Η Τουρκία, διαθέτοντας τις δεύτερες μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ, παίζει κρίσιμο ρόλο στην ταραγμένη γειτονιά της Μεσογείου, έχει αυξανόμενη επιρροή στα δυτικά Βαλκάνια, την ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική και είναι σημαντική στη Μαύρη Θάλασσα και τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχοντας μεσολαβήσει στην επίτευξη συμφωνίας για την μεταφορά ουκρανικών σιτηρών στον κόσμο.
Έτσι, γράφει ο Economist, ο έξω κόσμος πρέπει να δώσει προσοχή στις επερχόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία (που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν στις 14 Μαΐου) καθώς, υπό έναν όλο και πιο αλλοπρόσαλλο πρόεδρο, η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Όπως υπογραμμίζει το περιοδικό, η συμπεριφορά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο πλησιάζουν οι εκλογές, θα μπορούσε να μετατρέψουν αυτό που σήμερα είναι μια βαθιά ελαττωματική δημοκρατία, σε μια ολοκληρωτική δικτατορία.
Το δημοσίευμα του Economist, που προκάλεσε έκρηξη οργής στην τουρκική κυβέρνηση, αναφέρει συνοπτικά την πορεία του Ερντογάν, από τότε που έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 2003, όταν και έδωσε μια νέα οικονομική και πολιτική σταθερότητα στη χώρα του και έφτασε ακόμα και να κάνει «άνοιγμα» στους Κούρδους.
Ωστόσο, όπως γράφει το περιοδικό κάνοντας αναφορές στην ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών και στην απόπειρα πραξικοπήματος, όσο περισσότερο παραμένει ο Ερντογάν στην εξουσία, τόσο πιο αυταρχικός γίνεται. Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται η εκμετάλλευση των θεσμών, η διάβρωση των ελέγχων, η χρήση μεγάλου μέρους των ΜΜΕ ως εργαλείο κρατικής προπαγάνδας, η επί της ουσίας λογοκρισία του διαδικτύου, η φυλάκιση επικριτών του και η χρήση των δικαστηρίων για να παρενοχλεί τους αντιπάλους.
Και ενώ ο ίδιος, πλησιάζοντας την τρίτη δεκαετία στην εξουσία, κάθεται στο τεράστιο παλάτι του δίνοντας εντολές σε αυλοκόλακες που φοβούνται να του πουν ότι έχει άδικο και μετατρέψει ταχύτατα σε δημόσια πολιτική τις όλο και πιο εκκεντρικές ιδέες του (όπως για παράδειγμα για τη νομισματική πολιτική και τον πληθωρισμό), το βιοτικό επίπεδο συρρικνώνεται και τα πνεύματα οξύνονται.
Ήδη οι ψηφοφόροι, ιδιαίτερα στις πόλεις, αντιδρούν, και προ τριετίας το κόμμα του Ερντογάν (AKP) έχασε τις δημοτικές εκλογές στην Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Αν η αντιπολίτευση ενωθεί και αν οι εκλογές είναι γενικά «καθαρές», τότε ο Ερντογάν θα μπορούσε να χάσει την προεδρία, όπως υποδηλώνουν οι δημοσκοπήσεις.
Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο «αν», γράφει ο Economist, σημειώνοντας πως ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να γείρει ακόμα περισσότερο υπέρ του το ήδη άνισο παιχνίδι, μετά και την καταδίκη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και την απαγόρευση συμμετοχής του στην πολιτική. Ο Ιμάμογλου ήταν ο πιο πιθανός αντίπαλος του Ερντογάν. Επίσης, η κυβέρνηση ζητά από τα συνταγματικά δικαστήρια να κλείσουν το HDP, το μεγαλύτερο κουρδικό κόμμα, πολλοί ηγέτες του οποίου παραμένουν στη φυλακή και έχουν παγώσει οι τραπεζικοί λογαριασμοί του κόμματος.
Υπό τον Ερντογάν, σημειώνει ο Economist, οι εκλογές σπανίως ήταν απολύτως δίκαιες, όμως ήταν γενικότερα ελεύθερες, με συμμετοχή μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων. Αλλά αυτή τη φορά υπάρχει ανησυχία πως, φοβούμενος την ήττα, ο Ερντογάν θα φροντίσει ώστε οι εκλογές ούτε δίκαιες να είναι ούτε ελεύθερες.
Οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να μιλήσουν, υπογραμμίζει ο Economist, θυμίζοντας πως η Αμερική και η ΕΕ πολλές φορές δεν επικρίνουν τον Ερντογάν υπό τoν φόβο ότι θα αποξενώσουν έναν καίριο, αν και προβληματικό, σύμμαχο. Κανένας δεν θέλει μια χώρα τόσο σημαντική όσο η Τουρκία να μείνει τελείως ανεξέλεγκτη και όλοι γνωρίζουν τα προβλήματα που θα μπορούσε να προκαλέσει ένας μνησίκακος και απομονωμένος Τούρκος πρόεδρος. Θα μπορούσε να υποκινήσει ακόμα πιο έντονες εδαφικές διαμάχες με την Ελλάδα και την Κύπρο, θα μπορούσε να δημιουργήσει περαιτέρω σύγχυση και συγκρούσεις στη Συρία, θα μπορούσε να ανοίξει τα σύνορα σε 5 εκατ. μετανάστες και πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία για να πάνε στην Ευρώπη, και θα μπορούσε να συνεχίσει να μπλοκάρει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η Τουρκία χρειάζεται τη Δύση, και όχι μόνο για να αποκαταστήσει κάπως τη σταθερότητα στην οικονομία της που σφυροκοπείται. Όπως επισημαίνει ο Economist, αν και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν βαλτώσει, ωστόσο η Τουρκία εξακολουθεί να ελπίζει σε αναβαθμισμένη και διευρυμένη τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, χρειάζεται να βρει τρόπο να αναβιώσει τις ξένες άμεσες επενδύσεις, εξαρτάται από τη δυτική τεχνολογία για τη βελτίωση της χαμηλής της παραγωγικότητας, ενώ θέλει δυτικά όπλα –κυρίως αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη. Αν ο Ερντογάν γυρίσει την πλάτη του στη δημοκρατία και μπει στο κλαμπ των δικτατόρων, η Τουρκία δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει τίποτα από αυτά. Και αυτά του δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσει να είναι με τη Δύση.
Αυτό, κατά τον Economist μπορεί να δώσει διαπραγματευτική δύναμη στους δυτικούς ηγέτες. «Ο κ. Ερντογάν είναι ένας τραμπούκος που βλέπει την ατολμία ως λόγο να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του του και τη σκληρότητα ως κίνητρο για να διορθώσει σχέσεις – όπως έκανε πρόσφατα με πολλούς από τους γείτονές του στη Μέση Ανατολή. Επομένως, οι δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να δείξουν στον κ. Ερντογάν πόσο πολύ τους ενδιαφέρει η συμπεριφορά του, προειδοποιώντας πριν από τις εκλογές, ιδιωτικά και δημόσια, ενάντια στις μελλοντικές απαγορεύσεις για τον κ. Ιμάμογλου και το HDP. Δεν είναι πολύ αργά για να τραβήξουμε τον κ. Ερντογάν πίσω από το χείλος του γκρεμού. Αλλά η Δύση πρέπει να αρχίσει να τον προειδοποιεί από τώρα», καταλήγει ο Economist.