Η κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου λέει πολλά για τη διαχείριση του παρελθόντος και την εικόνα που θέλουμε να έχουμε για εμάς, όπως αναφέρει σε σχόλιό του στη Deutsche Welle o Πασχάλης Πασχαλίδης, Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λυών 3 «Jean Moulin».
Ακολουθεί ολόκληρο το σχόλιο:
Ένας φωτορεπόρτερ απαθανάτισε με σκωπτική διάθεση τους βασιλείς Παύλο και Φρειδερίκη μαζί τα παιδιά τους μπροστά από κινηματογράφο με τρόπο ώστε η αφίσα της προβαλλόμενης ταινίας με τίτλο «Αιχμάλωτοι του Παρελθόντος» (Random Harvest) να φιγουράρει πάνω από σύσσωμη τη βασιλική οικογένεια. Μέσα από το θάνατo, την κηδεία του και τις ανάμικτες αντιδράσεις που αυτή προκαλεί, ο τελευταίος Βασιλεύς των Ελλήνων μας επιστρέφει την ειρωνεία. Μήπως τελικά είμαστε κι εμείς αιχμάλωτοι του παρελθόντος;
Η κηδεία καταδεικνύει τη δυσκολία διαχείρισης του παρελθόντος, όταν αυτό προσκρούει στην εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας. Όπως κάποιοι νιώθουν άβολα με το οθωμανικό παρελθόν της χώρας που τους θυμίζει ότι η Ελλάς δεν ήταν μόνο των Ελλήνων Χριστιανών, άλλοι νιώθουν άβολα με την κηδεία που τους θυμίζει ότι, σε αντίθεση με ό,τι θέλουν να πιστεύουν για τον ελληνικό λαό, αυτός δεν έχει υπάρξει πάντα ακραιφνώς δημοκρατικός. Εκεί διαρρηγνύεται ο εθνικός μύθος που μας θέλει εφευρέτες της δημοκρατίας και συνδέει απευθείας το σήμερα με την Αθήνα του Περικλή.
Σ’αυτό προστίθεται η ανιστόρητη θέληση ορισμένων κομματικών κύκλων να συντηρούν διχαστικές γραμμές του παρελθόντος για να συσπειρώνουν τις εκλογικές τους βάσεις. Το τέχνασμα είναι παλιό, δοκιμασμένο και έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Παρόλη τη συντριβή της βασιλευομένης στο Δημοψήφισμα του 1924, ο Βενιζέλος, έχοντας διαπιστώσει τη διαρροή ψήφων προς τα αριστερά, συντηρούσε το Καθεστωτικό ως μέσο συσπείρωσης της βενιζελικής παράταξης. Υπονόμευσε έτσι από μόνος του τα θεμέλια της Αβασίλευτης με τη γνωστή κατάληξη. Τα επάλληλα πραξικοπήματα των Βενιζελικών προφασιζόμενα το Καθεστωτικό ως υπαρκτό πρόβλημα οδήγησαν στην Παλινόρθωση.
Αν η Δυναστεία δεν κατόρθωσε να διατηρήσει το θρόνο της δεν οφείλεται τόσο στα δημοκρατικά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού. Σίγουρα οι παραβιάσεις του συνταγματικού της ρόλου, ιδίως αυτές που σημάδεψαν τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, συνέβαλαν αποφασιστικά να θεωρηθεί μέρος του προβλήματος της χώρας παρά της λύσης. Ώστοσο, το γεγονός είναι ότι όταν η Μεγάλη Ιδέα ενταφιάστηκε οριστικά το 1922, η Δυναστεία δε βρέθηκε μόνο χρεωμένη με την ευθύνη της Καταστροφής αλλά και αποκομμένη από το εθνικό αφήγημα. Αν η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πλέον ο μυθικός τόπος της εθνικής φαντασίωσης, τί σκοπό εξυπηρετούσε ένας βασιλεύς με το όνομα Κωνσταντίνος; Η προσπάθεια να επανασυνδεθεί η Δυναστεία με την Ελλάδα ως το ιδεολογικό αντίβαρο του κομμουνισμού δεν ήταν μακροπρόθεσμη επιλογή. Δε θα μπορούσε να επιζήσει όταν η διχαστική γραμμή καπιταλισμού και κομμουνισμού θα εξέλειπε. Στο ενδιάμεσο, η Δυναστεία υπονόμευσε το μόνο λόγο ύπαρξής που της είχε απομείνει, αυτό του ρυθμιστή του Πολιτεύματος.
