Ενας πλανήτης υπερχρεωμένος. Αυτή είναι η εικόνα που αναδύεται από την τελευταία έκθεση της S&P Global Ratings και των στοιχείων του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) καθώς φέρουν το παγκόσμιο χρέος να έχει φτάσει το 2022 στο ιλιγγιώδες ύψος των 300 τρισ. δολ. παραμένοντας σε επίπεδα υψηλότερα από τα προ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση των επιτοκίων σε ουσιαστικά παγκόσμιο επίπεδο αυξάνει το βάρος του χρέους και δυσχεραίνει την αποπληρωμή του και όλα δείχνουν πως δεν υπάρχει εύκολη διέξοδος από την παρούσα κατάσταση.
Οπως τονίζει η S&P Global, το ποσό των 300 τρισ. αντιστοιχεί στο 349% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ισοδυναμεί με κατά μέσον όρο 37.500 δολ. για κάθε άνθρωπο επί της γης όταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν είναι παρά 12.000 δολ. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους που συνέταξαν την εν λόγω έκθεση, το πρόβλημα είναι ότι η ζήτηση για χρέος θα εξακολουθήσει να αυξάνεται εξαιτίας ενός συνδυασμού ετερόκλητων παραγόντων όπως η ανάγκη για στήριξη των καταναλωτών έναντι του επιταχυνόμενου πληθωρισμού, η εξίσου επιτακτική ανάγκη για πολιτικές με στόχο την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και η ανάγκη για ανοικοδόμηση γερασμένων υποδομών. Και στο μεταξύ, είναι μειωμένα τα οφέλη που προσφέρει ο αυξανόμενος δανεισμός και η αύξηση του χρέους.
Το ποσό των 300 τρισ. δολ. είναι, σύμφωνα με το IIF, το άθροισμα των χρεών που έχουν συγκεντρώσει σε παγκόσμιο επίπεδο κυβερνήσεις, νοικοκυριά, χρηματοπιστωτικοί όμιλοι και εταιρείες εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι μεγαλύτερο κατά 26% σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και συγκεκριμένα με εκείνο του 2007 όταν το παγκόσμιο χρέος αντιπροσώπευε το 278% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τη μεγαλύτερη αύξηση σημειώνει το χρέος των κυβερνήσεων καθώς στο διάστημα από το 2007 έως το 2022 έχει εκτοξευθεί κατά 76% φτάνοντας στο 102%. Στο μεταξύ, στη διάρκεια του περασμένου έτους η Federal Reserve αύξησε τα επιτόκια του δολαρίου περίπου 4 εκατοστιαίες μονάδες και η ΕΚΤ κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες. Αυτή η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται αύξηση των εξόδων για την αποπληρωμή του χρέους και επιβάρυνση κυβερνήσεων και επιχειρήσεων που έχουν ήδη δει να υποβαθμίζεται η πιστοληπτική τους δυνατότητα. Με την υπόθεση πως το 35% του χρέους έχει κυμαινόμενο επιτόκιο και το 65% σταθερό, η S&P Global εφαρμόζει τα νέα αυτά επιτόκια και καταλήγει στο συμπέρασμα πως με την αύξηση των επιτοκίων θα αυξηθούν κατά 3 τρισ. δολ. ετησίως οι δαπάνες για την αποπληρωμή του χρέους.
Ενδέχεται να φτάσει στο 366% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030, από 349% που είναι σήμερα.
Η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται, άλλωστε, και μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Οι οικονομολόγοι της S&P Global υπογραμμίζουν πως η ανοδική πορεία που σημειώνει το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αντανακλά και τη μειωμένη παραγωγικότητά του, δηλαδή ότι έκτοτε βαίνει μειούμενη η οικονομική προστιθέμενη αξία που παράγει κάθε δολάριο χρέους. Σε ανοδική πορεία βρίσκεται επίσης και το χρέος των εταιρειών εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα καθώς έχει σημειώσει αύξηση 31% φτάνοντας στο 98%. Οπως τονίζουν οι οικονομολόγοι της S&P Global, ορισμένες εταιρείες σε Ευρώπη, Ιαπωνία και σε αναδυόμενες αγορές λειτουργούν με μεγάλα επίπεδα μόχλευσης. Η Κίνα ειδικότερα αποτελεί πηγή ανησυχίας καθώς το χρέος της αντιπροσωπεύει το 1/3 του παγκόσμιου εταιρικού χρέους. Σε δείγμα περισσότερων από 6.000 κινεζικών εταιρειών, ο μέσος όρος χρέους είναι διπλάσιος από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, πάντως, όπως και τα νοικοκυριά έχουν επιδείξει μεγαλύτερη σύνεση καθώς ο δανεισμός των νοικοκυριών έχει αυξηθεί μόνον κατά 7% φτάνοντας στο 64%, ενώ των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα παραμένει αμετάβλητος στο 85%.
Σε ό,τι αφορά την προοπτική του παγκόσμιου χρέους, η S&P Global συνεκτιμά όλους τους παράγοντες και προβλέπει πως το χρέος ενδέχεται να φτάσει στο 366% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030, με το δημόσιο χρέος των ανεπτυγμένων οικονομιών να αυξάνεται στο 107% του ΑΕΠ μέχρι το 2025 από το 106% στο οποίο βρισκόταν το περασμένο έτος. Για τις αναδυόμενες αγορές εκτιμά, αντιθέτως, πως θα παραμείνει σταθερό στο 65% του ΑΕΠ. Επισημαίνει, ωστόσο, πως αν οι κυβερνήσεις υποκύψουν σε λαϊκιστικές πολιτικές και αναλάβουν χρέος μειωμένης παραγωγικότητας, τότε μπορεί το παγκόσμιο χρέος να φτάσει στο 391% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 καταγράφοντας αύξηση 12% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2022. Αν, αντιθέτως, υπάρξει κοινή προσπάθεια κυβερνήσεων και ρυθμιστικών αρχών για να μειωθεί το χρέος και να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα μέχρι το 2030, τότε μπορεί να επιτευχθεί μείωση του χρέους κατά 8% στο 321%. Υπενθυμίζεται πως το πρώτο τρίμηνο του 2019 το παγκόσμιο χρέος ήταν 321%.
Πηγή: Καθημερινή