκη, η ΝΔ χάνει πλέον έδαφος. Η “ασπίδα Μητσοτάκη”, λοιπόν, μπορεί να είναι τυπικά γυαλιστερή. Όμως έχει πάψει να αντέχει στην πίεση που υφίσταται μια εύθραυστη, πλέον, κυβερνητική εικόνα! Άρα είναι φανερό πως ο “πρωθυπουργικός αέρας” του Μητσοτάκη, αρχίζει να έχει μικρότερη δυναμική στο πολιτικό σκηνικό. Διότι, άλλα ζητήματα, προέχουν!
Αυτό, είναι άκρως ανησυχητικό για την κυβέρνηση, όσο κι αν ελέγχει πολλά ΜΜΕ. Οι πληγές που ανοίγουν, αρχίζουν να έχουν βάθος για την πλειοψηφία των πολιτών. Επίσης έχουν ταυτόχρονα και πλάτος. Η καθημερινότητα, επιβαρύνει τις πιο ευάλωτες κοινωνικο-οικονομικά ομάδες. Η ακρίβεια-πληθωρισμός βρίσκεται στο 58,1%. Η υγεία-περίθαλψη, είναι το επόμενο πρόβλημα, με 41,9%, και ακολουθεί η αγωνία για την ανεργία που βρίσκεται στο 34,9%. Δεν είναι όμως μόνο η κρίσιμη καθημερινότητα που αφυδατώνει την «πρωθυπουργικότητα» Μητσοτάκη. Ακόμα και τα θεωρούμενα όχι τόσο ζωτικά καθημερινά ζητήματα, όπως οι υποκλοπές, φθείρουν και αυτά την κυβέρνηση, με το 48,2% να τις θεωρεί ένα “πολύ σοβαρό” ζήτημα και το 29,3% ως κάτι “αρκετά σοβαρό”. Επίσης, στο ερώτημα “πώς παν τα πράγματα”, το 61,2% δηλώνει “πολύ ή αρκετά άσχημα”, με μόνο το 11% να δηλώνει “πολύ ή αρκετά καλά”. Να το πούμε απλά! Η κυβέρνηση Μητσοτάκη περνάει τη χειρότερη φάση της.
Και η αξιωματική αντιπολίτευση; Τα προβλήματα εδώ είναι χρόνια, καθώς δεν ανανεώθηκε ριζικά. Στη φάση αυτή πάντως ο Αλέξης Τσίπρας, είναι πιο χαλαρός, εκπέμπει μια νέα άνεση, και επιχειρεί να αναδείξει τμήμα της φωτεινότητας που διέθετε και όχι το θυμό του. Παράλληλα η επιλογή της Πόπης Τσαπανίδου ως εκπροσώπου τύπου, είναι η πιο εύστοχη κίνησή του εδώ και καιρό. Όμως αυτό δεν αρκεί. Ο Αλέξης Τσίπρας, παρέλυσε πνιγμένος στον κομματικό του μικρόκοσμο. Όπως έχουμε επισημάνει από το βήμα αυτό, όφειλε να επιλέξει και να αναδείξει 4-5 στελέχη έξω από το μικρόκοσμο, ως τα “βαριά χαρτιά του”, που υπερβαίνουν τα κομματικά στεγανά, όσο κι αν ενοχλείται ο μικρόκοσμος. Η αξιωματική αντιπολίτευση λοιπόν ‒πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί‒ χρειάζεται ως οξυγόνο ένα δυνατό ταρακούνημα. Το οποίο απουσιάζει.
Εν κατακλείδι: Το ότι το εγχώριο πολιτικό σκηνικό ήταν μίζερο, ήταν γνωστό σε πολλούς από εμάς. Παράλληλα ένα νέο σταυροδρόμι, που προέκυψε, εμπεριείχε ένα νέο δεδομένο: τη γοργή φθορά της κυβέρνησης. Από εκεί και πέρα, παρόμοια σκηνικά και ανησυχητικά είναι για τον τόπο και απρόβλεπτα. Μένει λοιπόν να δούμε πού θα οδηγήσει το σταυροδρόμι αυτό. Το πιο πιθανό όμως είναι, πως ο πιο μεγάλος τραυματίας, θα είναι η κυβέρνηση. Όχι άδικα».
Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Καίμπριτζ, είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων, με πιο πρόσφατο το «Η τοξική εποχή μας» (Καστανιώτης, 2022).