Ως βασιλεύς, ο Κωνσταντίνος παρέβη ανεπανόρθωτα τη βασική αρχή της συνταγματικής μοναρχίας, όπως την εξέφρασε ο μελετητής του βρετανικού Συντάγματος Walter Bagehot. Το Σύνταγμα συνιστά τον αγαστό συνδυασμό δυο στοιχείων, του αποτελεσματικού (efficient) με το αξιοπρεπές (dignified). Το μεν εδράζεται στην Κυβέρνηση η οποία υφίσταται την τρώση της καθημερινής πολιτικής αντιπαλότητας λειτουργώντας τον κρατικό μηχανισμό, το δε στη Δυναστεία η οποία παραμένει μακράν της πολιτικής αρένας για να εμπνέει σεβασμό στο Κράτος.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο βρετανός ιστορικός Llewellyn-Smith, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εκρηκτική κατάσταση που τον ξεπερνούσε: τους ιστορικούς πολιτικούς διχασμούς, τη βαθιά κομματική πόλωση και την έντονη πολιτικοποίηση της ηγεσίας του στρατεύματος. Ηταν πολύ νέος και στερούνταν ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο εξ ορισμού θα τον περιόριζε στη λειτουργία του αξιοπρεπούς στοιχείου του πολιτεύματος. Είναι γνωστό το απόφθεγμα του Γεωργίου Παπανδρέου, βγαλμένο από την εμπειρία του Εθνικού Διχασμού, κατά το οποίο μόνο η διαφωνία Βασιλέως και Κέντρου συνιστούσε εθνική τραγωδία. Η πολιτική παρέμβαση των Ανακτόρων όσο κυβερνούσε η Δεξιά θεωρούνταν απλά «ενδοοικογενειακή υπόθεση». Σε συνθήκες, όπου το πολιτικό σύστημα της χώρας αναγνώριζε τα Ανάκτορα ως πόλο εξουσίας, οι πιθανότητες ότι ένας εικοσιτετράχρονος θα μπορούσε να διαχειριστεί επιτυχώς τα δομικά προβλήματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, και μάλιστα χωρίς ικανούς συμβούλους, ήταν ελάχιστες.
Η Αβασίλευτη δεν αμφισβητείται σήμερα από κανένα, όπως δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον εκλιπόντα. Υπό αυτή την έννοια δεν έχει λόγο η προοδευτική παράταξη να φοβάται το παρελθόν και να προτιμά να το αποβάλει από τη μνήμη της. Η δημόσια κηδεία του τελευταίου διαδόχου του Γεωργίου Α’ με την επίσημη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας δεν θα ήταν επιβράβευση των πεπραγμένων του εκλιπόντος αλλά άφεση αμαρτιών μέσα από την κατάργηση των διχαστικών γραμμών του παρελθόντος. Για να σπάσουν τα δεσμά του παρελθόντος χρειάζεται άφεση κι όχι λήθη.
*Ο Πασχάλης Πασχαλίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λυών 3 «Jean Moulin» και Counsel με ειδίκευση στη διεθνή διαιτησία στη δικηγορική εταιρεία του Λουξεμβούργου Arendt & Medernach. Διετέλεσε εισηγητής (référendaire) στο γραφείο του Πρώτου Γενικού Εισαγγέλεα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Melchior Wathelet από το 2012 ως το 2018. Είναι απόφοιτος της Νομικής του ΑΠΘ και διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.