Είναι γνωστό πως κατά τη διάρκεια του χειμώνα αρρωσταίνουμε πιο συχνά, γεγονός που οι επιστήμονες αποδίδουν στο κρύο που επικρατεί κατά τους χειμερινούς μήνες.
Όπως είναι γνωστό, οι χαμηλές θερμοκρασίες συγκεντρώνουν τον κόσμο στους εσωτερικούς χώρους, γεγονός που συμβάλει στη μεγαλύτερη διασπορά των λοιμώξεων -και ιδίως εκείνων του αναπνευστικού συστήματος.
Παράλληλα, ωστόσο, υπάρχει και η θεωρία ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες μπορούν να αποδυναμώσουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα, όμως ο λόγος που κάτι τέτοιο συμβαίνει μέχρι τώρα δεν έχει απαντηθεί με βεβαιότητα από την επιστημονική κοινότητα.
Εντούτοις, πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «The Journal of Allergy and Clinical Immunology», υποστηρίζει πως η διεργασία αυτή σχετίζεται άμεσα με τη μύτη μας, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανοσολογική απόκριση του ανθρώπινου οργανισμού.
Ειδικότερα, η μύτη αποτελεί μια από τις βασικότερες «πύλες εισόδου» των παθογόνων μικροοργανισμών και των ιών στο σώμα μας και επομένως διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς άμυνας.
Πιο συγκεκριμένα, η μύτη μας απελευθερώνει μια ομάδα κυττάρων, η οποία λειτουργεί ως ομάδα δράσης «πρώτης γραμμής» και εξολοθρεύει τα βακτήρια που καταφέρνουν να εισχωρήσουν στη μύτη με την εισπνοή. Αφού εξολοθρεύσουν τους ανεπιθύμητους εισβολείς, τα κύτταρα αυτά αποβάλλονται από τη μύτη με τη μορφή της ρινικής βλέννας.
Όπως, όμως, διαπίστωσε η μελέτη, τα κύτταρα-εξολοθρευτές μειώνονται κατά 50% περίπου, για κάθε 5 βαθμούς Κελσίου που πέφτει η θερμοκρασία, κάτι που σημαίνει ότι η δυνατότητα του οργανισμού μας εν γένει να «καταπολεμά» τις διάφορες εποχιακές ασθένειες.
«Δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα κάποιος πειστικός λόγος σχετικά με τους λόγους που παθαίνουμε περισσότερες ιώσεις τους κρύους μήνες. Αυτή είναι η πρώτη ποσοτικοποιημένη και βιολογικά εύλογη εξήγηση που έχει προσφερθεί», ανέφερε σχετικά ο Μπέντζαμιν Μπλέιερ, εκ των ερευνητών.
Μάλιστα, οι συγγραφείς της έρευνας πιστεύουν ότι τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν στην καλύτερη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού, εάν φυσικά πρώτα επιβεβαιωθούν μέσω κλινικών δοκιμών.